Η Μικρομέρια της Ακρόπολης (Micromeria acropolitana), με τα χαρακτηριστικά ροζ άνθη της, είναι ένα μικρό αρωματικό φυτό του γένους Micromeria και αποτελεί ένα από τα πιο σπάνια βοτανικά είδη στον κόσμο. Πρόκειται για ενδημικό φυτό της Αθήνας, καθώς φύεται αποκλειστικά και μόνο στον βράχο της Ακρόπολης και δεν έχει εντοπιστεί σε καμία άλλη περιοχή της Γης.

Σύμφωνα με επιστημονικές μελέτες, η παρουσία του φυτού στον Ιερό Βράχο προϋπήρχε ακόμη και της ανέγερσης των μνημείων της Ακρόπολης. Αναπτύσσεται σε βραχώδη σημεία, πάνω σε πέτρες και μέσα σε σχισμές όπου υπάρχει ελάχιστο χώμα. Ανθίζει κυρίως την άνοιξη, τους μήνες Απρίλιο και Μάιο, ωστόσο έχουν καταγραφεί περιπτώσεις μεμονωμένης ανθοφορίας ακόμη και τον χειμώνα, από τα τέλη Δεκεμβρίου έως τις αρχές Φεβρουαρίου.

Για τη διασφάλιση της επιβίωσης του είδους, έχουν συλλεχθεί σπόροι από φυσικούς πληθυσμούς της Ακρόπολης, οι οποίοι φυλάσσονται σε Τράπεζα Σπερμάτων στο Ινστιτούτο Βιολογίας του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης. Παράλληλα, η Micromeria acropolitana προστατεύεται θεσμικά στην Ελλάδα από το 1981, βάσει Προεδρικού Διατάγματος για την προστασία της αυτοφυούς χλωρίδας και άγριας πανίδας.


Η ανακάλυψη και η «εξαφάνιση» του λουλουδιού της Ακρόπολης

Το φυτό ανακαλύφθηκε για πρώτη φορά στις 30 Αυγούστου 1906 από τους Γάλλους βοτανολόγους René C.J.E. Maire και Marcel G.C. Petitmengin, κατά την επίσκεψή τους στην Ακρόπολη στο πλαίσιο ερευνητικών αποστολών στην Ελλάδα. Δύο χρόνια αργότερα, το 1908, περιγράφηκε επιστημονικά από τον Αυστροούγγρο βοτανολόγο Eugen von Halácsy στο έργο του Conspectus Florae Graecae.

Για σχεδόν έναν αιώνα μετά, η Μικρομέρια της Ακρόπολης θεωρούνταν εξαφανισμένη, καθώς δεν είχε εντοπιστεί ξανά από κανέναν ερευνητή. Η ανατροπή ήρθε το 2006, όταν οι Έλληνες ερευνητές Γρηγόρης και Λάμπρος Τσούνης, στο πλαίσιο εκτεταμένης μελέτης της χλωρίδας και πανίδας της Ακρόπολης, εντόπισαν έναν μικρό πληθυσμό περίπου 200 φυτών ανάμεσα στους βράχους του μνημείου.

Η ανακάλυψη αυτή ανέδειξε την Ακρόπολη όχι μόνο ως μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, αλλά και ως έναν μοναδικό φυσικό βιότοπο, αντίστοιχης σημασίας με εθνικούς δρυμούς, υγροτόπους και προστατευόμενες περιοχές Natura 2000. Το 2009, η ταυτοποίηση του φυτού επιβεβαιώθηκε και από τη διακεκριμένη καθηγήτρια Βοτανικής Δρ. Κιτ Ταν του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης, ειδική στη μελέτη της ελληνικής χλωρίδας.