Ο καλός ύπνος θεωρείται σήμερα βασικό συστατικό υγείας και ευεξίας. Παρ’ όλα αυτά, εκατομμύρια άνθρωποι βιώνουν το ίδιο φαινόμενο: ένα απρόσμενο ξύπνημα μέσα στη νύχτα, συνήθως γύρω στις 3 π.μ. Αν και συχνά εκλαμβάνεται ως πρόβλημα ή ένδειξη αϋπνίας, οι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι αυτό το νυχτερινό «διάλειμμα» μπορεί να είναι απολύτως φυσικό.

Σύμφωνα με τον Darren Rhodes, λέκτορα στο Πανεπιστήμιο Keele, ο συνεχόμενος, οκτάωρος ύπνος δεν αποτελεί βιολογικό κανόνα, αλλά μια σχετικά πρόσφατη κοινωνική συνήθεια. Για αιώνες –και σχεδόν σε κάθε πολιτισμό– οι άνθρωποι κοιμούνταν με διαφορετικό τρόπο: σε δύο διακριτές φάσεις.


Ο «πρώτος» και ο «δεύτερος» ύπνος

Για μεγάλο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας, ο ύπνος ήταν διφασικός. Οι άνθρωποι κοιμούνταν λίγες ώρες μετά τη δύση του ήλιου, ξυπνούσαν γύρω στα μεσάνυχτα και παρέμεναν σε εγρήγορση για μία έως δύο ώρες, πριν επιστρέψουν στο κρεβάτι για τον «δεύτερο» ύπνο μέχρι το πρωί.

Αυτή η ενδιάμεση αφύπνιση δεν θεωρούνταν ενοχλητική. Αντιθέτως, ήταν χρόνος για προσευχή, σκέψη, ήπιες δραστηριότητες ή ακόμη και κοινωνική επαφή. Το μοτίβο αυτό καταγράφεται σε ιστορικές πηγές από την Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική και βοηθούσε τους ανθρώπους να «σπάνε» τις μεγάλες νύχτες, ιδιαίτερα τον χειμώνα.


Πώς χάθηκε ο διφασικός ύπνος

Η σταδιακή εξαφάνιση του «δεύτερου» ύπνου συνδέεται άμεσα με την πρόοδο της τεχνολογίας και κυρίως με την τεχνητή φωταγώγηση. Από τα κεριά και τις λάμπες πετρελαίου μέχρι τον ηλεκτρισμό, το φως επέτρεψε στον άνθρωπο να παρατείνει την καθημερινή του δραστηριότητα και να καθυστερήσει τη φυσική έναρξη του ύπνου.

Η έκθεση στο φως επηρεάζει τον κιρκάδιο ρυθμό και καταστέλλει την παραγωγή μελατονίνης, της ορμόνης που «λέει» στο σώμα πότε να κοιμηθεί. Έτσι, ο οργανισμός προσαρμόστηκε στον ενιαίο ύπνο που σήμερα θεωρούμε φυσιολογικό.

Ωστόσο, πειράματα δείχνουν ότι όταν οι άνθρωποι ζουν χωρίς τεχνητό φως ή ρολόγια, συχνά επιστρέφουν αυθόρμητα στο διφασικό πρότυπο. Αντίστοιχα μοτίβα παρατηρούνται ακόμη και σήμερα σε αγροτικές ή απομονωμένες κοινότητες.


Το φως, ο χρόνος και η διάθεση

Το φως δεν επηρεάζει μόνο τον ύπνο, αλλά και τη διάθεση και την αντίληψη του χρόνου. Κατά τους χειμερινούς μήνες, η μειωμένη έκθεση στο φυσικό φως δυσκολεύει τον συγχρονισμό του εσωτερικού ρολογιού. Το πρωινό φως είναι κρίσιμο, καθώς ενεργοποιεί την κορτιζόλη και «σβήνει» τη μελατονίνη, σηματοδοτώντας την αρχή της ημέρας.

Σε πειράματα εικονικής πραγματικότητας, ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τον χρόνο διαφορετικά ανάλογα με τον φωτισμό: σκοτεινά ή απογευματινά περιβάλλοντα κάνουν τον χρόνο να φαίνεται μεγαλύτερος, ενώ τα φωτεινά τον «συμπιέζουν», ειδικά σε άτομα με χαμηλή ψυχολογία.


Όταν το φυσικό ξύπνημα γίνεται άγχος

Τα σύντομα ξυπνήματα τη νύχτα είναι συνηθισμένα και συχνά συμβαίνουν στις μεταβάσεις μεταξύ των σταδίων του ύπνου, ιδιαίτερα κοντά στη φάση REM. Το πρόβλημα ξεκινά όταν τα αντιμετωπίζουμε με άγχος, κοιτώντας συνεχώς το ρολόι ή φοβούμενοι ότι «δεν θα ξανακοιμηθούμε».

Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι η αποδοχή της αφύπνισης βοηθά τον εγκέφαλο να χαλαρώσει και να επιστρέψει ευκολότερα στον ύπνο. Αν η εγρήγορση διαρκέσει πάνω από 20 λεπτά, προτείνεται μια ήπια, χαλαρωτική δραστηριότητα, μακριά από οθόνες, μέχρι να επανέλθει η νύστα.

Ίσως, τελικά, το ξύπνημα στις 3 τα ξημερώματα να μην είναι δυσλειτουργία, αλλά μια υπενθύμιση ότι το σώμα μας θυμάται έναν πιο παλιό, φυσικό ρυθμό ύπνου – αυτόν του πρώτου και του δεύτερου ύπνου.