Κάθε γενιά διαμορφώνεται από το περιβάλλον της. Όσοι μεγάλωσαν στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 έζησαν σε έναν κόσμο με λιγότερους ψηφιακούς περισπασμούς, περισσότερο αδόμητο χρόνο και μεγαλύτερη προσδοκία αυτονομίας. Σύμφωνα με νέα έρευνα που επικαλείται το geediting, αυτές οι συνθήκες συνέβαλαν στην ανάπτυξη ορισμένων ψυχολογικών χαρακτηριστικών, τα οποία σήμερα θεωρούνται ολοένα και πιο σπάνια. Η έρευνα δεν υποστηρίζει ότι η συγκεκριμένη γενιά είναι «ανώτερη», αλλά ότι ανέπτυξε ιδιαίτερες αντοχές μέσα από τις συνθήκες της εποχής.

Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά είναι η υψηλή ανοχή στην απογοήτευση. Σε μια καθημερινότητα χωρίς άμεσες λύσεις και στιγμιαία ικανοποίηση, οι άνθρωποι μάθαιναν να περιμένουν, να αντέχουν τη δυσφορία και να διαχειρίζονται τις δυσκολίες χωρίς συνεχή ανακούφιση. Αυτή η ικανότητα, γνωστή στην ψυχολογία ως ανοχή στην αγωνία, αποτελεί σήμερα ένα σημαντικό αλλά σπάνιο ψυχικό απόθεμα.

Παράλληλα, πολλοί ανέπτυξαν μια βαθιά αίσθηση ανεξαρτησίας χωρίς ανάγκη διαρκούς επιβεβαίωσης. Η αυτονομία θεωρούνταν αυτονόητη: έπρεπε να λύσεις προβλήματα μόνος σου, να κινηθείς, να αποφασίσεις χωρίς να περιμένεις επιβράβευση. Αυτή η στάση καλλιέργησε μια εσωτερική σταθερότητα, βασισμένη σε αξίες και όχι σε εξωτερική αναγνώριση.

Τα 7 σπάνια χαρακτηριστικά όσων μεγάλωσαν το ’60 και του ’70

Ιδιαίτερη ήταν και η σχέση τους με τα συναισθήματα. Αν και η εποχή συχνά ενθάρρυνε τη συναισθηματική «σκληρότητα», πολλοί έμαθαν να λειτουργούν παράλληλα με το συναίσθημα, χωρίς να παραλύουν από αυτό. Η ικανότητα να νιώθεις έντονα αλλά να συνεχίζεις να πράττεις συνειδητά συνδέεται με αυτό που οι ψυχολόγοι αποκαλούν συναισθηματική ρύθμιση.

Η κοινωνική αυτοπεποίθηση χτίστηκε επίσης μέσα από πραγματική εμπειρία. Οι κοινωνικές δεξιότητες αναπτύσσονταν πρόσωπο με πρόσωπο, μέσα από καθημερινή τριβή, διαφωνίες και άμεση επικοινωνία. Αυτή η συνεχής έκθεση ενίσχυσε την πεποίθηση ότι μπορείς να διαχειριστείς κοινωνικές καταστάσεις χωρίς φόβο, ακόμη κι αν δεν είσαι εξωστρεφής.

Ένα ακόμη χαρακτηριστικό είναι η έντονη νοοτροπία «τα καταφέρνω». Η επιδιόρθωση, ο αυτοσχεδιασμός και η επαναχρησιμοποίηση ήταν συνηθισμένες πρακτικές. Αντί για παθητική αναμονή ή υπερκατανάλωση, κυριαρχούσε η πρακτική αντιμετώπιση των προβλημάτων, κάτι που ενίσχυε την αίσθηση ικανότητας και αυτοπεποίθησης.

Η σχέση με τον χρόνο ήταν επίσης διαφορετική. Η αναμονή και η καθυστερημένη ανταμοιβή αποτελούσαν μέρος της ζωής, γεγονός που καλλιέργησε υπομονή και επιμονή σε μακροπρόθεσμους στόχους. Σε αντίθεση με τη σημερινή απαίτηση για άμεσα αποτελέσματα, αυτή η γενιά ανέπτυξε την ικανότητα να δίνει χρόνο στις προσπάθειες να αποδώσουν.

Τέλος, ξεχωρίζει μια πιο γειωμένη αίσθηση ταυτότητας. Χωρίς την πίεση της διαρκούς προβολής και της σύγκρισης, η αυτοεικόνα διαμορφωνόταν κυρίως μέσα από τον τρόπο ζωής και τις πράξεις, όχι από την εξωτερική εικόνα. Αυτή η σταθερή ταυτότητα λειτουργεί ως μορφή ψυχικής ανθεκτικότητας σε έναν κόσμο που αλλάζει συνεχώς.