Γερμανία: Αποφασίστηκε η παράταση του γενικού lockdown έως τις 14 Φεβρουαρίου με πρόσθετα περιοριστικά μέτρα
Παράταση της ισχύος του lockdown έως τις 14 Φεβρουαρίου, διατήρηση σχολείων και παιδικών σταθμών κλειστών, υποχρεωτική χρήση μάσκας ιατρικού τύπου (όχι υφασμάτινης) στα μέσα μαζικής μεταφοράς και στα καταστήματα και ενίσχυση της τηλεργασίας, αποφάσισαν πριν από λίγο ομοσπονδιακή κυβέρνηση και κρατίδια, σε μια επεισοδιακή τηλεδιάσκεψη που διήρκεσε περισσότερο από επτά ώρες, με κεντρικό σημείο τριβής την λειτουργία των σχολείων.
Όπως ανακοίνωσε μετά το τέλος της τηλεδιάσκεψης η Καγκελάριος, Άνγκελα Μέρκελ, είναι σημαντικό και οι γειτονικές χώρες να εργάζονται προς την ίδια κατεύθυνση περιορισμών, διαφορετικά, όπως είπε, θα πρέπει να εξεταστεί το ενδεχόμενο λήψης επιπλέον μέτρων για τους εισερχόμενους στην Γερμανία. Το θέμα θα συζητηθεί στην τηλεδιάσκεψη των 27 την ερχόμενη Πέμπτη.
Σε ό,τι αφορά την εργασία, η Καγκελάριος επισήμανε ότι είναι κρίσιμο να περιοριστούν οι επαφές στον χώρο εργασίας, αλλά και να μειωθεί ο αριθμός όσων μετακινούνται από και προς τον την εργασία τους. Οι εργοδότες θα πρέπει να ενισχύσουν την εργασία από το σπίτι «όπου είναι εφικτό», ενώ όπου η παρουσία του εργαζόμενου είναι αναγκαία, τίθενται συγκεκριμένες προϋποθέσεις (ένας εργαζόμενος ανά 10 τ.μ., παροχή προστατευτικής μάσκας από τον εργοδότη, διενέργεια τακτικών τεστ κ.λπ.).
«Είναι δύσκολο αυτό που περιμένουμε για μια ακόμη φορά από τον κόσμο. Αλλά προτεραιότητα έχει για μας η αρχή της προφύλαξης. Αυτό έπρεπε να λάβουμε υπόψη μας και αυτό κάναμε», δήλωσε η κυρία Μέρκελ με το βλέμμα, όπως είπε, στα παραλλαγμένα στελέχη του νέου κορονοϊού, τα οποία είναι ιδιαίτερα μεταδοτικά. Σύμφωνα με πληροφορίες των γερμανικών ΜΜΕ, η Καγκελάριος φέρεται να εκνευρίστηκε επανειλημμένα κατά την διάρκεια της τηλεδιάσκεψης, καθώς η ίδια τάχθηκε υπέρ μιας πιο συντηρητικής και «εκ του ασφαλούς» προσέγγισης, κυρίως σε ό,τι αφορά την λειτουργία των σχολείων και συνάντησε σθεναρή αντίσταση από πολλούς πρωθυπουργούς. Όταν μάλιστα δέχθηκε την κριτική από τις πρωθυπουργούς του Μεκλεμβούργου - Πομερανίας Μανουέλα Σβέσιγκ (SPD) και της Ρηνανίας - Παλατινάτου Μαλού Ντράιερ (SPD) για την επίδραση του παρατεταμένου lockdown στα παιδιά, αντέδρασε ιδιαίτερα έντονα, λέγοντας: «Δεν θα επιτρέψω να μου προσάψουν ότι καταπατώ τα δικαιώματα των παιδιών!»
Η Καγκελάριος, σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, εμφανίστηκε απογοητευμένη από τη μέχρι τώρα απόδοση των μέτρων, λέγοντας σχετικά: «Ήλπιζα ότι θα πηγαίναμε καλύτερα, πρέπει να μπορούμε να δείξουμε έστω μία επιτυχία!». Αναφερόμενη μάλιστα στο ενδεχόμενο η χώρα να φθάσει με αυστηρότατους περιορισμούς έως το Πάσχα (4 Απριλίου), είπε χαρακτηριστικά: «Δεν γίνεται να φτάσουμε στο Πάσχα και να λέμε ακόμη στον κόσμο ότι δεν μπορούμε να ανοίξουμε τα κομμωτήρια».
Στο πλευρό της Καγκελαρίου συντάχθηκε ο πρωθυπουργός της Βαυαρίας Μάρκους Ζέντερ, ο οποίος εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του για το γεγονός ότι, όπως είπε, «η Καγκελάριος ασχολήθηκε τόσο πολύ με το θέμα των σχολείων και των παιδικών σταθμών». Τόνισε ακόμη ότι η πολιτεία αισθάνεται μεγάλη ευθύνη απέναντι στα παιδιά και στις οικογένειές τους, για αυτό και «η προσοχή είναι ο σωστός δρόμος». Στο ίδιο πνεύμα, ο κυβερνήτης του Βερολίνου Μίχαελ Μύλερ σημείωσε εμφατικά ότι το να κρατήσουμε τα παιδιά μακριά από το σχολείο για συνολικά οκτώ εβδομάδες «δεν ήταν μια εύκολη απόφαση».
Όπως ανακοίνωσε μετά το τέλος της τηλεδιάσκεψης η Καγκελάριος, Άνγκελα Μέρκελ, είναι σημαντικό και οι γειτονικές χώρες να εργάζονται προς την ίδια κατεύθυνση περιορισμών, διαφορετικά, όπως είπε, θα πρέπει να εξεταστεί το ενδεχόμενο λήψης επιπλέον μέτρων για τους εισερχόμενους στην Γερμανία. Το θέμα θα συζητηθεί στην τηλεδιάσκεψη των 27 την ερχόμενη Πέμπτη.
Σε ό,τι αφορά την εργασία, η Καγκελάριος επισήμανε ότι είναι κρίσιμο να περιοριστούν οι επαφές στον χώρο εργασίας, αλλά και να μειωθεί ο αριθμός όσων μετακινούνται από και προς τον την εργασία τους. Οι εργοδότες θα πρέπει να ενισχύσουν την εργασία από το σπίτι «όπου είναι εφικτό», ενώ όπου η παρουσία του εργαζόμενου είναι αναγκαία, τίθενται συγκεκριμένες προϋποθέσεις (ένας εργαζόμενος ανά 10 τ.μ., παροχή προστατευτικής μάσκας από τον εργοδότη, διενέργεια τακτικών τεστ κ.λπ.).
«Είναι δύσκολο αυτό που περιμένουμε για μια ακόμη φορά από τον κόσμο. Αλλά προτεραιότητα έχει για μας η αρχή της προφύλαξης. Αυτό έπρεπε να λάβουμε υπόψη μας και αυτό κάναμε», δήλωσε η κυρία Μέρκελ με το βλέμμα, όπως είπε, στα παραλλαγμένα στελέχη του νέου κορονοϊού, τα οποία είναι ιδιαίτερα μεταδοτικά. Σύμφωνα με πληροφορίες των γερμανικών ΜΜΕ, η Καγκελάριος φέρεται να εκνευρίστηκε επανειλημμένα κατά την διάρκεια της τηλεδιάσκεψης, καθώς η ίδια τάχθηκε υπέρ μιας πιο συντηρητικής και «εκ του ασφαλούς» προσέγγισης, κυρίως σε ό,τι αφορά την λειτουργία των σχολείων και συνάντησε σθεναρή αντίσταση από πολλούς πρωθυπουργούς. Όταν μάλιστα δέχθηκε την κριτική από τις πρωθυπουργούς του Μεκλεμβούργου - Πομερανίας Μανουέλα Σβέσιγκ (SPD) και της Ρηνανίας - Παλατινάτου Μαλού Ντράιερ (SPD) για την επίδραση του παρατεταμένου lockdown στα παιδιά, αντέδρασε ιδιαίτερα έντονα, λέγοντας: «Δεν θα επιτρέψω να μου προσάψουν ότι καταπατώ τα δικαιώματα των παιδιών!»
Η Καγκελάριος, σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, εμφανίστηκε απογοητευμένη από τη μέχρι τώρα απόδοση των μέτρων, λέγοντας σχετικά: «Ήλπιζα ότι θα πηγαίναμε καλύτερα, πρέπει να μπορούμε να δείξουμε έστω μία επιτυχία!». Αναφερόμενη μάλιστα στο ενδεχόμενο η χώρα να φθάσει με αυστηρότατους περιορισμούς έως το Πάσχα (4 Απριλίου), είπε χαρακτηριστικά: «Δεν γίνεται να φτάσουμε στο Πάσχα και να λέμε ακόμη στον κόσμο ότι δεν μπορούμε να ανοίξουμε τα κομμωτήρια».
Στο πλευρό της Καγκελαρίου συντάχθηκε ο πρωθυπουργός της Βαυαρίας Μάρκους Ζέντερ, ο οποίος εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του για το γεγονός ότι, όπως είπε, «η Καγκελάριος ασχολήθηκε τόσο πολύ με το θέμα των σχολείων και των παιδικών σταθμών». Τόνισε ακόμη ότι η πολιτεία αισθάνεται μεγάλη ευθύνη απέναντι στα παιδιά και στις οικογένειές τους, για αυτό και «η προσοχή είναι ο σωστός δρόμος». Στο ίδιο πνεύμα, ο κυβερνήτης του Βερολίνου Μίχαελ Μύλερ σημείωσε εμφατικά ότι το να κρατήσουμε τα παιδιά μακριά από το σχολείο για συνολικά οκτώ εβδομάδες «δεν ήταν μια εύκολη απόφαση».