Συγκλονιστικές ιστορίες παιδιών στη Ρουάντα
20 χρόνια μετά την γενοκτονία
Όταν η Ονορίνε ήταν πέντε χρονών, λίγο πριν ξεκινήσει το σχολείο, ο πατέρας της την πήρε μαζί του σε έναν δρόμο με καταστήματα στο Μούκο της Ρουάντας. Από εκεί της αγόρασε ένα φόρεμα, ένα ζευγάρι παπούτσια, μία τσάντα και ένα στυλό. Την ανάμνηση αυτή περιγράφει η ίδια, σε ηλικία 9 χρονών σήμερα, σε πέντε Έλληνες εκπαιδευτικούς και τρία στελέχη της Action Aid, όταν τη ρωτούν ποια ήταν η πιο όμορφη στιγμή της ζωής της.
«Ήταν η πρώτη φορά που θυμάμαι τον εαυτό μου να χαμογελάει. Ήταν η πιο όμορφη στιγμή της ζωής μου», λέει η ίδια και τα λόγια της μεταφέρει στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Θοδωρής Γούτας, εκπαιδευτικός δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης του κλάδου της πληροφορικής και ένα από τα μέλη της αποστολής που ταξίδεψε προ ημερών στη Ρουάντα.
Ο ίδιος σχολιάζει ότι η Ονορίνε πριν γεννηθεί είχε χάσει ένα από τα αδέλφια της από πυρά που εκτόξευσαν πισώπλατα στρατιώτες εναντίον της μητέρας της, ’γκατε, τη στιγμή που εκείνη το κουβαλούσε στην πλάτη της για να ξεφύγει στο Κονγκό, κατά τη διάρκεια των ταραχών μεταξύ των φυλών Τούτσι και Χούτου που οδήγησαν στη γνωστή και ως γενοκτονία της Ρουάντας. Η ’γκατε με τον άνδρα της και το ένα της παιδί τότε έμεινε εκεί για επτά μήνες και στη συνέχεια επέστρεψαν όλοι μαζί στο χωριό Μούκο για να αρχίσουν και πάλι τη ζωή τους από το μηδέν. Σήμερα έχουν πέντε παιδιά και ζουν σε μια περιοχή όπου το μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού επιβιώνει με εισόδημα μικρότερο του 1,5 δολαρίου την ημέρα...
Η Ονορίνε το επόμενο χρονικό διάστημα θα γίνει η κεντρική ηρωίδα του εκπαιδευτικού υλικού που θα δημιουργήσουν οι Έλληνες εκπαιδευτικοί που συμμετείχαν στην αποστολή στη Ρουάντα, προκειμένου να διατεθεί στα σχολεία της χώρας, στο πλαίσιο τριετούς εκπαιδευτικού προγράμματος της οργάνωσης Action Aid που χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και έχει σκοπό την προαγωγή της εκπαίδευσης για όλα τα παιδιά του κόσμου.
«Από την πρώτη στιγμή τράβηξε την προσοχή μας. Είχε κάτι στο βλέμμα της που δεν το συναντήσαμε σε άλλα παιδιά. Είχε μια σπίθα και έναν μεγάλο ενθουσιασμό. Προσπαθούσε να επικοινωνήσει μαζί μας με τα ελάχιστα αγγλικά που γνωρίζει, χόρεψε και τραγούδησε για μας και μας εκμυστηρεύτηκε ότι θέλει να γίνει γιατρός. Όταν φεύγαμε, δάκρυσε και εξέφρασε τη λύπη της με έναν τόσο έντονο τρόπο που μας συγκλόνισε», σημειώνει ο κ. Γούτας.
Αναφερόμενος στο ταξίδι, το χαρακτηρίζει εμπειρία ζωής και αναφέρει ότι μέσα σε επτά ημέρες έγιναν επισκέψεις σε σχολεία που βρίσκονται σε απομακρυσμένες περιοχές της Ρουάντας, συναντήσεις με εκπαιδευτικούς και μαθητές με αντικείμενο τα δικαιώματα των παιδιών στην εκπαίδευση και επαφές ώστε να διαπιστωθούν οι εργασιακές συνθήκες των εκπαιδευτικών και ο βαθμός στον οποίο υλοποιείται η ανάπτυξη που ευαγγελίζεται η κυβέρνηση της χώρας. Επιπλέον οι επισκέπτες έμειναν για δύο μέρες σε αγροτικές οικογένειες που επιλέχτηκαν από την τοπική κοινωνία ώστε να γνωρίζουν τον τοπικό τρόπο ζωής.
Για την αποστολή, επισημαίνει ότι ήταν μέρος των δράσεων της Action Aid η οποία δραστηριοποιείται σε δύο περιοχές της χώρας, προσφέροντας δωρεές χορηγών και αναδόχων παιδιών προς τις τοπικές κοινότητες, ώστε να κτίζουν σχολεία, να ανοίγουν πηγάδια και να προσφέρουν εκπαίδευση σε συνεταιρισμούς γυναικών που ξεκινούν μια υποτυπώδη μορφή επιχειρηματικότητας.
«Μπήκαμε στις τάξεις των παιδιών. Παρακολουθήσαμε πώς διδάσκονται τα μαθήματα. Όλα γίνονται στην αγγλική γλώσσα που είναι και η επίσημη γλώσσα της χώρας μετά από απόφασή της, με σκοπό να εντάξει τη νέα γενιά στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία και να διευκολύνει την ελεύθερη μετακίνηση των πολιτών της ανατολικοαφρικανικής ένωσης, μιας ομάδας χωρών με επίσημη γλώσσα και πάλι την αγγλική. Αναφορικά με τον τρόπο της διδασκαλίας, η τελευταία είναι καθαρά δασκαλοκεντρική και δεν συνοδεύεται από κανένα εποπτικό μέσο ενώ δεν υπάρχει ηλεκτρικό ρεύμα», αναφέρει ο Έλληνας εκπαιδευτικός.
Τονίζει, μάλιστα, τη σημασία που έχει για τους κατοίκους του τόπου η εκπαίδευση των παιδιών και δηλώνει συγκλονισμένος από την απάντηση της ’γκατα, στην ερώτησή του τι θα ευχόταν για το μέλλον: «δεν ζήτησε τίποτε για τον εαυτό της. Ζήτησε η κυβέρνηση να δώσει περισσότερα χρήματα στους εκπαιδευτικούς για να μπορέσουν να μορφώσουν τα παιδιά τους, γιατί αυτά, όπως είπε, είναι το μέλλον της χώρας...». Όσο για τη δουλειά του εκπαιδευτικού, δεν είναι καθόλου εύκολη, λέει και φέρνει ως παράδειγμα την Ζαντάκ, μια δασκάλα που έχει η ίδια πέντε παιδιά και κάθε μέρα διανύει μια διαδρομή δύο ωρών με τα πόδια για να φτάσει στο σχολείο και άλλη τόση για να επιστρέψει σπίτι της αφού τα 75 δολάρια που παίρνει μισθό το μήνα δεν επαρκούν για να πληρώνει και το λεωφορείο.
Παρά τις δυσκολίες, τα παιδάκια δείχνουν πολύ χαρούμενα και ζωντανά και εκφράζουν ενθουσιασμό όταν τους πλησιάζει κάποιος λευκός. Τα περισσότερα φορούν ρούχα σκισμένα και πολύ βρώμικα αφού το νερό είναι ελάχιστο και δεν πληροί τις προϋποθέσεις χρήσης ούτε για πόση ούτε για τις δουλειές του σπιτιού. Είναι ξυπόλητα, με πληγές στα πόδια, έντονες δερματοπάθειες, τυμπανισμό λόγω του είδους της τροφής τους που δεν διευκολύνει την πέψη. Παρόλα αυτά έχουν μια σπίθα στο βλέμμα τους, είναι πολύ περίεργα, τους αρέσει να φωτογραφίζονται και θέλουν να βλέπουν τις φωτογραφίες.
Η καθημερινότητά τους δεν είναι εύκολη αφού σηκώνονται νωρίς το πρωί, γύρω στις 05:30 για να διαβάσουν καθώς στην περιοχή του Ισημερινού, όπου ζουν, νυχτώνει κατά τις 18:00 το απόγευμα και δεν υπάρχει ηλεκτρικό ρεύμα. Στη συνέχεια βοηθούν τις μητέρες τους να κουβαλήσουν νερό, διότι δεν έχουν μέσα για να το αποθηκεύσουν και πηγαίνουν στις 07:30 στο σχολείο για να γυρίσουν στις 12:30 για μεσημεριανό και να ξαναπάνε μέχρι τις 5 το απόγευμα οπότε επιστρέφουν. Όλα αυτά σε μια ατμόσφαιρα όπου απουσιάζει η επικοινωνία μεταξύ γονέων και παιδιών αφού οι γονείς πρέπει να φροντίσουν να εξασφαλίσουν τα προς το ζην και δεν έχουν χρόνο να αγκαλιάσουν τα παιδιά τους, να τους μιλήσουν και να παίξουν μαζί τους.
Ακόμη βαρύτερη είναι η καθημερινότητα των γυναικών που αναλαμβάνουν το κουβάλημα του νερού, την αποκλειστική φροντίδα των παιδιών, την καλλιέργεια της γης, το μαγείρεμα, το πλύσιμο των ρούχων και το φαγητό παιδιών και συζύγου, λίγο πριν ξεκινήσει και πάλι η επόμενη μέρα. Οι άνδρες, από την πλευρά τους, στην καλύτερη περίπτωση, διατηρούν κάποια υποτυπώδη καταστήματα όπου πουλούν κάποια από τα είδη που παράγουν. Για παράδειγμα ο σύζυγος της ’γκατα έχει κατάστημα που εμπορεύεται ένα είδος μπύρας από σόργο.
Όσο για το καθημερινό φαγητό, αποτελείται κυρίως από φασόλια, πατάτες, καλαμπόκι, γλυκοπατάτες και κολοκύθες που μαγειρεύονται με αμφίβολης ποιότητας νερό, χωρίς καθόλου λάδι ή φυτικό λίπος. «Το φαγητό σερβίρεται σε ένα πιάτο, από το οποίο τρώνε όλοι με τα χέρια. Είναι μάλιστα μεγάλη τιμή να προσφέρει μια οικογένεια φαγητό σε έναν επισκέπτη και ακόμη μεγαλύτερη να πει εκείνος ότι του αρέσει», σχολιάζει ο κ. Γούτας.
Μετά από την εμπειρία της επταήμερης διαμονής στη Ρουάντα, όταν ρωτάται πως νιώθει, απαντά: «είναι όλα τόσο διαφορετικά, που όταν επιστρέφει κανείς στην αφετηρία του κουβαλά ένα πολύ μεγάλο βάρος αλλά και μια δύναμη να μεταφέρει στους μαθητές, τους συναδέλφους του και τον κόσμο την προσωπική του εμπειρία ώστε να επηρεάσει από λίγους μέχρι πολλούς ανθρώπους. ’λλωστε η αδικία στον κόσμο δεν προέρχεται από πουθενά αλλού, παρά από τον ίδιο τον άνθρωπο...».