Το 1955 στην Κύπρο ιδρύεται η ΕΟΚΑ. Στρατιωτικός αρχηγός ο Γεώργιος Γρίβας, ιδρυτής στην διάρκεια της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα, της αντικομμουνιστικής Οργάνωσης Χ. Πολιτικός Αρχηγός ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος. Στις τάξεις της ΕΟΚΑ, υπήρξαν πολλοί αγνοί αγωνιστές, ωστόσο η οργάνωση κατηγορήθηκε για διπλό αγώνα, τόσο κατά των ’γγλων, όσο και κατά των κομμουνιστών.
Την ίδια περίοδο, στην τουρκοκυπριακή κοινότητα δημιουργούνται υπό τις εντολές της ’γκυρας μυστικές οργανώσεις όπως η Volcan και το 1957 εξελίσσονται στην ΤΜΤ, η οποία καλούσε σε αγώνα κατά των Ελληνοκυπρίων, καθώς οι τουρκοκύπριοι εναντιώνονται στην ένωση με την Ελλάδα, που πρσβεύει η ΕΟΚΑ. Ξεκινά η δράση του Ραούφ Ντεκτάς, εντός των εν λόγω οργανώσεων.
Τότε, χύνεται το πρώτο αίμα μεταξύ των δύο κοινοτήτων Οι πρώτες διακοινοτικές ταραχές έφεραν το 1958 την αντιπαλότητα μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων σε ανοικτή ένοπλη σύγκρουση με νεκρούς και από τις δύο πλευρές. Επεισόδια είχαν σημειωθεί και παλιότερα, το 1912 και το 1956-1957, το καλοκαίρι του 1958 όμως η κλίμακα της εθνοτικής βίας ήταν πρωτοφανής, και επέδρασε καταλυτικά στην περαιτέρω εξέλιξη του Κυπριακού λόγω του ψυχολογικού κλίματος που δημιούργησε.
Την ίδια περίοδο αρχίζουν να εξυφαίνονται και τα πρώτα σχέδια διχοτόμησης του Νησιού. Χαρακτηριστικό ήταν το σχέδιο Μακ Μίλαν το 1958 υπό τον τίτλο: «Σχέδιο για Συνεταιρισμό στην Κύπρο». Το συγκεκριμένο σχέδιο προέβλεπε τη σύνδεση της Κύπρου με τη Μεγάλη Βρετανία, την Ελλάδα και την Τουρκία και τη συνεργασία των τριών κρατών για τη διοίκηση του Νησιού, τη συγκρότηση δύο Κοινοβουλίων, με δύο ιθαγένειες για τους κατοίκους του και μεταβατικό στάδιο 7 χρόνων.
Οι Συνθήκες Ζυρίχης Λονδίνου
Ακολουθούν το 1960 οι Συνθήκες Ζυρίχης και Λονδίνου, με βάση τις οποίες προβλεπόταν:
Δημιουργία ανεξάρτητου Κυπριακού κράτους με επίσημες γλώσσες την ελληνική και την τουρκική. Το κράτος αυτό είχε τρεις κηδεμόνες: τη Μ. Βρετανία, την Ελλάδα και την Τουρκία. Τα τρία κράτη κηδεμόνες εγγυούνταν την ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας, και αποκτούσαν το δικαίωμα να επεμβαίνουν από κοινού ή το καθένα χωριστά όταν αυτή απειλείται.
Αποκλεισμός οποιασδήποτε μερικής ή ολικής ένωσης του κυπριακού κράτους με κάποιο άλλο.
Η Κύπρος θα διοικείτο με βάση το σύστημα της Προεδρικής Δημοκρατίας. Σύμφωνα με τις συνθήκες ο Πρόεδρος θα ήταν Ελληνοκύπριος και ο αντιπρόεδρος Τουρκοκύπριος. Ο Πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος είχαν δικαίωμα του βέτο για θέματα της εξωτερικής πολιτικής, των Ενόπλων Δυνάμεων, της ασφάλειας κλπ.
Το Υπουργικό Συμβούλιο ατνίστοιχαθα αποτελούνταν από επτά Ελληνοκύπριους και τρεις Τουρκοκύπριους.
Η Βουλή προβλεπόταν να είναι ενιαία και το 70% των εδρών θα το είχαν οι Ελληνοκύπριοι και το 30% οι Τουρκοκύπριοι (οι δύο κοινότητες θα ψήφιζαν ξεχωριστά η κάθε μία). Προβλεπόταν η ύπαρξη ακόμα δύο Κοινοβουλίων ενός ελληνοκυπριακού και ενός τουρκοκυπριακού που θα αποφάσιζαν για τα θρησκευτικά, εκπαιδευτικά και πνευματικά ζητήματα των δύο κοινοτήτων.
Οι μεγαλύτεροι δήμοι της Κύπρου θα διχοτομούνταν.
Η Κυπριακή Δημοκρατία προβλεπόταν στρατός 2.000 ανδρών, από τους οποίους το 60% θα ήταν Ελληνοκύπριοι και το 40% Τουρκοκύπριοι. Ισος αριθμός ανδρών θα αποτελούσε και τα Σώματα Ασφαλείας, αλλά εδώ ο συσχετισμός θα ήταν 70% προς 30% , με δύο αρχηγούς, έναν από κάθε κοινότητα.
Η Μ. Βρετανία θα διατηρούσε τις βάσεις της στις περιοχές Ακρωτήρι, Επισκοπή, Παραμάλι, Δεκέλεια, Πέργαμο, Αγιο Νικόλαο και Ξυλοφάγου, καθώς και το δικαίωμα να χρησιμοποιεί το λιμάνι της Αμμοχώστου και το αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Επίσης, στην Κύπρο θα στάθμευε τριμερές στρατηγείο Ελλάδας, Τουρκίας και Κύπρου, καθώς και ελληνική στρατιωτική δύναμη 950 ανδρών και τουρκική 650 για την εγγύηση τήρησης των συμφωνιών.
Με τις Συνθήκες Ζυρίχης Λονδίνου η Κυπριακή Δημοκρατία αποκτά κρατική υπόσταση και δημιουργείται το Σύνταγμα του 60.
Τα ματωμένα Χριστούγεννα του 1963
Ακολουθεί η κρίση του 63, οπότε και ο Μακάριος προωθεί συνταγματικές αλλαγές και τα «13 σημεία», οδηγώντας στην πρώτη χάραξη της πράσινης γραμμής.
Από τις 30 Δεκεμβρίου 1963 ο Δρ Φαζιλ Κιουτσούκ, Αντιπρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, είχε ήδη διακηρύξει ότι «το Σύνταγμα είναι νεκρό» λέγοντας ότι δεν υπήρχε πλέον προοπτική συνύπαρξης των δυο κοινοτήτων στην Κύπρο, ενώ σε συνέντευξη του στη Le Monde στις 10 Ιανουαρίου 1964 προχώρησε ένα ακόμα ένα βήμα, σημειώνοντας: «Θέλουμε χωριστό κράτος».
Στα επεισόδια του 63-64 Ελλάδα και Τουρκία ενεπλάκησαν ενεργά στη διαμάχη.
Οι ταραχές κλιμακώθηκαν και στρατιωτικά στις αρχές Αυγούστου του 1964, όταν ελληνικές δυνάμεις και δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς επιτέθηκαν στον τουρκοκυπριακό θύλακα των Κοκκίνων στις βόρειες ακτές του νησιού. Η Τουρκία αντέδρασε άμεσα στην επίθεση και η τουρκική Αεροπορία βομβάρδισε ελληνοκυπριακές θέσεις στην Τυλληρία με βόμβες ναπάλμ.
Η αιματοχυσία του 1963-64 είχε συνέπειες καθώς:
-Εφαρμόστηκαν για πρώτη φορά πρακτικές φυσικού διαχωρισμού Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων (θύλακες, «Πράσινη Γραμμή», μετεγκατάσταση πληθυσμών, κυρίως Τουρκοκυπρίων).
- Οι Τουρκοκύπριοι αξιωματούχοι αποχώρησαν από τα πολιτειακά όργανα του κράτους και οι υπάλληλοι δημοσίων υπηρεσιών, κρατικών και ημικρατικών οργανισμών εγκατέλειψαν τις θέσεις τους.
-Το πρόβλημα διεθνοποιήθηκε και οδηγήθηκε στον Ο.Η.Ε.
-Εγκαταστάθηκε για πρώτη φορά στην Κύπρο ειρηνευτική δύναμη των Ηνωμένων Εθνών (ΟΥΝΦΙΚΥΠ).
Τα σχέδια ’τσεσον
Το καλοκαίρι του 1964 η κυβέρνηση Παπανδρέου, συμφωνεί με τις ΗΠΑ για αναζήτηση λύσης εκτός του πλαισίου του ΟΗΕ με έμμεσο ελληνοτουρκικό διάλογο και διαιτητή τον πρώην Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών Ντιν Ατσεσον, που προτείνει θέσεις με φόντο τη διχοτόμηση.
Τα δύο σχέδια:
Σύμφωνα με το πρώτο προβλεπόταν παραχώρηση στην Τουρκία της χερσονήσου της Καρπασίας για τη δημιουργία κυρίαρχης στρατιωτικής βάσης. Με τον τρόπο αυτόν εξασφαλιζόταν ότι δε θα χρησιμοποιηθεί η Κύπρος ως εφαλτήριο για επίθεση εναντίον της από τους Έλληνες. Επίσης προέβλεπε προνόμια αυτοδιοίκησης σε ορισμένες περιοχές στους Τουρκοκύπριους. Το δεύτερο σχέδιο προέβλεπε εκμίσθωση της Καρπασίας στην Τουρκία και παραχώρηση του Καστελλόριζου από την Ελλάδα στην Τουρκία.Τα δύο σχέδια απορρίφθηκαν από το Μακάριο, ενώ το δεύτερο και από την Τουρκία.
Η Χούντα των συνταγματαρχών και το πραξικόπημα
Οι σχέσεις Ελλάδας και Κύπρου μετά την εγκαθίδρυση της δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967 στην Αθήνα χειροτέρευαν διαρκώς.
Στις 8 Μαρτίου 1970 πραγματοποιήθηκε μία αποτυχημένη δολοφονική απόπειρα κατά του Μακάριου και ως ένας από τους υποκινητές θεωρήθηκε ο Πολύκαρπος Γεωρκάτζης. Στο νησί επέστρεψε για ακόμα μία φορά το 1971 ο Γρίβας, ο οποίος συνέστησε την παραστρατιωτική οργάνωση ΕΟΚΑ Β με στόχο όπως υποστηρίχθηκε την ανάληψη αγώνα για την επίτευξη της Ένωσης. Μετά τον θάνατο του Γρίβα τον Ιανουάριο του 1974 τα ηνία της οργάνωσης πέρασαν στη Χούντα των Αθηνών.
Τον Ιούλιο του 1974 οργανώθηκε από τη Χούντα του Ιωαννίδη και τους συνεργάτες της στην Κύπρο το πραξικόπημα με στόχο την ανατροπή του Μακαρίου και την προσάρτηση της Κύπρου στην Ελλάδα, που άνοιξε διάπλατα το δρόμο στην τουρκική εισβολή. Σύμφωνα με το σχεδιασμό στόχος ήταν να ανατραπεί ο Μακάριος και την Προεδρία να αναλάβει με τη δύναμη των όπλων ο Νίκος Σαμψών, ακραιφνής εθνικιστής Κύπριος πολιτικός, μέλος της ΕΟΚΑ και της ΕΟΚΑ Β.
15 Ιουλίου 1974 Ελληνικές στρατιωτικές μονάδες άρχισαν να βάλλουν κατά του προεδρικού μεγάρου στη Λευκωσία, όπου βρισκόταν ο Μακάριος, προκειμένου να τον σκοτώσουν. Ο Μακάριο διέφυγε και στις 19 Ιουλίου εξεφώνησε λόγο ενώπιον του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, στον οποίο, αφού ευχαριστούσε τους ’γγλους για τη σωτηρία του, χαρακτήριζε το πραξικόπημα ως εισβολή της Χούντας στην Κύπρο και κατάλυση της ανεξαρτησίας της, ζητώντας από το Συμβούλιο Ασφαλείας να παρέμβει με όλα τα πρόσφορα μέσα για την αποκατάσταση της δημοκρατίας, ίσως για να προλάβει τον κίνδυνο εισβολής από μέρους της Τουρκίας αφού η Τουρκία δεν είναι μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Το Συμβούλιο Ασφαλείας δεν πήρε απόφαση, και στις 20 Ιουλίου 1974, έγινε το πρώτο μέρος της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο κατά παράβαση της Συνθήκης Εγγυήσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας και του καταστατικού χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.
Μετά την τουρκική εισβολή η ηγεσία του πραξικοπήματος, υπό τον Σαμψών παραιτήθηκε υπό το βάρος των εξελίξεων. Στη Γενεύη ξεκίνησαν διαβουλεύσεις για την εξεύρεση ειρηνικής λύσης υπό την αιγίδα του Βρετανού Υπουργού Εξωτερικών Τζον Κάλαχαν, κατά τις οποίες η ελληνοκυπριακή πλευρά, εκπροσωπούμενη από τον Γλαύκο Κληρίδη. Η Τουρκία απάντησε με αίτημα για διχοτόμηση. Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων η Τουρκία προχώρησε και στο δεύτερο Αττίλα, στις 14 Αυγούστου 1974, φθάνοντας ως τα σημερινά όρια των Κατεχομένων.
Τα τετελεσμένα της τουρκικής εισβολής ήταν πάνω από 180.000 Ελληνοκύπριοι πρόσφυγες και 50.000 Τουρκοκυπρίοι πρόσφυγες που αναγκάστηκαν να περάσουν στις κατεχόμενες περιοχές. Χιλιάδες Ελληνοκύπριοι και Έλληνες στρατιώτες και άμαχοι σκοτώθηκαν, περιουσίες λεληλατήθηκαν, και 1.500 περίπου άνθρωποι παρέμειναν στις λίστες των αγνοουμένων. Δεν έλειψαν και τα αντίποινα των Ελληνοκυπρίων, όπως η εκτέλεση 80 περίπου Τουρκοκυπρίων αιχμαλώτων από το χωριό Τόχνη στην Λάρνακα, αλλά το μέγεθος δε συγκρινόταν. Η εισβολή αποτέλεσε την υλοποίηση του αρχικού σχεδίου της Τουρκίας για διχοτόμηση της Κύπρου.
Σήμερα περισσότεροι από 40.000 Τούρκοι στρατιώτες εξακολουθούν να παραμένουν στο νησί, ενώ η Τουρκία ενθαρρύνει την παράνομη εγκατάσταση εποίκων ώστε να αυξήσει τα πληθυσμιακά ερείσματά της. Οι τουρκοκύπριοι καταγγέλλουν αλοίωση του πληθυσμού τους καθώς υπολογίζεται ότι δεν ξεπερνούν πλέον τους 120.000 ενώ οι έποικοι τους 500.000.
Το Κυπριακό εξακολουθεί να βρίσκεται σε φάση «διαπραγματεύσεων», υπό τα δεδομένα που δημιουργεί και η ανακάλυψη των υδρογονανθράκων. Των συνομιλιών εν έτει 2014 ηγούνται ο νυν Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Νίκος Αναστασιάδης και ο νυν τουρκοκύπριος ηγέτης Ντερβίς Έρογλου.
Το Προεδρικό μετά το Πραξικόπημα
Αιχμάλωτοι των τουρκικών δυνάμεων
Βομβαρδισμός
Απόβαση τουρκικών δυνάμεων
Ανταλλαγή αιχμαλώτων
Αγνοούμενοι
Καταυλισμοί προσφύγων