O καγκελάριος της Γερμανίας, Όλαφ Σολτς, επισκέφτθηκε το Πεκίνο όπου και συναντήθηκε με τον πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ.

Αυτή ήταν η πρώτη επίσκεψη δυτικού ηγέτη μετά την επαναβεβαίωση του Σι στην ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος. Στη συζήτηση που πραγματοποίησαν, ο Σολτς ζήτησε από τον ίδιο να χρησιμοποιήσει την επιρροή της στη Μόσχα, προκειμένου να τερματιστεί ο πόλεμος στην Ουκρανία.

«Ο πρόεδρος Σι κι εγώ συμφωνούμε ότι οι ρωσικές απειλές με πυρηνικά όπλα είναι ανεύθυνες και εξαιρετικά επικίνδυνες. Με τη χρήση πυρηνικών όπλων, η Ρωσία θα περνούσε τη γραμμή που χαράσσεται από κοινού με τη διεθνή κοινότητα», δήλωσε ο κ. Σολτς κατά τη συνάντησή του με τον πρωθυπουργό της χώρας Λι Κετσιάνγκ. Προηγουμένως είχε γίνει δεκτός από τον πρόεδρο Σι. Ο καγκελάριος αναφέρθηκε στην Κίνα ως «μεγάλη χώρα», τονίζοντας ότι, «ως μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, έχει επίσης ευθύνη για την ειρήνη στον κόσμο». Όπως είπε, τόνισε στον κ. Σι ότι «είναι σημαντικό για την Κίνα να ασκήσει την επιρροή της στη Ρωσία».

Σε σχέση με την κριτική που δέχτηκε για το ταξίδι που πραγματοποίησε στην Κίνα, ο ίδιος υποστήριξε ότι «είναι καλό και σωστό ότι βρίσκομαι σήμερα εδώ στο Πεκίνο» και υπογράμμισε ότι «η ρωσική εισβολή έφερε τον πόλεμο και πάλι στην Ευρώπη και σε περιόδους κρίσης είναι ακόμη πιο σημαντικές οι συνομιλίες». Παράλληλα, διαβεβαίωσε ότι δεν θέλει να αφήσει εκτός συζήτησης «θέματα στα οποία έχουμε διαφορετική οπτική» και πρόσθεσε ότι η ανταλλαγή απόψεων θα χρησιμεύσει στην οικοδόμηση αμοιβαίας εμπιστοσύνης.

Όπως είχε προαναγγελθεί από την κυβέρνηση, ο Όλαφ Σολτς ζήτησε την προστασία των μειονοτήτων στην Κίνα, επισημαίνοντας ότι «τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι καθολικά και αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τα δικαιώματα των μειονοτήτων». Ο καγκελάριος τόνισε ακόμη ότι θέλει να παραμείνει σε επαφή με το Πεκίνο και σε ό,τι αφορά την επαρχία Σινγιάνγκ, όπου λέγεται ότι η Κίνα έχει φυλακίσει περισσότερους από ένα εκατομμύριο ανθρώπους.

Στην ατζέντα των συνομιλιών του κ. Σολτς με την κινεζική ηγεσία περιλαμβάνονται επίσης η προστασία του κλίματος, η αυξανόμενη υπερχρέωση των φτωχότερων χωρών και η επισιτιστική κρίση. Τον καγκελάριο συνοδεύουν κορυφαία στελέχη περισσότερων από δώδεκα γερμανικών επιχειρήσεων.