Η Κίνα πρέπει να γίνει ένας «µεγάλος ατσαλένιος τοίχος».

Ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ, µία ηµέρα µετά τον ανασχηµατισµό της κυβέρνησής του, που γίνεται µία φορά την πενταετία, στη συνεδρίαση του Εθνικού Λαϊκού Κογκρέσου µέσα στο περασµένο Σαββατοκύριακο, έθεσε τον στόχο της ενισχυµένης εθνικής -και δηµόσιας- ασφάλειας. Στο εξωτερικό, αυτό µεταφράζει το ψυχροπολεµικό «στάτους κβο» µε τις ΗΠΑ, µε τον ίδιο να αναδεικνύει ως νέο υπουργό Αµυνας τον Λι Σανγκφού, ο οποίος αντιµετωπίζει αµερικανικές κυρώσεις για την αγορά εξοπλισµού από τη Ρωσία στο πλαίσιο της παλαιότερης συνεργασίας του µε το κινεζικό δορυφορικό πρόγραµµα.

Σε επίπεδο διεθνούς πολιτικής, άλλωστε, ο Σι επιδιώκει παράλληλα να αναδείξει την Κίνα σε ρυθµιστή των παγκόσµιων εξελίξεων και υπερδύναµη, καθώς, µετά τη µεσολάβηση µεταξύ Ιράν και Σαουδικής Αραβίας, την οποία πιστώνεται η κινεζική διπλωµατία, τώρα ετοιµάζεται να αναλάβει αντίστοιχη πρωτοβουλία στο Ρωσο-ουκρανικό. Ο Κινέζος πρόεδρος πρόκειται να συναντηθεί µε τον Βλαντιµίρ Πούτιν στη Ρωσία την ερχόµενη εβδοµάδα, έχοντας σχέδιο δώδεκα σηµείων για µια εκεχειρία µεταξύ των δύο πλευρών. Μετά τη συνάντηση µε τον Πούτιν, µε τον οποίο έχει συνοµιλήσει τέσσερις φορές από την εισβολή στην Ουκρανία, θα υπάρξει τηλεφωνική επικοινωνία για πρώτη φορά από την έναρξη του πολέµου και µε τον Βολοντιµίρ Ζελένσκι, ο οποίος έχει κρατήσει στο παρελθόν προσεκτική στάση απέναντι στην Κίνα.

Ολα αυτά τα παρακολουθεί η Ουάσινγκτον, όπως και τη χάραξη των γραµµών της κινεζικής εξωτερικής πολιτικής και την επιλογή των προσώπων. «Η ασφάλεια είναι το θεµέλιο της ανάπτυξης, η σταθερότητα το προαπαιτούµενο της ευηµερίας», σηµείωνε ο 69χρονος Σι, µία ηµέρα αφότου το ίδιο Εθνικό Λαϊκό Κογκρέσο ανανέωσε για τρίτη φορά την προεδρική του θητεία. Βάζοντας σε θέσεις ασφαλείας έµπιστά του πρόσωπα, διατήρησε ταυτόχρονα το οικονοµικό επιτελείο, ενώ παράλληλα υποσχέθηκε «κοινή ευηµερία» (µειώνοντας, δηλαδή, το χάσµα της φτώχειας) και ζήτησε από τις ιδιωτικές εταιρείες να συµβάλουν στη σταθεροποίηση της οικονοµίας, την ώρα που προάγει µεγαλύτερη βιοµηχανική αυτονοµία υπό το φως και της αποµόνωσης από τις ΗΠΑ στον τοµέα των µικροτσίπ και των τεχνολογιών αιχµής.

Το πρώτο του τηλεοπτικό διάγγελµα έκανε και ο νέος πρωθυπουργός, Λι Τσιάνγκ, ο οποίος συγκαταλέγεται στους πλέον έµπιστους συνεργάτες του προέδρου. Ο Λι αντιµετωπίζει πολλαπλές προκλήσεις, µεταξύ αυτών τη χαµηλή εµπιστοσύνη των καταναλωτών και τον χειρισµό του ιδιωτικού τοµέα (ο ίδιος, άλλωστε, υπήρξε ένας έµπειρος γραφειοκράτης στην οικονοµικά εύρωστη επαρχία της Σαγκάης), ο οποίος χειρισµός δυνητικά θα µπορούσε να εξισορροπήσει το γεγονός πως ο ιδιωτικός τοµέας στην Κίνα πλήττεται από συνεχείς ρυθµιστικές προκλήσεις, την ώρα που ο δηµόσιος απολαµβάνει τις σχέσεις µε τη διοίκηση. Το αν θα το πράξει, εκµεταλλευόµενος τη στενή σχέση του µε τον Σι, είναι άγνωστο. Στη σύντοµη, αναλογικά, οµιλία του (90 λεπτά, την ώρα που οι αντίστοιχες του προκατόχου του, Λι Κετσιάνγκ, ήταν δύο ώρες) αναφέρθηκε στο οικονοµικό ρεκόρ του στη Σαγκάη, υποσχόµενος «οι ιδιωτικές επιχειρήσεις να απολαµβάνουν ένα καλύτερο περιβάλλον και ευρύτερα επίπεδα ανάπτυξης», αλλά δεν άνοιξε περισσότερο τα χαρτιά του.

Ο δύσκολος οικονοµικός στόχος είναι η επίτευξη ρυθµού ανάπτυξης στο 5% του ΑΕΠ, µε δεδοµένο πως αυτήν τη στιγµή βρίσκεται στο 3%. Η αγορά ακινήτων, που, µαζί µε τον τοµέα των κατασκευών, αντιπροσωπεύει πάνω από το ένα τέταρτο του κινεζικού ΑΕΠ, παραµένει σε µαρασµό, αφού υπέστη πλήγµα όταν το Πεκίνο άρχισε να λαµβάνει µέτρα για να µειωθούν ο υπέρογκος δανεισµός και η αλµατωδώς αυξανόµενη κερδοσκοπία, το 2020.

Τα δυνατά του σημεία
 

Πάντως, παρότι ήταν µεταξύ των «φαβορί» για το αξίωµα, υποσκέλισε άλλους δύο υποψηφίους µε περισσότερα προσόντα, κυρίως όσον αφορά την εµπειρία στην κεντρική διοίκηση. Ο πρόεδρος Σι φρόντισε σε αυτόν τον ανασχηµατισµό να αναθέσει σε δικούς του ανθρώπους θέσεις-κλειδιά, κυρίως στη ∆ιαρκή Επιτροπή, κορυφαίο όργανο του κινεζικού µηχανισµού εξουσίας. «Αν χρειαζόταν κάποια απόδειξη πως η αφοσίωση υπερτερεί της αξιοκρατίας στην Κίνα του Σι Τζινπίνγκ, ιδού, η προαγωγή του Λι Tσιάνγκ τη δίνει», έκρινε ο Ρίτσαρντ ΜακΓκρέγκορ, αναλυτής του Ινστιτούτου Lowy, στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας. «Ο Λι είναι πιθανόν επαρκώς ικανός και µπορεί να αποδειχθεί καλός πρωθυπουργός, όµως είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς πώς έφθασε εδώ, αν δεν γνωρίζει (...) την εύνοια του Σι», πρόσθεσε.

Το αποφασιστικό στοιχείο αυτής της εύνοιας είναι πως υπήρξε προσωπάρχης του Σι Τζινπίνγκ από το 2004 έως το 2007, όταν ο σηµερινός αρχηγός του κράτους ήταν ακόµη γραµµατέας της τοπικής οργάνωσης του ΚΚΚ στην ανατολική επαρχία Τζετζιάνγκ. Σε ένα πρώτο δείγµα της εξωτερικής πολιτικής του, που δείχνει πλήρως εναρµονισµένη µε το στίγµα του προέδρου Σι, ο νέος πρωθυπουργός της Κίνας κατήγγειλε την πολιτική «περικύκλωσης» και «καταστολής» της χώρας του που εφαρµόζεται από τις ΗΠΑ, στον απόηχο των εντάσεων στην Ταϊβάν. «Αν συνεργαστούµε, µπορούµε να καταφέρουµε µεγάλα πράγµατα», σηµείωσε, συµπληρώνοντας πως «η περικύκλωση και η καταστολή δεν είναι λύση» και «δεν είναι προς το συµφέρον κανενός».

Παρέμεινε

Η Κίνα διατήρησε στη θέση του τον κυβερνήτη της Κεντρικής Λαϊκής Τράπεζας της Κίνας, Γι Γκανγκ, αλλά και τους Γουάνγκ Γουεντάο και Λιου Κουν, που παραµένουν, αντίστοιχα, υπουργοί Εµπορίου και Οικονοµικών. Οι τέσσερις αντιπρόεδροι της κυβέρνησης άλλαξαν και είναι ο Ντινγκ Σουεξιάνγκ, πρώην προσωπάρχης του Σι, ο Χε Λιφένγκ, ο νέος οικονοµικός «τσάρος» και πρώην επικεφαλής της ισχυρής NDRC, ο 58χρονος Ζανγκ Γκουοκίνγκ, που εργάστηκε επί 20ετία στην αµυντική βιοµηχανία, και ο Λιου Γκουοτζόνγκ, πρώην επικεφαλής του Κ.Κ. της επαρχίας καταγωγής του Σι, της Σαανξί.

Ο Σι άλλαξε, ακόµα, τους πέντε πολιτειακούς συµβούλους, που είναι υπό τους αντιπροέδρους, αλλά ανώτεροι των υπουργών. Είναι ο Λι Σανγκφού, που αναδεικνύεται και υπουργός Αµυνας, και ο Γουάνγκ Ξιαοχόνγκ, υπουργός ∆ηµόσιας Ασφάλειας (και πρώην επικεφαλής της Αστυνοµίας στην πόλη Φουτζού, όπου ο Σι ήταν τοπικός κοµµατάρχης στις αρχές της δεκαετίας του ’90). Επίσης, ο Γου Τζενγκλόνγκ, η -µόνη γυναίκα- Σεν Γικίν και ο 57χρονος -επίσης υπουργός Εξωτερικών- Κιν Γκανγκ, πρώην πρέσβης στις ΗΠΑ, µια σηµαίνουσα επιλογή.

Δημοσιεύτηκε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ στις 18/3