Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία αρχικά φαινόταν να κινητοποιεί τους συµµάχους των Ηνωµένων Πολιτειών στο ΝΑΤΟ και να τους ενθαρρύνει να αναλάβουν έναν πιο ενεργητικό ρόλο στην άµυνα της Ευρώπης. Ωστόσο, οι Αµερικανοί αναλυτές παρατήρησαν πρόσφατα ότι ο πόλεµος στην πραγµατικότητα φαίνεται να είχε το αντίθετο αποτέλεσµα: Μεγάλωσε η εξάρτηση της Ευρώπης από την Ουάσινγκτον

Ο Γάλλος πρόεδρος, Εµανουέλ Μακρόν, υπερασπίστηκε την αµυντική αυτονοµία της Ευρώπης τα τελευταία χρόνια, το ίδιο και ο Γερµανός καγκελάριος, Ολαφ Σολτς. Και οι δύο χώρες προχώρησαν προσεκτικά κατά τη διάρκεια του πολέµου της Ουκρανίας. Η Γερµανία έστειλε απρόθυµα άρµατα µάχης Leopard 2 έπειτα από παράλληλες κινήσεις των Ηνωµένων Πολιτειών και του Ηνωµένου Βασιλείου, ενώ ο Μακρόν επέµεινε ότι µια µεταπολεµική απόφαση πρέπει να περιλαµβάνει αναγνώριση των ρωσικών ανησυχιών για την ασφάλεια. Αυτό έχει απογοητεύσει ολοένα και περισσότερο τους ΝΑΤΟϊκούς συµµάχους της Ανατολικής Ευρώπης, όπως η Πολωνία και τα κράτη της Βαλτικής, η «σκληρή γραµµή» των οποίων απέναντι στη Ρωσία τούς έχει φέρει σε αντίθεση µε τους ∆υτικούς οµολόγους τους, καθιστώντας τους ακόµα πιο πρόθυµους να διατηρήσουν την παρουσία των ΗΠΑ στην Ευρώπη. Η πολιτική αυτή πηγάζει από τα δεινά που υπέστησαν κατά τη διάρκεια της σοβιετικής κατοχής και τα συναισθήµατα που τρέφουν απέναντι στον κοµµουνισµό. Αλλά η πιο συγκρατηµένη στάση της Γαλλίας και της Γερµανίας έναντι της Ρωσίας δεν βασίζεται στην αδιαφορία ή τη λιτότητα.

Τα προβλήµατα δηµιουργούνται λόγω της γεωγραφίας και της ιστορίας της Ευρώπης. Οι ∆υτικοευρωπαίοι και οι Ανατολικοευρωπαίοι έχουν βαθιά διαφορετική αντίληψη για την απειλή της Ρωσίας. Αυτό ουσιαστικά υποδηλώνει ότι η συµµαχία στη «γηραιά ήπειρο» δεν έχει σταθερές βάσεις. Ιστορικά, η Ανατολική Ευρώπη υπέστη την ατυχία να είναι µια ουδέτερη ζώνη µεταξύ της ∆υτικής Ευρώπης και της Ρωσίας, µια θέση στην οποία οι Ανατολικοευρωπαίοι δεν θέλουν να επιστρέψουν.,

Ασυμμετρία 

Αυτή η θεµελιώδης ασυµµετρία εισήχθη στη συµµαχία µε τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ για να συµπεριλάβει τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης από τη δεκαετία του 1990 και µετά. Πολλοί ΝΑΤΟϊκοί ειδικοί κατηγόρησαν τη Γαλλία και τη Γερµανία για το ότι δεν στήριξαν πιο επιθετικά την Ουκρανία και µείωσαν την αξιοπιστία τους στα µάτια της Ανατολικής Ευρώπης, που στράφηκε ακόµα περισσότερο στην Ουάσινγκτον για την ασφάλειά της.

Σύµφωνα µε αυτά τα επιχειρήµατα, η ∆υτική Ευρώπη θα έπρεπε να βρεθεί σε πολεµική εγρήγορση και να ηγηθεί κατά της Ρωσίας. Το γαλλικό επιτελείο, π.χ., βλέπει αυτούς τους ισχυρισµούς µε σκεπτικισµό. Πρώτον, η χαµηλή απόδοση του ρωσικού στρατού κάνει την απάντηση της Γαλλίας και της Γερµανίας να φαίνεται σχετικά ανάλογη. Επιπλέον, ενώ οι Ανατολικοευρωπαίοι πιθανότατα δεν θα ήθελαν τίποτα περισσότερο από την ισοπέδωση της Ρωσίας, εάν αυτό ήταν δυνατό, η Γαλλία και η Γερµανία αναγνωρίζουν ότι η Ρωσία θα είναι πάντα η ισχυρή δύναµη στην περιοχή και ότι η ειρηνική συνύπαρξη απαιτεί κάποιου είδους αµοιβαία προσαρµογή.

∆εύτερον, οι Ηνωµένες Πολιτείες δεν αναµένουν ότι τα υπερβολικά µέτρα στα οποία βασίζονται θα στηρίξουν την αξιοπιστία της εκτεταµένης αποτροπής. Ούτε οι Ανατολικοευρωπαίοι. Σύµφωνα µε συµβατικά επιχειρήµατα για µεγαλύτερο «καταµερισµό των βαρών» µεταξύ των συµµάχων, ο καλύτερος τρόπος για τις Ηνωµένες Πολιτείες είναι να ενθαρρύνουν τους συµµάχους να κάνουν περισσότερα για τη δική τους άµυνα και να επηρεάσουν τις αµερικανικές δυνάµεις ώστε να έχουν ακόµα µεγαλύτερο ρόλο στα ευρωπαϊκά πράγµατα. Το δίληµµα, βέβαια, για τις ΗΠΑ είναι προφανώς αντιφατικό.

Οπως είπε ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Άντονι Μπλίνκεν, σε µια διαπίστωσή του: «Αν κάνουµε περισσότερα, δίνουµε κίνητρα στους συµµάχους µας να κάνουν λιγότερα». Η εναλλακτική άποψη είναι ότι ο καλύτερος τρόπος να ενθαρρυνθούν οι πλούσιες και ικανές χώρες της ∆υτικής Ευρώπης να αναλάβουν µεγαλύτερη ευθύνη σε µια ευρωπαϊκή συµµαχία είναι να µειωθεί αργά, αλλά σταθερά, η αµερικανική συµβολή στην ασφάλεια της ηπείρου. Αυτό, σύµφωνα µε τον υπουργό Αµυνας των ΗΠΑ, Λόιντ Οστιν, δεν θα ήταν µεγαλύτερος «καταµερισµός βαρών», αλλά µάλλον «µετατόπιση βαρών». Ετσι, για να επιτευχθεί η λεγόµενη «ευρωπαϊκή ασφάλεια», θα πρέπει κράτη όπως η Γαλλία και η Γερµανία να ενεργούν αυτόνοµα, χωρίς την αµερικανική βοήθεια. Να αναπτύξουν τις ανεξάρτητες ικανότητες που κρίνουν απαραίτητες για το δικό τους περιβάλλον απειλής και να διαχειριστούν τις δικές τους συµµαχίες.

Η Πολωνία και τα κράτη της Βαλτικής προτιµούν την αµερικανική προστασία, αλλά πιθανότατα θα µπορούσαν να ελπίζουν και στη βοήθεια των πιο ισχυρών και πυρηνικά οπλισµένων ∆υτικών γειτόνων τους. Ωστόσο, κοινή αντίληψη είναι ότι κανένας πραγµατικά στο κατεστηµένο της αµερικανικής εξωτερικής πολιτικής δεν θέλει να παραιτηθεί από τη θέση των Ηνωµένων Πολιτειών στην κορυφή του τραπεζιού στο ΝΑΤΟ, το οποίο τοποθετεί την Ευρώπη στη σφαίρα επιρροής της Αµερική.

Δημοσιεύτηκε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ στις 24/3