Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν εγκαινίασε προχθές το Οικονομικό Κέντρο της Κωνσταντινούπολης και, συνεχίζοντας την προεκλογική ρητορική του για την Τουρκία που μεγαλουργεί, απέκρουσε τους ισχυρισμούς της αντιπολίτευσης για την αντιπολίτευση: «Λένε ότι έχει πρόβλημα η οικονομία. Όχι… Εμείς συνεχίζουμε την πορεία μας», είπε και προέβλεψε, μάλιστα, ότι η Κωνσταντινούπολη παίρνει πλέον τη θέση της στην παγκόσμια οικονομία δίπλα στη Νέα Υόρκη, στο Λονδίνο και τη Φρανκφούρτη. Με έναν πληθωρισμό να «τρέχει» πάνω από 70% σε ετήσια βάση επισήμως, αρκετά πιο ψηλά ανεπισήμως, η ακρίβεια είναι το επίδικο αυτών των εκλογών για τους Τούρκους ψηφοφόρους - και όχι η εξωτερική πολιτική, ούτε τα ελληνοτουρκικά, που σαφώς δεν απασχολούν στην παρούσα φάση τον μέσο πολίτη.

Θέμα χρόνου

Οι ψίθυροι ότι μετά τις 14 Μαΐου ή τις 28 Μαΐου, αν υπάρξει δεύτερος γύρος, η Τουρκία θα οδηγηθεί στην αγκαλιά του ΔΝΤ και ότι η ισοτιμία της λίρας έναντι του δολαρίου και του ευρώ συγκρατείται με τεχνητά μέσα και ότι μετά τις εκλογές θα κατρακυλήσει βοούν παντού, είναι στη γλώσσα κάθε πολίτη, ανεξαρτήτως της οικονομικής του κατάστασης. Το μεγαλύτερο χαρτονόμισμα στην Τουρκία είναι των 200 λιρών. Η αγοραστική του δύναμη, ωστόσο, μειώθηκε από το 2009 που πρωτοκυκλοφόρησε κατά 647%.

Το καλάθι του νοικοκυριού, που τότε γέμιζε με 200, σήμερα χρειάζεται 1.495 λίρες για να γεμίσει. Το 2017, ο Τούρκος καταναλωτής αγόραζε με 200 λίρες 4,5 κιλά κιμά, σήμερα παίρνει μόλις 716 γραμμάρια. Οι 200 λίρες αντιστοιχούσαν τότε σε 51 δολάρια ΗΠΑ, σήμερα μόλις σε 10 δολάρια. Το ίδιο και τα καύσιμα. Με 200 λίρες έβαζες στο ρεζερβουάρ 35 λίτρα βενζίνης, σήμερα, μετά δυσκολίας, αγοράζεις εννέα λίτρα.

Νέα χαρτονομίσματα

Η εφημερίδα «Cumhuriyet» της αντιπολίτευσης σημειώνει ότι η Κεντρική Τράπεζα τυπώνει συνεχώς νέα χαρτονομίσματα των 200 λιρών, ενώ παράλληλα διατηρεί αμετάβλητο τον όγκο των χαρτονομισμάτων χαμηλότερης αξίας, των 50 και 20 λιρών, που κυκλοφορούν. Υποστηρίζει, μάλιστα, ότι ενώ η συνήθης πρακτική ήταν να έρχεται από τη Γερμανία μία νταλίκα φορτωμένη με ειδικό εισαγόμενο χαρτί για τα χαρτονομίσματα, τους τελευταίους έξι μήνες καταφθάνουν στις εγκαταστάσεις της Κεντρικής Τράπεζας στην Άγκυρα τρεις νταλίκες την εβδομάδα.

Παράλληλα, ο υψηλός πληθωρισμός και η διολίσθηση της ισοτιμίας της τουρκικής λίρας δημιούργησαν μια νέα γενιά «κόκκινων» δανείων τον τελευταίο χρόνο. Από 27 δισ. λρες που ήταν πέρυσι, έφτασαν φέτος στα 32,5 δισ. λίρες, σημείωσαν δηλαδή αύξηση 83%, ενώ ο αριθμός των δανείων που αδυνατούν να εξυπηρετηθούν έφθασε στα 3.900.000. Το παράδοξο στην τουρκική οικονομία είναι ότι η διολίσθηση της ισοτιμίας της τουρκικής λίρας είναι μικρότερη σε σχέση με τον πληθωρισμό. Έτσι, ενώ η λίρα χάνει την αγοραστική της αξία στο εσωτερικό, ο «εξωτερικός πληθωρισμός» συγκρατείται -με τεχνητούς τρόπους- σε συγκριτικά χαμηλότερα επίπεδα, δηλαδή η τουρκική λίρα παραμένει πρακτικά υπερτιμημένη έναντι των ξένων νομισμάτων. Πρόκειται για μια πρακτική που δεν μπορεί να έχει συνέχεια, με ημερομηνία λήξης, όπως όλα δείχνουν, την επομένη των εκλογών, ώστε να επέλθει η ισορροπία.

Η ισοτιμία της λίρας έναντι του ευρώ κινείται σήμερα στα επίπεδα των 21 λιρών ανά ευρώ και αντίστοιχα το δολάριο «φλερτάρει» με τις 20 λίρες. Αναλυτές αλλά και ο απλός κόσμος στον δρόμο προβλέπουν ότι μετά τις εκλογές η τιμή ευρώ και δολαρίου θα φτάσει σύντομα τις 30 λίρες, ενώ οι πιο απαισιόδοξοι κάνουν λόγο για «βουτιά» έως και τις 45 λίρες. Την ίδια ώρα, πληθαίνουν οι φήμες ότι το ΔΝΤ καραδοκεί, αναμένοντας την προσφυγή της Τουρκίας μετά τις εκλογές. Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κατηγόρησε την αντιπολίτευση και τον ανθυποψήφιό του Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου ότι έχει ήδη συμφωνήσει με τους δυτικούς να βάλει την Τουρκία στο ΔΝΤ, σε περίπτωση που κερδίσει. «Το άτομο που σήμερα είναι εκπρόσωπος του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος και ο συνέταιρός του (υπονοεί τον πρώην υπουργό Οικονομικών, Αλί Μπαμπατζάν) έχουν κάνει συνεννοήσεις με το ΔΝΤ», ανέφερε.

Πληροφορίες, ωστόσο, το προηγούμενο διάστημα κυκλοφόρησαν στον αντιπολιτευόμενο Τύπο ότι και ο ίδιος ο Ερντογάν εξέτασε το ενδεχόμενο προσφυγής στο ΔΝΤ μετά τις εκλογές, με αφορμή τη συνάντησή του πριν από μερικές εβδομάδες με τον επιτυχημένο πρώην υπουργό Οικονομικών των κυβερνήσεών του, Μεχμέτ Σιμσέκ, που σήμερα εργάζεται ως υψηλόβαθμο στέλεχος οίκων αξιολόγησης στο Λονδίνο. Μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν σκληρό χτύπημα για τον Ερντογάν, που ευαγγελίζεται την οικονομική ανεξαρτησία της χώρας.

Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ στις 21/4