Στις κάλπες προσέρχονται αύριο 64 εκατομμύρια ψηφοφόροι στην Τουρκία, σε μία από τις πιο σημαντικές εκλογές παγκοσμίως φέτος, που όχι μόνο δοκιμάζουν τη συνοχή και τη σταθερότητα στο εσωτερικό της χώρας, αλλά θα διαμορφώσουν και τη διεθνή φυσιογνωμία, τον προσανατολισμό της και τις περιφερειακές ισορροπίες.

Ο νυν πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, διατηρεί την εξουσία του εδώ και 21 χρόνια, απειλείται όμως αυτή τη στιγμή όσο ποτέ στο παρελθόν από την αντιπολίτευση, καθώς δέχεται πλήγματα υπό το βάρος της οικονομικής δυσπραγίας και του τραγικού απολογισμού των φονικών σεισμών στα ανατολικά της χώρας.

Ομως ο πρόεδρος και το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) εξακολουθούν να απολαμβάνουν ισχυρή υποστήριξη μεταξύ μεγάλων τμημάτων εθνικιστών και θρησκευόμενων συντηρητικών.

Το γενικό αυτό περίγραμμα του προεκλογικού σκηνικού ήρθε να... εμβολίσει ένας αστάθμητος παράγοντας, η απόσυρση του προεδρικού υποψηφίου Μουχαρέμ Ιντζέ, υπό το βάρος απειλών ότι θα δημοσιευτεί «ροζ» βίντεο με εμπλοκή του ιδίου. Ο Ερντογάν κατηγόρησε τον αντίπαλό του, Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, για συνωμοσία εις βάρος του Ιντζέ και ο Κιλιτσντάρογλου «έδειξε» ότι οι Ρώσοι στήνουν επιχείρηση με fake news. Με τον χρόνο να είναι ελάχιστος έως τις κάλπες, ο κόσμος θα ψηφίσει με τις εντυπώσεις που δημιουργήθηκαν, ενώ οι ισορροπίες διαταράχθηκαν και οι όποιες προβλέψεις καθίστανται επισφαλείς.

Το τουρκικό εκλογικό σύστημα

Πώς λειτουργεί όμως το τουρκικό εκλογικό σύστημα και ποιες παγίδες κρύβει είτε για τον ίδιο τον Ερντογάν, που το δημιούργησε, είτε για τον αντίπαλό του, Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου; Το 2018, η Τουρκία πέρασε από το κοινοβουλευτικό σύστημα στο προεδρικό. Με το νέο σύστημα οι ψηφοφόροι εκλέγουν απευθείας τον πρόεδρο, ενώ δεν προβλέπεται μετά τη συνταγματική αναθεώρηση θέση πρωθυπουργού. Προεδρικές και βουλευτικές εκλογές γίνονται ταυτόχρονα. 


Ενας υποψήφιος χρειάζεται περισσότερες από τις μισές ψήφους των προεδρικών εκλογών για να νικήσει. Ωστόσο, εάν κανείς δεν εξασφαλίσει το 50%+1, οι δύο πρώτοι υποψήφιοι έρχονται αντιμέτωποι σε επαναληπτικό γύρο δύο εβδομάδες αργότερα. Οι ψηφοφόροι εκλέγουν επίσης τους 600 βουλευτές της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης μέσω ενισχυμένης αναλογικής εκπροσώπησης ανά περιφέρεια, βάσει του εκλογικού συστήματος D’Hondt, με 7% κατώτατο όριο σε επίπεδο επικράτειας προκειμένου τα κόμματα ή οι συνασπισμοί κομμάτων να εισέλθουν στο Κοινοβούλιο.

Το σύστημα αυτό, στην περίπτωση που ο εκλεγμένος πρόεδρος έχει συνδυαστικά και την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, επιτρέπει, όπως συνέβη στην περίπτωση Ερντογάν, την εγκαθίδρυση ενός συστήματος διακυβέρνησης που στηρίζεται στην «ενός ανδρός αρχή».

Τι γίνεται όμως αν κανένα κόμμα ή συμμαχία κομμάτων δεν εξασφαλίσει την πλειοψηφία; Το σενάριο αυτό είναι υπαρκτό για την επομένη της 14ης Μαΐου.

Σήμερα, η Συμμαχία του Λαού, δηλαδή η συνεργασία του Κόμματος Ανάπτυξης και Δικαιοσύνης (ΑΚΡ) του Ερντογάν και του Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης των «Γκρίζων Λύκων» υπό τον Ντεβλέτ Μπαχτσελί, διαθέτει πλειοψηφία 334 εδρών στην Εθνοσυνέλευση. Ενώ η αντίπαλη Συμμαχία του Εθνους, στην οποία συμμετέχει το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP) του Κιλιτσντάρογλου, έχει 174 έδρες. Για να φτάσει στην απόλυτη πλειοψηφία των 301 εδρών, θα πρέπει σχεδόν να διπλασιάσει τη δύναμή της, κάτι που δεν διαφαίνεται από τις δημοσκοπήσεις.

Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια κατάσταση που θα παρέλυε την κυβέρνηση και θα ανάγκαζε τις συμμαχίες κομμάτων στην Εθνοσυνέλευση να βρίσκονται σε συνεχή διάλογο για να ψηφίζονται οι νόμοι. Σε ένα φανταστικό ακραίο σενάριο, στο οποίο η Συμμαχία του Λαού του Ερντογάν θα έχει 260 έδρες, η Συμμαχία Εθνους επίσης 260 και η Συμμαχία Εργασίας και Ελευθερίας του φιλοκουρδικού HDP και των αριστερών κομμάτων 80 έδρες στην Εθνοσυνέλευση των 600 εδρών, τουλάχιστον δύο συμμαχίες θα πρέπει να συμφωνήσουν για την ψήφιση οποιουδήποτε νόμου.

Η Τουρκία όμως δεν έχει δημοκρατική παράδοση «συγκατοίκησης», όπως π.χ. συμβαίνει στη Γαλλία, και στο κλίμα της ακραίας πόλωσης στο οποίο διεξάγονται αυτές οι εκλογές γίνεται αντιληπτή η δυσκολία, αν όχι η αδυναμία, λειτουργίας ενός τέτοιου σχήματος. Σε αυτή την περίπτωση, δεν αποκλείεται να αρχίσουν «επιχειρήσεις προσέλκυσης» (ή εξαγοράς) βουλευτών ή ακόμα και ολόκληρων κομμάτων από τις αντίπαλες συμμαχίες.

Σε ένα άλλο, εφιαλτικό για την πολιτική σταθερότητα στη χώρα, σενάριο, είναι πιθανό ο εκλεγμένος πρόεδρος να μην εξασφαλίσει την πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση. Σε αυτή την περίπτωση, υπάρχει η επιλογή για τον πρόεδρο να χρησιμοποιεί το δικαίωμα που του δίνει το Σύνταγμα να εκδίδει διατάγματα σχεδόν για όλα τα θέματα, πλην εκείνων που άπτονται των θεμελιωδών και πολιτικών δικαιωμάτων. Η Εθνοσυνέλευση, βέβαια, έχει τη δυνατότητα να απαντά ψηφίζοντας διαφορετικούς νόμους και ουσιαστικά να ακυρώνει τα Προεδρικά Διατάγματα.

Το Σύνταγμα προβλέπει ότι, «σε περίπτωση που υπάρχουν διαφορετικές διατάξεις στο Προεδρικό Διάταγμα και στους νόμους, εφαρμόζονται οι διατάξεις του νόμου». Από την πλευρά του, ο πρόεδρος έχει την εξουσία να ασκεί βέτο στους νόμους που εγκρίθηκαν από τη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Τουρκίας ή να τους παραπέμπει στο Συνταγματικό Δικαστήριο.

Η αναθεώρηση

Οσον αφορά στην αναθεώρηση του Συντάγματος, που υποσχέθηκε ο Κιλιτσντάρογλου για την κατάργηση του προεδρικού συστήματος και την επιστροφή σε ενισχυμένο κοινοβουλευτικό σύστημα, απαιτείται η θετική ψήφος 360 βουλευτών. Αυτό σημαίνει ότι, ακόμα κι αν χάσει τις εκλογές ο Ερντογάν, ανάλογα με την κατανομή των εδρών στην Εθνοσυνέλευση, θα μπορεί να εμποδίζει τη μετάβαση στο κοινοβουλευτικό σύστημα.

Αν μάλιστα ο Κιλιτσντάρογλου δεν διαθέτει ούτε την απόλυτη πλειοψηφία των 301 εδρών, θα υποχρεωθεί και να υπηρετεί το προεδρικό σύστημα και να διοικεί τη χώρα με Προεδρικά Διατάγματα, θα αναγκαστεί να εφαρμόσει δηλαδή πλήρως το σύστημα που εγκαθίδρυσε ο Ερντογάν και για το οποίο τον κατηγορούσε για απολυταρχία. Υπάρχει βέβαια πάντα η δυνατότητα της νέας προσφυγής στις κάλπες, σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, και αυτό επίσης είναι ένα σενάριο που ψιθυρίζεται από αναλυτές με τους οποίους συνομίλησαν τα «Π», είτε με τον Ερντογάν νικητή είτε με τον Κιλιτσντάρογλου. Για την περίπτωση του δεύτερου, μάλιστα, δεν πρέπει να διαφεύγει την προσοχή ότι η συμμαχία των έξι κομμάτων της αντιπολίτευσης είναι ένα ετερόκλητο σχήμα και το μόνο που εξασφαλίζει τη συνοχή του είναι ο στόχος της απομάκρυνσης του Ερντογάν από την εξουσία. Αν επιτευχθεί αυτός, θα προκύψει η ανάγκη ανανέωσης των εκλογών, για να μπορέσει να λύσει τα χέρια του ο νέος πρόεδρος.

Κάλπες, άλλωστε, θα στηθούν ούτως ή άλλως σε λιγότερο από έναν χρόνο, τον Μάρτιο του 2024, για τις τοπικές εκλογές, και τα κόμματα κάνουν τους υπολογισμούς τους και με αυτή την προοπτική.

To τζίνι βγήκε από το μπουκάλι στην Τουρκία

Ανεξαρτήτως του ποιος θα είναι ο νικητής των αυριανών εκλογών στην Τουρκία -ο νυν πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ή ο αντίπαλός του, Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου-, κοινή είναι η εκτίμηση με όσους συνομιλήσαμε στην Τουρκία ότι το... «τζίνι βγήκε ήδη από το μπουκάλι».

Ακόμα κι αν παραμείνει πρόεδρος ο Ερντογάν, η Τουρκία που θα έχει να κυβερνήσει, οι εσωτερικές ισορροπίες, η συνοχή, ο διεθνής προσανατολισμός της και κυρίως οι οικονομικές συνθήκες διαφέρουν ριζικά από την Τουρκία που ο ίδιος διαμόρφωσε, ως απόλυτος κυρίαρχος του πολιτικού συστήματος επί μία εικοσαετία και με σιδηρά πυγμή μετά το πραξικόπημα του 2016.

Ο πρόεδρος που θα προκύψει από τις εκλογές θα παραλάβει μια διαφορετική Τουρκία. Μια Τουρκία βαθιά τραυματισμένη από τους σεισμούς, με σοβαρά οικονομικά προβλήματα, με μια αξιόλογη παραγωγική βάση, αλλά με δυσοίωνους οικονομικούς δείκτες, σοβαρά προβλήματα στην εξωτερική πολιτική, εκατομμύρια νέους να διψούν για ελευθερίες, μια κοινωνία διχασμένη υπό το βάρος του συντηρητικού μοντέλου Ερντογάν, όπως διαμορφώθηκε στα 21 χρόνια εξουσίας του, και με μια αντιπολίτευ- ση που αδυνατεί να αρθρώσει ισχυρή εναλλακτική πρόταση και που το μόνο που την ένωσε στην παρούσα συγκυρία είναι η απομάκρυνση του Ερντογάν από την εξουσία.

Επιλογή 

Η αυριανή ψήφος στην Τουρκία είναι παράλληλα επιλογή για τον μελλοντικό προσανατολισμό της χώρας και τη φυσιογνωμία της, που αμφιταλαντεύεται -συνθλίβεται, για την ακρίβεια- μεταξύ Ανατολής και Δύσης, που δεν είναι τίποτα άλλο από το πρόβλημα ταυτότητας που κυριαρχεί σε αυτή τη γεωγραφική περιοχή από την εποχή που πρωτοεμφανίστηκαν οι Οθωμανοί: Οι συντηρητικοί του Ερντογάν, από τη μια πλευρά, με το βλέμμα στην Ανατολή, το οθωμανικό παρελθόν και τις ισλαμικές αξίες, και ένας αναγεννημένος κεμαλισμός, από την άλλη, με ένα εμφανές άγχος να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες, λίγο πιο δημοκρατικός, με την επιθυμία να αποβάλει από πάνω του τη σκιά των στρατιωτικών πραξικοπημάτων, προσηλωμένος στη Δύση και λίγο πιο ανεκτικός απέναντι στους θρησκευόμενους πολίτες σε σχέση με το παρελθόν, αλλά εξίσου εθνικιστικός σε σχέση με τους Νεότουρκους προγόνους του.

Τα χρόνια της εξουσίας Ερντογάν αφήνουν μια βαριά πολιτική κληρονομιά, συνονθύλευμα λαϊκισμού, εθνικισμού και ισλαμισμού, που, αν δεν συνεχίσει να τη μεγαλώνει ο Ερντογάν ως ο νικητής των εκλογών, θα αποτελεί βαρίδι σε κάθε στρατηγική απόφαση που θα κληθεί να λάβει ο Κιλιτσντάρογλου, αν αυτός είναι ο νικητής.

Το πρόβλημα της οικονομίας

Το βασικό πρόβλημα πάντως της επόμενης ημέρας είναι αδιαμφισβήτητα η οικονομία. Ο Κιλιτσντάρογλου υπόσχεται ότι θα φέρει πίσω από το εξωτερικό τα κλεμμένα, ότι έχει εξασφαλίσει 300 δισ. δολάρια δανεισμό και ότι θα κάνει απογραφή, που από τη διεθνή -και ελληνική- εμπειρία γνωρίζουμε ότι είναι ο προθάλαμος του ΔΝΤ. Κοινή εκτίμηση των οικονομικών αναλυτών είναι ότι το ΔΝΤ πε- ριμένει έξω από την πόρτα της Τουρκίας.

Αν παραμείνει ο Ερντογάν, η πόρτα αυτή δύσκολα θα ανοίξει.
Ο Τούρκος πρόεδρος ήταν εκείνος που έκλεισε τους λογαριασμούς με το ΔΝΤ το 2013, γεγονός το οποίο υπενθύμιζε σε κάθε προεκλογική συγκέντρωσή του. Αν όχι όμως το ΔΝΤ, τότε τι; Οι παραγωγικές δυνατότητες της Τουρκίας, απαντά ο Ερντογάν. Σε πολιτικό επίπεδο, η Τουρκία, την επόμενη ημέρα, θα έχει να αντιμετωπίσει είτε την ανατροπή της εξουσίας Ερντογάν, που άπλωσε τα πλοκάμια της σε κάθε θεσμική και κοινωνική δομή, είτε τη συνέχιση της εξουσίας αυτής, που, ούσα ήδη «τραυματισμένη», το πιθανότερο είναι να γίνει πιο επιθετική.

Δημοσιεύθηκε στα Παραπολιτικά