Η εταιρεία κατασκευής τσιπ εγκεφάλου του Έλον Μασκ θα αρχίσει σύντομα να δοκιμάζει τα αμφιλεγόμενα εμφυτεύματα της σε ανθρώπους, αφού το Μάιο έλαβε την σχετική έγκριση από τον Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (FDA).

Η Neuralink αναζητά τώρα άτομα με παράλυση λόγω τραυματισμού του αυχενικού νωτιαίου μυελού ή αμυοτροφικής πλευρικής σκλήρυνσης για να δοκιμάσει την πειραματική της συσκευή ως μέρος μιας εξαετούς μελέτης, κατά την οποία θα αξιολογηθούν τόσο η ασφάλεια όσο και η λειτουργικότητά της.

Ωστόσο δεν έχει γίνει γνωστό πόσοι συμμετέχοντες θα εγγραφούν στη δοκιμή ούτε αν θα πληρωθούν.

Η μελέτη θα χρησιμοποιήσει ένα ρομπότ για να τοποθετήσει χειρουργικά ένα εμφύτευμα διεπαφής εγκεφάλου-υπολογιστή (BCI) σε μέγεθος νομίσματος σε μια περιοχή του εγκεφάλου που ελέγχει την κίνηση, πρόσθεσε η Neuralink.

Τα τσιπ είναι σχεδιασμένα για να ερμηνεύουν τα σήματα που παράγονται στον εγκέφαλο και να μεταδίδουν πληροφορίες σε συσκευές μέσω Bluetooth, με στόχο να επιτρέπουν σε έναν συμμετέχοντα να ελέγχει έναν κέρσορα υπολογιστή ή ένα πληκτρολόγιο χρησιμοποιώντας μόνο τις σκέψεις του.

Ωστόσο, δεν πρόκειται για εντελώς πρωτοποριακό εγχείρημα, όπως διευκρίνισε στην εκπομπή της ΕΡΤ PRIME και στον Ηλία Σιακαντάρη ο καθηγητής Νευροχειρουργικής Δαμιανός Σακάς. «Επεμβάσεις εμφυτευμάτων στον εγκέφαλο, τα οποία ανιχνεύουν την πρόθεση της κίνησης και τελικώς την κωδικοποιούν και τη μεταφέρουν στην οθόνη ενός υπολογιστή, έχουν γίνει και από άλλες ομάδες και ιδιαίτερα από μία ομάδα στην Αμερική στις αρχές της δεκαετίας του 2000, της οποίας ηγείτο ο Τζον Ντόναχιου» υποστήριξε.

Πρέπει να σημειωθεί ότι η εταιρεία είχε δυσκολευτεί να εξασφαλίσει τις σχετικές εγκρίσεις, λόγω θεμάτων ασφαλείας. Τα κύρια ζητήματα αφορούσαν την μπαταρία λιθίου της συσκευής, την πιθανότητα τα καλώδια του εμφυτεύματος να μεταναστεύσουν μέσα στον εγκέφαλο και την πρόκληση της ασφαλούς εξαγωγής της συσκευής χωρίς να καταστραφεί ο εγκεφαλικός ιστός. Ο FDA έδωσε αργότερα την έγκρισή του τον Μάιο, αλλά δεν αποκάλυψε πώς επιλύθηκαν οι αρχικές ανησυχίες του.

Τα εμφυτεύματα θα μπορούν να αντιμετωπίζουν καταστάσεις όπως η παράλυση και η τύφλωση, ενώ ο δισεκατομμυριούχος ισχυρίζεται ότι η εμφύτευση της συσκευής σε διαφορετικές περιοχές του εγκεφάλου μπορεί να βοηθήσει στη θεραπεία παθήσεων όπως η παχυσαρκία, ο αυτισμός, η κατάθλιψη και η σχιζοφρένεια.

Ωστόσο, ακόμη και αν η συσκευή BCI αποδειχθεί ασφαλής για ανθρώπινη χρήση, θα χρειαζόταν δυνητικά περισσότερο από μια δεκαετία για να εξασφαλίσει η Neuralink άδεια για την κυκλοφορία της στην αγορά, προειδοποίησαν οι ειδικοί.

Επιπλέον, ο κ. Σακάς επισημαίνει το πρόβλημα των συσκευών αυτών, που είναι η η μονιμότητα της λειτουργίας της σύνδεσης. «Από τη στιγμή που θα μπει αυτό το ειδικό ηλεκτρόδιο, σε κάποιο χρονικό διάστημα θα γίνουν μεταβολές στον εγκέφαλο και η συνδεσιμότητα δεν θα είναι τόσο καλή, δεν θα ανιχνεύει τόσο καλά την πρόθεση της κίνησης ώστε να τη μετατρέψει σε κίνηση στον υπολογιστή ή σε κίνηση ενός ρομποτικού βραχίονα. Για να δώσουμε στον ασθενή αυτονομία θα πρέπει να υπάρχει μια περαιτέρω σύνδεση που η πρόθεση που ανιχνεύεται στον εγκέφαλο, η πρόθεση για παράδειγμα, να σηκώσει ένα ποτήρι νερό, να μεταφέρεται στους μύες του χεριού ή σε ένα ρομποτικό χέρι και αυτό τελικώς να εκτελεί την κίνηση. Αλλά αυτού του είδους το σχέδιο απαιτεί πολύ εξελιγμένη γνώση της συνδεσιμότητας του νευρικού συστήματος, την οποία αν δεν έχουμε. Αντίθετα, υπάρχουν πολλές άλλες ερευνητικές ομάδες που εργάζονται σε παρόμοια βάση, αλλά με συσκευές πιο αδρής συνδεσιμότητας και έχουν σημαντικά αποτελέσματα. Και σε αυτό το επίπεδο της πιο αδρής συνδεσιμότητας, έχει αρχίσει να γίνεται εργασία και στην Ελλάδα και έχουμε ήδη την πρώτη ασθενή με βαριά παραπληγία, δηλαδή αδυναμία σοβαρή στα κάτω άκρα, η οποία με χρήση διεγέρτη νωτιαίου μυελού επέτυχε αυτή τη στιγμή να μπορεί να βαδίσει χωρίς νάρθηκες με χρήση μόνο του περιπατητήρα. Διεθνώς έχουν δημοσιευθεί πάνω από 200 εργασίες για τη βλάβη του νωτιαίου μυελού και για το πώς μπορεί να βελτιωθεί η παραπληγία με εμφυτεύματα στο νωτιαίο μυελό. Είναι δηλαδή κάτι το οποίο πλέον έχει γίνει διεθνώς αποδεκτό» κατέληξε.