Όταν τον Ιούνιο του 1992 η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου εξέλεγε παμψηφεί Αρχιεπίσκοπο Τιράνων και πάσης Αλβανίας τον μέχρι τότε Πατριαρχικό Έξαρχο και Μητροπολίτη Ανδρούσης, Αναστάσιο μετά από πρόταση του νέου τότε Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου, κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει ότι οι σχέσεις των δύο ιεραρχών θα βρίσκονται επί ξυρού ακμής μετά από 31 χρόνια.

Η διάσταση μεταξύ Φαναρίου και Τιράνων, όπως διαπιστώνεται από το 2019 μέχρι και σήμερα, εντείνει τους προβληματισμούς που διατυπώνονται εντός εκκλησιαστικών κύκλων με φόντο την αυτοκεφαλία της Ουκρανικής Εκκλησίας και τη δράση της Ρωσικής Εκκλησίας στο παρασκήνιο.

Η διάσταση μεταξύ Οικουμενικού Πατριαρχείου και Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Αλβανίας διαφάνηκε ήδη από τις αρχές του 2019 και μετά την επίδοση του τόμου αυτοκεφαλίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας από το Φανάρι. Κατά τη διάρκεια τους έτους που ακολούθησε, το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και η Εκκλησία της Ελλάδος αναγνώρισαν το ουκρανικό αυτοκέφαλο, εντάσσοντας στα δίπτυχα τον Μητροπολίτη Κιέβου και προκαθήμενο της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας, Επιφάνιο.

Παρατηρητές των διεκκλησιαστικών σχέσεων εξέφραζαν τότε τον φόβο ότι οι αυτοκέφαλες Εκκλησίες της Αλβανίας και της Κύπρου δεν πρόκειται να προχωρήσουν σε ανάλογη αναγνώριση υπό την πίεση του Πατριαρχείου Μόσχας το οποίο είχε διακόψει την ευχαριστιακή κοινωνία με Κωνσταντινούπολη, Αλεξάνδρεια και Αθήνα.

Για την Κύπρο, οι φόβοι δεν επιβεβαιώθηκαν παρά τις εσωτερικές αντιδράσεις μητροπολιτών και την πολυπληθή παρουσία ρωσόφωνου ποιμνίου στη Μεγαλόνησο. Δεν συνέβη το ίδιο και με την Εκκλησία της Αλβανίας όμως.

Με κείμενο που αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα της Αρχιεπισκοπής Αλβανίας και επιστολή που εστάλη στον Οικουμενικό Πατριάρχη και στους Προκαθήμενους των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών στις 20 Νοεμβρίου διατύπωνε τις ενστάσεις του για την επίδοση του τόμου αυτοκεφαλίας και τα αποτελέσματα στις σχέσεις μεταξύ των ορθόδοξων Εκκλησιών. Πρόκρινε δε τη σύγκληση Πανορθόδοξης Συνόδου με βασικό επιχείρημα την «αρχή της Συνοδικότητος, στην οποία έχει στηριχθεί διαχρονικά η πορεία της Ορθοδόξου Εκκλησίας» όπως επισήμαινε χαρακτηριστικά.

Η επέλαση της πανδημίας του κορονοϊού επέβαλε «σιγή ασυρμάτου» η οποία διεκόπη από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και το ξέσπασμα του πολέμου που μαίνεται μέχρι σήμερα. Διεθνείς αναλυτές υπογράμμιζαν τότε ότι η σφοδρή αντίδραση του Πατριαρχείου Μόσχας στην αυτοκεφαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας ήταν το «τροχιοδεικτικό βλήμα» που έδειχνε την πορεία σύγκρουσης.

Η στάση της Εκκλησίας της Αλβανίας αναφορικά με την ουκρανική αυτοκεφαλία δεν άλλαξε παρά τη σταδιακή απομόνωση της Ρωσικής Εκκλησίας η οποία ήταν υποστηρικτική στον πόλεμο. Αντιθέτως συνέχισε την κριτική στο Οικουμενικό Πατριαρχείο για την επίδοση του τόμου Αυτοκεφαλίας. Ενδεικτική ήταν η ανακοίνωση με αφορμή μια μεταπτυχιακή εργασία του Αρχιγραμματέα του Οικουμενικού Πατριαρχείου με θέμα «Περί της Θεραπείας του εν Ουκρανία εκκλησιαστικού ζητήματος υπό της Μητρός Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως (Το ζήτημα των χειροτονιών)». Η Εκκλησία της Αλβανίας τόνιζε πως η χορήγηση του Ουκρανικού Αυτοκεφάλου δεν έφερε ούτε ειρήνη, ούτε ενότητα, επαναδιατυπώνοντας την ανάγκη να συγκληθεί μια Πανορθόδοξη Σύναξη.

Το χάσμα μεταξύ των δύο Εκκλησιών έγινε ακόμα πιο σαφές το καλοκαίρι του 2023. Αφορμή στάθηκαν ένα άρθρο και όσα συμβαίνουν στο μοναστικό συγκρότημα της Λαύρας των Σπηλαίων στο Κίεβο τους τελευταίους μήνες με την ουκρανική κυβέρνηση να επιχειρεί την εκδίωξη μοναχών που πρόσκεινται στη ρωσόφιλη Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία. Σύμφωνα με εκκλησιαστικούς παράγοντες, οι αναφορές στην επιστολή του κκ Αναστάσιου για «θηριωδίες κατά του ευσεβούς ορθόδοξου Ιερού κλήρου, του ευσεβούς λαού» και η υπεράσπιση του Μητροπολίτη Ιωνάθαν ερμηνεύθηκαν ως έμμεση συμφωνία με τη ρητορική που αναπτύσσει η Ρωσική Εκκλησία εναντίον της Ουκρανίας.

Αποκορύφωμα ήταν άρθρο που δημοσίευσε στα αγγλικά ο αγιογράφος Ηλίας Δαμιανάκης, Άρχων του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Στο εν λόγω άρθρο που προκάλεσε την έντονη αντίδραση της Αρχιεπισκοπής Αλβανίας υποστηριζόταν ότι «κατά την ανασύσταση της Ορθόδοξου Αυτοκέφαλου Εκκλησίας της Αλβανίας με προσπάθειες διεθνών ολιγαρχών ανεγέρθηκαν ή αποκαταστάθηκαν πάνω από 250 εκκλησίες» δείχνοντας με τον τρόπο αυτό στην κατεύθυνση της Ρωσίας και υπονοώντας, όπως τόνιζαν εκκλησιαστικές πηγές ότι η αλβανική Εκκλησία τελεί υπό τη σφαίρα επιρροής του Πατριαρχείου Μόσχας. Η Εκκλησία της Αλβανίας απάντησε με δύο ανακοινώσεις στο δημοσίευμα αναφέροντας ότι «δεν τελεί υπό την επήρεια της Ρωσικής ή άλλης Εκκλησίας και δεν δέχεται κανενός είδους εξωτερική κηδεμονία».

Λίγες ημέρες νωρίτερα ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος είχε βάλει απαντήσει αρνητικά στο αίτημα για Πανορθόδοξη Σύνοδο κατά την εορτή της Ινδίκτου. «Δεν θα συγκαλέσουμε ούτε την Πανορθόδοξη Σύνοδο, ούτε Σύνοδο Προκαθημένων, διότι δεν έχουμε σκοπό να υποβάλουμε τις αποφάσεις και τις πρωτοβουλίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην κρίση της νέας εκκλησιολογίας» ανέφερε στην ομιλία του ο Οικουμενικός Πατριάρχης κλείνοντας έτσι την πόρτα σε αίτημα που θεωρήθηκε κοινό για Εκκλησία της Αλβανίας και Πατριαρχείο Μόσχας.