Το χθεσινό τηλεφώνημα του προέδρου της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, με τον Ρώσο ομόλογό του, Βλαντίμιρ Πούτιν, με στόχο να φιλοξενηθούν στην Κωνσταντινούπολη οι διαπραγματεύσεις για τη λήξη του πολέμου στην Ουκρανία, μοιραία «αγγίζει» (και) την Ελλάδα. Η ενεργή εμπλοκή της Τουρκίας στις διαπραγματεύσεις μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας δεν αποτελεί μόνο μια διπλωματική ευκαιρία για την Άγκυρα, αλλά και μια εξέλιξη με σοβαρές γεωπολιτικές συνέπειες για τη χώρα μας.

Διαβάστε: Ερντογάν σε Πούτιν: Σας περιμένουμε στην Κωνσταντινούπολη για διαπραγματεύσεις με την Ουκρανία



Ο ρόλος-κλειδί της Τουρκίας στον πόλεμο στην Ουκρανία

Ομολογουμένως, ήδη από την έναρξη του πολέμου, η Τουρκία είχε κατορθώσει να διατηρήσει μια ιδιαίτερη διπλωματική ισορροπία. Μολονότι ανήκει στη ΝΑΤΟϊκή οικογένεια, στηρίζοντας μάλιστα την Ουκρανία με στρατιωτικό εξοπλισμό (drones Bayraktar), δεν έχει επιβάλει κυρώσεις στη Ρωσία. Καθ’ όλη τη διάρκεια των τριών ετών του αιματηρού πολέμου, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κρατούσε ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας με το Κρεμλίνο. Η δε προσωπική του σχέση με τον Βλαντίμιρ Πούτιν εξασφάλιζε (και εξασφαλίζει) στην Τουρκία τη στρατηγική θέση του ενδιάμεσου παίκτη και ρόλο-κλειδί στις διεθνείς εξελίξεις, παρουσιάζοντάς την ως «ειρηνοποιό». Η συμφωνία για τις εξαγωγές σιτηρών μέσω της Μαύρης Θάλασσας, που επετεύχθη με τουρκική διαμεσολάβηση, ενίσχυσε περαιτέρω την εικόνα της Άγκυρας ως ρυθμιστή ασφάλειας.

Αυτό το διπλωματικό κεφάλαιο, λοιπόν, η Τουρκία ανά περιόδους το αξιοποιεί για να εξισορροπήσει άλλες εντάσεις -που η ίδια προκαλεί- με δυτικά κράτη. Εξ ου και χθες ο Ταγίπ Ερντογάν ακολούθησε τη γνωστή τακτική του και απηύθυνε πρόσκληση για συνομιλίες στην Κωνσταντινούπολη. «Άλλο που δεν ήθελε», λένε χαρακτηριστικά αναλυτές διεθνών σχέσεων στο parapolitika.gr.



Ο προβληματισμός στην Αθήνα για το διπλωματικό παιχνίδι του Ερντογάν

Για την Ελλάδα αυτή η αναβάθμιση του τουρκικού ρόλου εγκυμονεί κινδύνους. Ένα από τα βασικά στρατηγικά πλεονεκτήματα της χώρας μας τα προηγούμενα χρόνια ήταν η δυσπιστία της διεθνούς κοινότητας απέναντι στην αφερέγγυα και προκλητική τουρκική εξωτερική πολιτική. Έτσι «κοβόταν» η γείτονα από αμερικανικά εξοπλιστικά προγράμματα, έτσι απομακρυνόταν από το κατώφλι της ΕΕ. Πλέον, όμως, η Τουρκία επιχειρεί να επανασυστήσει τον εαυτό της, να (αυτο)παρουσιαστεί ως περιφερειακός ειρηνοποιός. Αν αυτή η εικόνα παγιωθεί, ενδέχεται να περιοριστεί το περιθώριο ελιγμών της ελληνικής διπλωματίας σε κρίσιμα που «καίνε» την Αθήνα και τη Λευκωσία. Κοινώς η Άγκυρα, ούσα ενδυναμωμένη από τον ρόλο της στον ρωσο-ουκρανικό διάλογο, θα κερδίσει πόντους τόσο στο μυαλό των Ευρωπαίων όσο και στο μυαλό του Ντόναλντ Τραμπ.



"Η ελληνική εξωτερική πολιτική δεν ετεροκαθορίζεται"

Η Ελλάδα καλείται να απαντήσει με έξυπνη και πολυ-επίπεδη στρατηγική. Διπλωματικοί κύκλοι, πάντως, τονίζουν ότι «η εξωτερική πολιτική της χώρας μας δεν ετεροκαθορίζεται». Η αλήθεια είναι ότι με συνέπεια και καλά υπολογισμένα βήματα η Ελλάδα έχει αποδείξει ότι αποτελεί πυλώνα σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο. Η εμβάθυνση των αμυντικών μας σχέσεων με τις ΗΠΑ, η ενίσχυση της συνεργασίας μας με τη Γαλλία και η διακριτική, αλλά διαρκή παρουσία σε Βαλκάνια, Μέση Ανατολή και Ανατολική Μεσόγειο αποτελούν κρίσιμα αντίβαρα. Σύμφωνα με πληροφορίες, η Ελλάδα τόσο στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, την Προεδρία του οποίου ανέλαβε την 1η Μαΐου, όσο και σε διεθνή φόρα, θα συνεχίσει να υπενθυμίζει στους συμμάχους της ότι η Τουρκία... θέλει προσοχή. Δεν επιτρέπεται εφησυχασμός. Καθώς, πίσω από την ήπια ρητορική και τους ειρηνευτικούς ύμνους, εξακολουθεί να βρίσκεται μια χώρα που αμφισβητεί κυριαρχικά δικαιώματα άλλων κρατών, που τα απειλεί με πόλεμο (casus belli) αν ασκήσουν τα νόμιμα δικαιώματά τους και που διατηρεί στρατό κατοχής σε έδαφος κράτους-μέλους της ΕΕ.