Καμία πολιτική σκηνή στη δυτική Ευρώπη δεν πλησιάζει καν σε περιπλοκότητα και δυσκολία την ιταλική: Το ιταλικό πολιτικό σύστημα κάθε τόσο καταρρέει και αναγεννάται ενώ όλα μένουν -με κάποιον μαγικό τρόπο- ίδια, το πολιτικό χάος είναι ο κανόνας αλλά η χώρα συνεχίζει να λειτουργεί σχεδόν αδιαφορώντας, σε κάθε εκλογική μάχη οι αντίπαλοι διεξάγουν έναν αγώνα απίστευτων πολεμικών τόνων και μετά συνεργάζονται για το «καλό της χερσονήσου» -τα προβλήματα της οποίας κακοφορμίζουν. Όλοι βασίζονται στον αρχαίο νόμο ότι η Ρώμη ξέρει να «λυγίζει» τα πολιτικά δεδομένα ώστε στο τέλος να βγαίνει μία άκρη μέχρι την επόμενη κρίση. 

Μετά τις εκλογές του Μαρτίου, φαίνεται πως η Ρώμη θα χρειαστεί πάλι να αξιοποιήσει στο έπακρο αυτήν την ικανότητά της. Αυτοδυναμία δεν εμφανίζεται να έχει κανένα κόμμα, πρώτο στις δημοσκοπήσεις είναι το άκαπνο σε διακυβέρνηση «Κίνημα Πέντε Αστέρων» (M5S), ακολουθεί το Δημοκρατικό Κόμμα (PD) και μετά ένα κατακερματισμένο πεδίο της παραδοσιακής δεξιάς.

Σε αυτό το πολιτικό οικοσύστημα, ένα πρόσωπο κανονικά δεν θα έπρεπε να έχει θέση -αλλά κανείς δεν εκπλήσσεται πραγματικά που όχι μόνο έχει θέση, αλλά μπορεί να καταλήξει ακόμη και να παίξει κεντρικό ρόλο: Ο πολύ σκληρός για να πεθάνει Σίλβιο Μπερλουσκόνι -που, έχοντας αφήσει το «Καβαλιέρε», πλέον αυτοσυστήνεται ως «ο παππούς» (nonno)- το κόμμα του οποίου εμφανίζεται στο 16%. 

Μοιάζει χαμηλό ποσοστό, αλλά από αρκετές απόψεις είναι πάρα πολύ: Πολύ, επειδή η Ιταλία νόμιζε ότι είχε ξεμπερδέψει με τον Μπερλουσκόνι στην αρχή της ευρω-κρίσης. Πολύ, επειδή κανονικά ο 81χρονος πολιτικός (που πρόσφατα υποβλήθηκε και σε εγχείριση καρδιάς) δεν θα έπρεπε να είχε τις δυνάμεις να τρέξει στον πολιτικό στίβο. Πολύ, επειδή έχει φθαρεί από τόσα -τις «ύποπτες» διασυνδέσεις του και τις υποθέσεις που τον βαραίνουν, το ότι για πολλούς είναι συνώνυμο της άσχημης πλευράς αυτού που λέγεται ιταλικό «κατεστημένο»- πολύ γιατί παραμένει πολιτικός παλιάς, «τηλεοπτικής», κοπής. Πολύ, γιατί ουσιαστικά δεν υπάρχει «κόμμα του» - υπάρχει μόνο ο ίδιος, και (χαρακτηριστικό ανθρώπου που δεν πίστεψε ποτέ στο τέλος του) έχει αποφύγει επιμελώς να χρίσει διάδοχο. 

Όμως ο Μπερλουσκόνι αποδεικνύει ακόμη και σήμερα ότι συνδυάζει πολλές πτυχές ιστορικών πολιτικών προσωπικοτήτων που έχει βγάλει η ιταλική χερσόνησος από την αρχαιότητα: Όσο κι αν με τα μπούνγκα-μπούνγκα του μπορεί να θύμιζε Καλιγούλα, τόσο έχει φροντίσει εσχάτως να καλλιεργήσει την εικόνα του «σοφού παλαίμαχου πολιτικού» α λα Κικέρωνα, όσο έχει αξιοποιήσει τις συμβουλές του Μακιαβέλι, άλλο τόσο έχει φροντίσει να χτίσει έναν μύθο γύρω από το όνομά του όπως ο Καβούρ. 

Το ερώτημα του τι έχει να προσφέρει ο Μπερλουσκόνι στην Ιταλία του 2018 απαντάται μόνο αν αντιστραφεί: Σε μία εποχή που η υπόλοιπη ιταλική πολιτική μοιάζει ένα καρουζέλ προσωπικοτήτων που έρχονται και φεύγουν, σε μία Ιταλία που ζητά ανανέωση αλλά κάθε νέο φαίνεται (είτε λέγεται Ρέντσι είτε M5S με την περίπτωση της δημάρχου Ρώμης) να είναι τόσο δυσλειτουργικό όσο το παλιό, σε έναν κόσμο που ο Τραμπ είναι πρόεδρος (μπροστά στον οποίο τα μπούνγκα-μπούνγκα ή η «Ρούμπι» είναι σχεδόν βαρετά και ο Σίλβιο επαγγελματίας), οι Ιταλοί δεν πιστεύουν καν ότι έχουν κάτι να φοβηθούν από τον Μπερλουσκόνι. Τον ξέρουν. 

Το να γινόταν ξανά πρωθυπουργός είναι πολύ δύσκολο -πριν το 2019 είναι νομικά αδύνατον (ποινή που του έχει επιβληθεί το απαγορεύει), αργότερα το πρώτο εμπόδιο θα ήταν η ηλικία του. Στην Ιταλία όμως δεν επηρεάζει αποκλειστικά και μόνο ο πρωθυπουργός το τι γίνεται: Η πιο πρόσφατη απόδειξη είναι ότι, επί πρωθυπουργού Τζεντιλόνι, ο παραιτηθείς Ματέο Ρέντσι καθόριζε συνεχώς τον πολιτικό διάλογο. 

Αν οι μετεκλογικοί σχηματισμοί καταλήξουν όπως προδιαγράφουν οι δημοσκοπήσεις, ο Μπερλουσκόνι είναι αρκετά πιθανό να κληθεί να δώσει την έγκρισή του στον επόμενο πρωθυπουργό. Έχει ήδη προετοιμάσει το έδαφος πάνω στο οποίο θα νομιμοποιείται και ηθικά να το κάνει: Παρά το ότι έχει δεν έχει ενδώσει στη νέα εποχή πολιτικής επικοινωνίας μέσω Διαδικτύου (κάτι που δεν ζημιώνει ιδιαίτερα σε ένα εκλογικό σώμα που δεν είναι στο σύνολό του εξοικειωμένο με το Διαδίκτυο), έχει στραφεί στην σκηνή που ξέρει καλύτερα -την τηλεόραση- για να επανεφευρεθεί πλέον ως «σοφός γέροντας» της ιταλικής πολιτικής, κάνοντας αυτό που ξέρει καλύτερα: Να πουλάει τον εαυτό του.