Τα στοιχεία της Εurostat για το ποσοστό των κενών και άρα διαθέσιμων θέσεων εργασίας στην Ελλάδα έρχονται να μας προσγειώσουν στην σκληρή πραγματικότητα και να δημιουργήσουν -αν μη τι άλλο- προβληματισμό ως προς το πόσο εφικτά είναι τα εξαιρετικά φιλόδοξα σχέδια που ακούσαμε από τον πρωθυπουργό, αλλά και τον αρχηγό της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης για μείωση της ανεργίας και δημιουργία χιλιάδων νέων θέσεων εργασίας τα επόμενα χρόνια.

Σύμφωνα, λοιπόν, με την Eurostat, τελευταία μεταξύ των υπολοίπων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις διαθέσιμες θέσεις απασχόλησης ήταν η Ελλάδα στο β’ τρίμηνο 2018.

Βάσει των στοιχείων, στην Ελλάδα καταγράφεται το χαμηλότερο στην ΕΕ ποσοστό διαθέσιμων θέσεων εργασίας (0,7%) κατά το β’ τρίμηνο 2018. Παρόμοιο ήταν το ποσοστό για τη χώρα και το προηγούμενο τρίμηνο.

Την ίδια στιγμή, το αντίστοιχο ποσοστό στο σύνολο της Ευρωζώνης εμφανίζεται τριπλάσιο (2,1%), στο β’ τρίμηνο 2018, παραμένοντας σταθερό σε σχέση με το α’ τρίμηνο 2018 και εμφανίζοντας αύξηση έναντι του αντίστοιχου τριμήνου του 2017, οπότε ήταν 1,9%.

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση (των «28»), το ποσοστό διαθέσιμων θέσεων εργασίας φτάνει το 2,2%, παραμένοντας επίσης σταθερό σε σύγκριση με το α’ τρίμηνο 2018 και καταγράφοντας αύξηση σε σχέση με το β’ τρίμηνο του 2017, οπότε ήταν 2%.

Στον κλάδο υπηρεσιών τα περισσότερα «κενά»
Στην Ευρωζώνη, το ποσοστό των διαθέσιμων θέσεων εργασίας κατά το β’ τρίμηνο έφτασε το 1,9% σε βιομηχανία και κατασκευές, και το 2,4% στον κλάδο των υπηρεσιών.

Στην ΕΕ, τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 2,1% για τη βιομηχανία και τις κατασκευές, και 2,5% για τον κλάδο των υπηρεσιών.

Σε ποιες χώρες υπάρχουν δουλειές
Μεταξύ των κρατών-μελών με συγκρίσιμα στοιχεία, το μεγαλύτερο ποσοστό διαθέσιμων θέσεων απασχόλησης εμφανίζουν η Τσεχία (5,4%), το Βέλγιο (3,5%) η Ολλανδία (3,1%) και η Γερμανία (2,9%).

Στον αντίποδα, τα χαμηλότερα ποσοστά καταγράφηκαν στην Ελλάδα (0,7%), καθώς και σε Βουλγαρία, Ισπανία και Πορτογαλία (0,9%).

Οι κενές θέσεις εργασίας στο δεύτερο τρίμηνο του 2018, συγκριτικά με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2017, αυξήθηκαν σε 20 κράτη-μέλη, παρέμειναν σταθερές σε Δανία, Ιρλανδία, Ελλάδα, Λιθουανία, Μάλτα, Πορτογαλία και Ρουμανία, και μειώθηκαν στην Εσθονία.

Η μεγαλύτερη ετήσια αύξησή τους καταγράφηκε στην Τσεχία (1,8%), στην Λετονία (0,8%), στην Κύπρο (0,6%), και σε Ουγγαρία, Ολλανδία και Φινλανδία (0,5%).