«Ήταν η κακιά ώρα και δεν το πιστεύω ακόμη αυτό που συνέβη»! Αυτό φέρεται να δήλωσε στην προανακριτική της κατάθεση η 31χρονη από την Κάρπαθο που κατηγορείται για τη δολοφονία του 30χρονου στρατιωτικού φίλου της.

Η 31χρονη μαζί με την 50χρονη μητέρα της και τον 42χρονο κουμπάρο της τελευταίας, κρατούνται και σήμερα θα προσαχθούν ενώπιον της ανακρίτριας Ρόδου για να δώσουν αναλυτικά εξηγήσεις για τα όσα συνέβησαν το βράδυ της Τσικνοπέμπτης 20 Φεβρουαρίου με αποτέλεσμα να βρει τραγικό θάνατο ο 30χρονος δεκανέας Αδάμα Βεσσάλας.

Το πρωί της Δευτέρας, οι τρεις συλληφθέντες συνοδευόμενοι από τους δικηγόρους τους κ.κ. Στέλιο Αλεξανδρή και Κώστα Διακονή (για μητέρα και κόρη) και Βασιλική Σαββάκη (για τον 42χρονο) προσήχθησαν ενώπιον του Αντεισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρόδου κ. Γιάννη Μητσιόπουλου ο οποίος και άσκησε ποινικές διώξεις σε βάρος τους.

Συγκεκριμένα, την 31χρονη βαραίνει η κατηγορία της ανθρωποκτονίας από πρόθεση και σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και τους άλλους δύο, αυτή της υπόθαλψης εγκληματία.

Και οι τρεις ζήτησαν και πήραν προθεσμία έως την Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου για να προετοιμάσουν τις απολογίες τους.

Ωστόσο, σύμφωνα με το rodiaki.gr, διευκρινίσεις για το πώς έγινε το φονικό έδωσε η 31χρονη στην προανακριτική κατάθεση που παραχώρησε στους αστυνομικούς του κλιμακίου της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Ρόδου που μετέβη στην Κάρπαθο για την διαλεύκανση της υπόθεσης την οποία και πέτυχαν σε συνεργασία με τους αστυνομικούς του νησιού.

Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, η κατηγορούμενη δήλωσε στους αστυνομικούς πως η σχέση της με τον 30χρονο Αδάμ Βεσσάλα ξεκίνησε περίπου ενάμιση χρόνο πριν. Εκείνο το διάστημα ο στρατιωτικός είχε καβγαδίσει με έναν ξάδελφο της ηλικίας 31 ετών, όταν άκουσε τον τελευταίο να την κατηγορεί. Έκτοτε οι δύο άνδρες βρίσκονταν σε κόντρα.

Το βράδυ της 20ής Φεβρουαρίου και ενώ η 31χρονη βρισκόταν στο σπίτι της μητέρας της μαζί με τον δεκανέα και τον 42χρονο κουμπάρο, της τηλεφώνησε ο ξάδελφος της και την ρώτησε που βρίσκεται.

Εκείνη του απάντησε και τον προσκάλεσε να περάσει από το σπίτι της μητέρας της προκειμένου να πιει μία μπύρα. Όλη αυτήν την κουβέντα την άκουσε ο 30χρονος στρατιωτικός, ο οποίος φάνηκε (σύμφωνα με την 31χρονη) να τσαντίστηκε γιατί δεν ήθελε να τον δει ή να έχει επαφές μαζί του.

Όταν έφθασε στο σπίτι ο 31χρονος ξάδελφος έκατσε για λίγο και στη συνέχεια έφυγε και πάλι με το μηχανάκι του.

Το ίδιο έκανε και η 31χρονη η οποία πήρε το δικό της δίκυκλο για να τον συνοδεύσει καθώς ο ξάδελφος της είχε πιει. Αφού έκανε μερικές βόλτες περνώντας και από μία φίλη της, η 31χρονη επέστρεψε στο σπίτι της μητέρας της όπου πλέον εκεί βρισκόταν μόνο ο φίλος της.

Η μητέρα της επιστρέφοντας την επέπληξε λέγοντας της ότι δεν έπρεπε να φύγει διότι «θύμωσε ο Αδάμ», ο οποίος ωστόσο δεν είπε τίποτα παρά μόνο ήταν μουτρωμένος.

Πέντε λεπτά αργότερα ο 30χρονος μάζευε τα πράγματα του για να φύγει και η 31χρονη του ζήτησε να την περιμένει δέκα λεπτά να βοηθήσει λίγο τη μητέρα της για να μαζέψουν και φύγουν μαζί.

Όμως ο 30χρονος δεν άκουγε και έφυγε για το σπίτι τους. Περίπου μισή ώρα αργότερα η 31χρονη πήγε σπίτι τους και εκεί είδε τον 30χρονο στο τραπέζι να κάθεται θυμωμένος. Μπαίνοντας μέσα η 31χρονη του είπε «τι έγινε γιατί έφυγες και δεν με περίμενες» και από εκεί άρχισε η λογομαχία η οποία γρήγορα εξελίχθηκε σε άγριο καβγά.

Μάλιστα όπως κατέθεσε η ίδια, ο 30χρονος την χτύπησε στο πρόσωπο, εκείνη τον έβρισε και άρχισαν να χτυπιούνται μεταξύ τους. Η ίδια επεσήμανε πως δεν ήταν η πρώτη φορά που της φερόταν έτσι.

Τότε η 31χρονη είπε ότι πήγε στο υπνοδωμάτιο για να τον αποφύγει, εκείνος την ακολούθησε και την έπιασε δυνατά από το λαιμό. Προσπάθησε να τον απωθήσει σπρώχνοντας τον με τα πόδια και τότε ο 30χρονος την έπιασε δυνατά από το μπούτι και της έσκισε το κολάν.

’ρχισαν και πάλι να χτυπιούνται και όταν κατάφερε να ξεφύγει η 31χρονη πήγε στην κουζίνα άνοιξε το ντουλάπι με τα ποτήρια, πήρε ένα από αυτά, το έσπασε στον ξύλινο πάγκο και καθόταν κρατώντας το από τον πάτο.

Τότε ο 30χρονος πήγε προς το μέρος της, η 31χρονη τεντώνει το χέρι της με το σπασμένο ποτήρι και τον πετυχαίνει στο στήθος. Αμέσως μετά πέταξε το ποτήρι, ενώ ο 30χρονος ερχόμενος προς το μέρος της φίλης του κρατούσε το στήθος του λέγοντας «πονάω και υποφέρω».

Η 31χρονη είπε πως άμεσα σήκωσε την μπλούζα του να δει τι είχε γίνει γιατί έβλεπε να τρέχει αίμα αλλά δεν είδε καμία μεγάλη ζημιά για να φανταστεί ότι ήταν το τέλος. Ο 30χρονος περπάτησε προς το άλλο δωμάτιο και έπεσε στο πάτωμα, ενώ παντού υπήρχαν αίματα.

Το τηλεφώνημα

Η 31χρονη κλαίγοντας και μη ξέροντας τι άλλο να κάνει επικοινώνησε με την 50χρονη μητέρα της και της ζήτησε να πάει από εκεί γρήγορα. Παράλληλα έπαιρνε στο τηλέφωνο και τον 42χρονο όμως εκείνος δεν απαντούσε.

Προσπάθησε να βάλει στο κρεβάτι τον 30χρονο αλλά δεν μπορούσε και τον τοποθέτησε καθιστό ενώ το σώμα του ακουμπούσε στο κρεβάτι. Του έβγαλε την μπλούζα και την φανέλα και του έριξε νερό στο πρόσωπο και στο σώμα, ενώ έβρεξε και χαρτί κουζίνας και του το πέρασε από το κεφάλι και το πρόσωπο.

Σε λίγα λεπτά η 50χρονη έφθασε στο σπίτι, τηλεφώνησε στον 42χρονο και μετά και οι τρεις μαζί έβαλαν τον 30χρονο στο κρεβάτι. Αγγίζοντας τον κατάλαβαν πως όλα είχαν τελειώσει. Ήταν νεκρός.

Η 31χρονη δήλωσε πως «εκείνη τη στιγμή φοβήθηκε και άρχισε να μαζεύει τα πράγματα που είχαν σχέση με το συμβάν και να σκουπίζει τα αίματα με το χαρτί κουζίνας» τα οποία και έβαλε μαζί με το σπασμένο ποτήρι σε μία σακούλα σκουπιδιών.

Στο πλυντήριο είχα βάλει μέσα τα ρούχα που φορούσε, δηλαδή το κολάν, τη ζακέτα και τη μπλούζα της καθώς και τα ρούχα που είχε βγάλει από τον 30χρονο.

Η 31χρονη είπε επίσης πως η μητέρα της είχε δει την σακούλα σκουπιδιών με τα αίματα και είχε τρομάξει, προσθέτοντας ότι μάλιστα την ρωτούσε τι είχε γίνει αλλά δεν της είπε τι είχε συμβεί, ούτε ακόμη και όταν πήγε σπίτι της αργότερα.

Η δράστιδα δήλωσε πως το σκούπισμα και το συμμάζεμα το έκανε μόνη της και δεν συμμετείχε ούτε η μητέρα της ούτε ο 42χρονος.

Την σακούλα την πέταξε ο 42χρονος, ο οποίος και ειδοποίησε το ασθενοφόρο και ήρθε ένας γιατρός και ο οδηγός του. Βρισκόμενοι έξω από το σπίτι και οι τρεις εμπλεκόμενοι, ο 42χρονος φέρεται να δήλωσε πως «την σακούλα δεν έπρεπε να την πετάξουν εδώ» όμως ήταν πλέον αργά γιατί εκεί βρισκόταν και η αστυνομία.

«Δεν είχα καμία πρόθεση να τον σκοτώσω, ήθελα απλά να τον τρομάξω για να σταματήσει να με χτυπά. Ήταν η κακιά ώρα και δεν το πιστεύω ακόμη αυτό που συνέβη» κατέληξε η 31χρονη.