Οι Αμαζόνες ήταν πρόσωπα της ελληνικής μυθολογίας. Μυθικός λαός κυνηγών και πολεμιστριών που κατάγονταν από τον θεό του πολέμου, ’ρη, και τη νύμφη Αρμονία, ή κατά άλλη εκδοχή τη θεά Αθηνά. 

Το όνομά τους προέρχεται κατά μία εκδοχή από το στερητικό άλφα και τη λέξη μαζός που σημαίνει στήθος, επειδή ακρωτηρίαζαν ή συνέθλιβαν το δεξί στήθος των κοριτσιών τους για να διευκολύνουν το χειρισμό του τόξου. Αλλά το πρόθεμα -α στα αρχαία ελληνικά μπορεί να είναι και αθροιστικό, οπότε Αμαζών θα μπορούσε να σημαίνει «με μεγάλους μαστούς». 

Αυτό όμως δεν είναι και τόσο σίγουρο επειδή οι εξηγήσεις αυτές απαντούν στην ύστερη αρχαιότητα. Υπάρχουν κι άλλες ερμηνείες από τα αρχαία περσικά, τα εβραϊκά, τα μογγολικά, τα γοτθικά, τα σανσκριτικά, τα αρμενικά, τα φοινικικά, και τα σλαβικά, αναφέρει η Wikipedia

Η κοινωνία των Αμαζόνων

Ειδικά στην πατρίδα των Αμαζόνων άνδρες δεν επιτρέπονταν καθόλου. Για τη διαιώνιση του είδους δύο μήνες την άνοιξη πήγαιναν και έμεναν με έναν γειτονικό αρσενικό λαό, τους Γαργαρείς, που κατοικούσαν στον Καύκασο. Από τα παιδιά που γεννιούνταν, κρατούσαν μόνο τα θηλυκά. 

Τα αρσενικά ή τα σκότωναν ή τα ακρωτηρίαζαν ή τα έστελναν στους πατέρες τους. Για την προστασία του κράτους τους ήταν όλες τους εξασκημένες στη χρήση τόξου και ξίφους, και θεωρούνταν μάλιστα ισάξιες με πολεμιστές άνδρες, για την ανδρεία και την ικανότητά τους. 

Σε άλλα κράτη μπορεί να επέτρεπαν την παρουσία ανδρών, αλλά δεν τους επέτρεπαν να έχουν σημαντικές θέσεις.

Μύθοι και Ιστορία

Οι Αμαζόνες έχουν συμμετάσχει σε πολλούς μύθους. Η δημιουργία τέτοιων μύθων έχει δημιουργήσει ερωτηματικά στους ερευνητές. 

Στις μέρες μας, θεωρείται ότι οι Αμαζόνες δεν ήταν απλά ένας μυθικός λαός, ένα αποκύημα της φαντασίας των Ελλήνων, αλλά ένας ιστορικός λαός, σημειώνει η ίδια πηγή

Η αλήθεια πίσω από το μύθο… Υπήρχαν άραγε στην πραγματικότητα οι γενναίες αυτές πολεμίστριες;

Στους κόλπους των ακαδημαϊκών, η ιστορική ύπαρξη των Αμαζόνων, ή οποιασδήποτε μητριαρχικής κοινωνίας, αποτελούσε για πολλά χρόνια ένα θέμα που προκαλούσε πολλές αντιδράσεις.

Οι απαρχές τέτοιου είδους συζητήσεων απαντώνται πίσω στη δεκαετία του 1860 και σε έναν Ελβετό καθηγητή νομικής και κλασσικό μελετητή, με το όνομα Johann Jakob Bachofen.

Το 1861 ο Bachofen δημοσίευσε τη ριζοσπαστική του διατριβή, στην οποία υποστήριζε ότι οι Αμαζόνες δεν ήταν ένας μύθος, αλλά υπήρχαν στην πραγματικότητα.

Κατά την άποψή του, η ανθρωπότητα ξεκίνησε υπό την κυριαρχία του γυναικείου φύλου και μόνο όταν άρχισαν να εμφανίζονται οι πρώτοι πολιτισμοί «πέρασε» στην πατριαρχία, γράφει η Amanda Foreman στο περιοδικό Smithsonian.

Παρά το θαυμασμό του για τις γυναίκες/ιέρειες/μητέρες που κάποτε κυριαρχούσαν, ο Bachofen πίστευε ότι η κυριαρχία των ανδρών ήταν ένα απαραίτητο βήμα για την πρόοδο.

«Οι γυναίκες γνωρίζουν μόνο για τη φυσική ζωή» είχε γράψει και συνέχιζε: «Ο θρίαμβος της πατριαρχίας έφερε μαζί του την απελευθέρωση του πνεύματος από τις εκδηλώσεις της φύσης».

Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός, λοιπόν, ότι ο συνθέτης Richard Wagner συναρπάστηκε από τα γραπτά του Bachofen.

Η Brunnhilde και οι συναδέλφισσες της Βαλκυρίες θα μπορούσαν εύκολα να εκληφθούν ως ιπτάμενες Αμαζόνες, αναφέρει η αρθρογράφος. Όμως, η επιρροή του Bachofen ξεπέρασε μέχρι και το «Το Δαχτυλίδι του Νίμπελουνγκ» (Ring Cycle) του Βάγκνερ.

Ξεκινώντας από τον Friedrich Engels, ο Bachofen ενέπνευσε γενιές θεωρητικών του μαρξισμού και του φεμινισμού να γράψουν για μια προ-πατριαρχική εποχή, όταν τα κακά που προέρχονται από την ύπαρξη των τάξεων, της ιδιοκτησίας και του πολέμου ήταν ακόμη άγνωστα.

Ο Engels είχε γράψει χαρακτηριστικά: «Η ανατροπή της κυριαρχίας της μητέρας αποτέλεσε την ιστορική ήττα του γυναικείου φύλου. Ο άντρας ανέλαβε τα ηνία ακόμη και στο σπίτι. Η γυναίκα υποβαθμίστηκε και έγινε δούλα. Έγινε σκλάβα του πόθου του και ένα απλό εργαλείο για την παραγωγή παιδιών».

Υπήρχε, ωστόσο, ένα σημαντικό πρόβλημα με τη μητριαρχική θεωρία του Bachofen: δεν υπήρχαν αποδείξεις που να την υποστηρίζουν.

Τον 20ο αιώνα, μια σχολή σκέψης ισχυρίστηκε ότι οι πραγματικές Αμαζόνες ήταν κατά πάσα πιθανότητα «Μογγολοειδείς χωρίς γένια που πετούσαν τόξα», τους οποίους οι Έλληνες πέρασαν κατά λάθος για γυναίκες.



Κάποιοι άλλοι επέμεναν ότι ήταν απλά ένα εργαλείο προπαγάνδας που χρησιμοποιούσαν οι Αθηναίοι σε πολιτικά τεταμένους καιρούς.

Οι μόνοι θεωρητικοί, που δεν πτοήθηκαν από τις αλληλοσυγκρουόμενες συζητήσεις μέσα από τον ακαδημαϊκό χώρο, ήταν οι φροϋδικοί, για τους οποίους η ιδέα των Αμαζόνων ήταν πολύ πιο ενδιαφέρουσα ως αφηρημένη έννοια, παρά ως ένα θραύσμα ενός κεραμικού αντικειμένου.

Οι μύθοι γύρω από τις Αμαζόνες φαίνεται ότι κρατούσαν το «κλειδί» για τις ενδότερες νευρώσεις των ανδρών της αρχαίας Αθήνας.

Όλες εκείνες οι γυναίκες που κάθονταν καβάλα επάνω στα άλογά τους, για παράδειγμα, δεν ήταν παρά ένα υποκατάστατο των φαλλών. Όσο για τους βίαιους θανάτους τους από μύθο σε μύθο, αυτοί ήταν προφανώς μια έκφραση ανεπίλυτων σεξουαλικών συγκρούσεων.

Μύθος ή αλήθεια, σύμβολο ή νεύρωση, καμία από τις θεωρίες αυτές δεν εξηγεί επαρκώς την προέλευση των Αμαζόνων.

Αν όντως αυτές οι γυναίκες πολεμίστριες ήταν το αποκύημα της φαντασίας των Ελλήνων, παρέμενε αναπάντητο το ερώτημα του ποιος ή τι είχε αποτελέσει την έμπνευση για μια τόσο προχωρημένη φαντασίωση.

Το ίδιο το όνομά τους προβλημάτιζε τους αρχαίους Έλληνες, ενώ η ιδέα ότι έκοβαν ή καυτηρίαζαν το δεξί τους μαστό για να μπορούν να έχουν καλύτερο έλεγχο του τόξου τους, πρόσφερε ένα είδος αληθοφάνειας, που άρεσε ιδιαίτερα στους αρχαίους Έλληνες.

Ο ποιητής Όμηρος ήταν ο πρώτος που ανέφερε την ύπαρξη των Αμαζόνων στην Ιλιάδα. 

Οι επόμενες γενιές ποιητών έδωσαν στις Αμαζόνες ρόλο πολεμιστών στην πτώση της Τροίας, από την πλευρά των Τρώων.

Ο Αρκτίνος της Μιλήτου περιγράφει πώς ο Αχιλλέας σκότωσε τη βασίλισσα των Αμαζόνων, πολεμίστρια Πενθεσίλεια με τα χέρια του και την ερωτεύτηκε αμέσως μόλις το κράνος της γλίστρησε και αποκάλυψε το πανέμορφο πρόσωπό της.

Από εκεί και μετά οι Αμαζόνες είχαν σημαντική θέση στους μύθους της αρχαίας Αθήνας. 

Ο Ηρακλής, για παράδειγμα, ανέλαβε να κλέψει τη ζώνη της βασίλισσας των Αμαζόνων, Ιππολύτης. Κατά τη διάρκεια αυτής της εκστρατείας, ο Θησέας, που συνόδευε τον Ηρακλή, έκλεψε μία Αμαζόνα, την Αντιόπη. Για να εκδικηθούν οι Αμαζόνες κατέλαβαν την Αττική και επιτέθηκαν στην Αθήνα, αλλά δεν μπόρεσαν να την καταλάβουν.

Οι πρώτες οπτικές αναπαραστάσεις των Ελλήνων ηρώων που πολεμούσαν τις ημίγυμνες Αμαζόνες άρχιζαν να εμφανίζονται σε κεραμικά γύρω στον 6ο αιώνα π.Χ.

Η ιδέα εξαπλώθηκε γρήγορα και σύντομα οι «αμαζονομαχίες» άρχισαν να εμφανίζονται σε κοσμήματα, ζωφόρους, είδη οικιακής χρήσεως και φυσικά σε κεραμικά αγγεία.

Η μόνη ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στις απεικονίσεις των μαχών στα αντικείμενα τέχνης και στην παρουσία των Αμαζόνων στην ποίηση είχε να κάνει με τα στήθη τους. Οι Έλληνες καλλιτέχνες άλλωστε φημίζονταν για την μανία τους με τη σωματική τελειότητα.

Τον 5ο αιώνα π.Χ. ο ιστορικός Ηρόδοτος, ο «πατέρας της Ιστορίας» όπως είναι γνωστός, τοποθέτησε την πρωτεύουσα της χώρας των Αμαζόνων (Θεμίσκυρα) στις όχθες του ποταμού Θερμόδοντα κοντά στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, στη σημερινή βόρεια Τουρκία.

Οι Αμαζόνες μοίραζαν το χρόνο τους κάνοντας αποστολές λεηλασιών τόσο σε μακρινές αποστάσεις μέχρι την Περσία, όσο και σε κοντινότερες γνωστές πόλεις της εποχής, όπως η Σμύρνη, η Έφεσος, η Σινώπη και η Πάφος.

Μετά τις αναφορές του Ηρόδοτου, τα ίχνη των Αμαζόνων… «εξαφανίστηκαν», σημειώνει η αρθρογράφος.

Μέχρι που στις αρχές του 1990 μια αμερικανο-ρωσική αποστολή αρχαιολόγων έκανε μια αξιοσημείωτη ανακάλυψη, κατά τη διάρκεια ανασκαφών σε ένα ταφικό μνημείο (kurgans) 2.000 ετών, λίγο έξω από ένα απομακρυσμένο φυλάκιο στις νότιες ουραλικές στέπες (Pokrovka) κοντά στα σύνορα με το Καζακστάν.

Οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν 150 τάφους που ανήκαν σε Σαυρομάτες και τους απογόνους τους Σαρμάτες. Ανάμεσα στις ταφές «κοινών γυναικών» οι ερευνητές ανακάλυψαν στοιχεία που αποδείκνυαν, ότι οι γυναίκες ήταν κάθε άλλο παρά… συνηθισμένες.

Ήταν οι τάφοι γυναικών πολεμιστριών που είχαν ταφεί μαζί με τα όπλα τους.

Μια νεαρή γυναίκα είχε ταφεί μαζί με ένα σιδερένιο ξίφος στην αριστερή της πλευρά και μια φαρέτρα που περιείχε 40 χάλκινα βέλη στη δεξιά της πλευρά.

Μία άλλη είχε ακόμη «καρφωμένο» στην περιοχή της κοιλιάς της ένα βέλος.

Όμως τους αρχαιολόγους δεν κατέπληξε μόνο η παρουσία πληγών και όπλων στους σκελετούς των γυναικών, αλλά και το γεγονός ότι κατά μέσο όρο το μήκος των όπλων τους ξεπερνούσε το ένα μέτρο και 62 εκατοστά, με αποτέλεσμα οι ερευνητές να καταλήγουν στο συμπέρασμα, ότι ήταν πολύ ψηλές για την εποχή τους.

Τα τελευταία χρόνια, ένας συνδυασμός νέων αρχαιολογικών ευρημάτων και η επανεκτίμηση παλαιότερων ανακαλύψεων, επιβεβαιώνει ότι οι αρχαίοι νομάδες που ζούσαν στις στέπες, είχαν αναπτύξει ένα πολύ πιο ευέλικτο τρόπο διαβίωσης στην κοινωνία της Pokrovka -παρότι αυτή δεν ήταν καθαρά μητριαρχική- σε σχέση με τους αρχαίους Αθηναίους, καταλήγει η αρθρογράφος.