Στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών της Αθήνας βρίσκεται για δεύτερη φορά η υπόθεση του ενεχυροδανειστή Ριχάρδου και των 62 συγκατηγορουμένων του, το οποίο θα αποφασίσει εάν η υπόθεση θα παραπεμφθεί στο εδώλιο ή όχι.

Ήδη οι κατηγορούμενοι υπέγραψαν το πέρας της ανάκρισης και η δικογραφία έχει χρεωθεί σε εισαγγελέα ο οποίος και θα προτείνει στο δικαστικό συμβούλιο την παραπομπή σε δίκη των κατηγορουμένων ή την απαλλαγή τους.

Στην απάντηση της, η ΑΑΔΕ επανέλαβε ότι και προ διετίας, πως δηλαδή δεν υφίσταται το αδίκημα της λαθρεμπορίας και πως το μόνο που μπορεί να διερευνηθεί στην υπόθεση είναι αυτό των φορολογικών παραβάσεων.

Παρά το γεγονός ότι η ανάκριση είχε κλείσει και πριν από περίπου δέκα μήνες, διατάχθηκε από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών περαιτέρω διερεύνηση της και παρά την αντίθετη εισαγγελική πρόταση.

Το δικαστικό συμβούλιο εκτίμησε πως μπορεί να στοιχειοθετηθεί λαθρεμπόριο χρυσού και πολύτιμων λίθων στην υπόθεση και ζητήθηκε από την ανακρίτρια να υπολογιστεί ξεχωριστά για τον κάθε κατηγορούμενο η αξία των κατασχεθέντων, με τον αντίστοιχο φόρο κι εν συνεχεία να συντάξει νέα κατηγορητήρια, με τα ακριβή ποσά.

Αντίθετα, ο εισαγγελέας είχε ζητήσει την απαλλαγή των κατηγορουμένων είχε εισηγηθεί προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών την πλήρη απαλλαγή του Ριχάρδου Μυλωνά και όλων των κατηγορουμένων από το βασικό αδίκημα της λαθρεμπορίας χρυσού και κατ’ επέκταση, της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της εγκληματικής οργάνωσης.

Σύμφωνα με την εισαγγελική πρόταση, βάσει της τελωνειακής νομοθεσίας, δεν οφείλονταν δασμοί και φόροι για εξαγωγή χρυσού στην Τουρκία, κάτι που και τότε, επιβεβαίωνε με έγγραφο της και η ΑΑΔΕ.

Τι λέει το δεύτερο έγγραφο της ΑΑΔΕ

Τελικά, τον περασμένο Φεβρουάριο, η ανακρίτρια κατά της Διαφθοράς Σταυρούλα Μπελδέκα απέστειλε παραγγελία στη Γενική Διεύθυνση Τελωνείων και ΕΦΚ Δ/νση Στρατηγικής Τελωνειακών Ελέγχων και Παραβιάσεων «προκειμένου να διενεργηθεί πλήρης φορολογικός έλεγχος, με τη συνέργεια όπου απαιτείται του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος και της Τράπεζας της Ελλάδος, για το σύνολο των κατασχεθέντων πολύτιμων αντικειμένων» κι εν συνεχεία, να εκτιμηθούν επακριβώς οι φόροι που χάθηκαν για το ελληνικό Δημόσιο, όπως ο ΦΠΑ και ο ειδικός φόρος πολυτελείας.

Στην απάντηση της στην ανακρίτρια η Γενική Διεύθυνση Τελωνείων αναφέρει:

«Η διακίνηση εμπορευμάτων στο εσωτερικό της χώρας, χωρίς φορολογικά παραστατικά, δεν στοιχειοθετεί λαθρεμπορία όπως αυτή ορίζεται από τον Εθνικό Τελωνειακό Κώδικα αλλά φορολογική παράβαση.

Για τον εντοπισμό πολύτιμων αντικειμένων, καταρχήν δεν οφείλονται δασμοί λόγω του τεκμηρίου του τελωνειακού χαρακτήρα τους ως ενωσιακών εμπορευμάτων. Συνεπώς ο κάτοχος των εν λόγω πολύτιμων αντικειμένων στη χώρα μας δεν υποχρεούται να αποδείξει ότι έχει εισαγάγει νόμιμα τον χρυσό στην Ελλάδα καθόσον τεκμαίρεται ότι πρόκειται για ενωσιακό εμπόρευμα.

Δασμοί οφείλονται κατά την εισαγωγή εμπορευμάτων τρίτων χωρών.

Εάν ο κάτοχος του χρυσού επιχειρήσει να εξαγάγει χρυσό από τη χώρα μας προς τρίτη χώρα χωρίς την τήρηση των τελωνειακών διατυπώσεων, στοιχειοθετείται η απλή τελωνειακή παράβαση, η οποία δεν συνεπάγεται ποινική ευθύνη, βάσει της τελωνειακής νομοθεσίας αλλά συνιστά μόνο διοικητική παράβαση. Αντίθετα, πρέπει να διερευνηθεί το ενδεχόμενο τέλεσης φορολογικών παραβάσεων και ενδεχομένως συρρέουσες ποινικής ευθύνης βάσει της φορολογικής νομοθεσίας.

Η παράδοση αγαθών που εξάγονται εκτός της Κοινότητας απαλλάσσονται από το φόρο προστιθέμενης αξίας.

Δεδομένου λοιπόν ότι οι συγκεκριμένες κατασχέσεις δεν έχουν ως νομιμοποιητική βάση το αδίκημα της λαθρεμπορίας αλλά φορολογικές παραβάσεις θεωρούμε ότι δεν συντρέχει αρμοδιότητα των τελωνειακών αρχών προς αποτίμηση οφειλομένων αλλά αποτελούν αντικείμενο αρμοδιότητας της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικής Διοίκησης της ΑΑΔΕ»

Ο συνήγορος του ενεχυροδανειστή, Ριχάρδου Μυλωνά, επισημαίνει για την τελευταία εξέλιξη «σε συνέχεια της συμπληρωματικής ανάκρισης, που διέταξε το Δικαστικό Συμβούλιο Αθηνών, η ΑΑΔΕ επανέλαβε, προς την κα. Ανακρίτρια, αυτό ακριβώς που είχε από την αρχή επισημάνει: ότι η κατοχή χρυσού, εντός της Ελληνικής επικράτειας, όπως και η εξαγωγή αυτού, καθ΄οιονδήποτε τρόπο , δεν συνιστά "λαθρεμπορία". Κατά συνέπεια, το Δημόσιο δεν είναι δυνατόν να απωλέσει δασμούς, τέλη και λοιπές τελωνειακές επιβαρύνσεις, όπως εσφαλμένα κατηγορήθηκε ο εντολέας μου. Με βάση και τα νεώτερα έγγραφα της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, θεωρούμε ότι είναι , νομικά, μονόδρομος η απαλλακτική κρίση του Συμβουλίου».

Από την πλευρά του, ο δικηγόρος βασικών κατηγορουμένων στην υπόθεση, Μιχάλης Δημητρακόπουλος τονίζει «το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών που διαπίστωσε λαθρεμπορία είναι προδήλως εσφαλμένο γιατί στηρίχθηκε σε μία απόφαση του Αρείου Πάγου, την 531/1992, που δεν έχει πλέον εφαρμογή διότι από το 2001 και μετά ισχύει ο ελληνικός τελωνειακός κώδικας και ο ενωσιακός τελωνειακός κώδικας που κατήργησαν τις διατάξεις που εφάρμοσε η απόφαση του Αρείου Πάγου».