Εγκύκλιος προς τους εισαγγελείς της χώρας με αφορμή την υπόθεση Μπεκατώρου
Απο τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασίλη Πλιώτα
Επιμέλεια, ταχύτητα, σχολαστικότητα και εκμετάλλευση όλου του νομικού οπλοστασίου ζητάει ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου με εγκύκλιο του τους εισαγγελείς όλης της χώρας στις υποθέσεις που αφορούν σεξουαλική κακοποίηση μετά και τις καταγγελίες της Ολυμπιονίκου, Σοφίας Μπεκατώρου.
Ο πρώτος τη τάξει εισαγγελέας της χώρας, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Βασίλης Πλιώτας, με εγκύκλιο που απέστειλε στους εισαγγελείς όλης της χώρας (υπ´αριθμόν 3/2021) ζητάει την τάχιστη παρέμβαση τους όταν υπάρχουν τέτοιες καταγγελίες και τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης.
«Οι περιστάσεις επιβάλλουν να επανέλθουμε άμεσα και να εστιάσουμε την προσοχή σας, κατά την άσκηση της λειτουργικής αρμοδιότητας σας, στην ποινική αντιμετώπιση, σε όλες τις διαστάσεις τους, ειδικών αξιόποινων συμπεριφορών που ήδη αναδεικνύονται με αφορμή την καταγγελία της Ολυμπιονίκη μας, Σοφίας Μπεκατώρου για σεξουαλική της κακοποίηση. Επιβάλλεται επιτακτικά να παρεμβαίνεται ταχύτατα για έρευνα όταν αναφαίνονται έστω και ελάχιστα υποστασιακά στοιχεία τέλεσης αυτεπαγγέλτως διωκόμενων εγκλημάτων ή εγκλημάτων για τα οποία έχει υποβληθεί η απαιτούμενη από το νόμο έγκληση, από τα οποία εγκλήματα, προσβάλλονται θεμελιώδη προστατευόμενα αγαθά της ίδιας της γενετήσιας ελευθερίας, της τιμής και της αξιοπρέπειας στο χώρο της ελευθερίας αυτής ή που αυτά στρέφονται κατά της ανηλικότητας ως αυτοτελούς πλέον προστατευόμενου έννομου αγαθού που ταυτίζεται με την ομαλή σεξουαλική ανάπτυξη των ανηλίκων, εννόμων αγαθών για την προστασία των οποίων, προεχόντως διεκδικούν την εφαρμογή τους οι ποινικές διατάξεις του δέκατου ένατου κεφαλαίου του Ποινικού Κώδικα (άρθρα 336-353)» παραγγέλνει ο κ. Πλιώτας στους εισαγγελείς όλης της χώρας.
Σε αυτό το πλαίσιο και ιδίως όσο αφορά την περίπτωση όπου τα θύματα είναι ανήλικα ο εισαγγελέας του Αρείου Παγου επισημαίνει στην εγκύκλιο του «Μάλιστα, για την προστασία των ανηλίκων στις σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις έχει υιοθετηθεί και η Οδηγία 211/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης, της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της σεξουαλικής πορνογραφίας. Οι, συναφώς, ποινικώς αξιολογήσιμες συμπεριφορές εκδηλώνονται και αναπτύσσονται πολλές φορές με εκμετάλλευση της άωρης ηλικίας του θύματος, της ευάλωτης θέσης του από εργασιακή εξάρτηση, των ιδιαίτερων συνθηκών στους χώρους επαγγελματικής απασχόλησης, άθλησης, διάκρισης και ανέλιξης των αθλητών, στους χώρους των ιδρυμάτων, σχολών, καταλυμάτων, παραμονής προσφύγων και μεταναστών κ.λπ και γενικά σε χώρους που τα άτομα είναι περισσότερο εκτιθέμενα σε γενετήσιες προσβολές, επειδή σε αυτούς μπορούν ευκολότερα να δημιουργηθούν ανεπιθύμητες καταστάσεις και να μετάγονται τα καθών πρόσωπα από ασφαλή θέση σε δυσχερέστερη και μειονεκτική κατάσταση για αντίσταση και διατήρηση του ερωτικού αυτοπροσδιορισμού και της γενετήσιας αυτοδιάθεση τους».
Ο κ. Πλιώτας ζητάει, ειδικά από τους «εισαγγελείς ακροάσεων», να ενθαρρύνουν τα θύματα να προβούν σε καταγγελίες.
«Πρώτο χρονικώς μέλημα του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών ως «εισαγγελέα ακροάσεων» που καθίσταται κοινωνός περιστατικού σεξουαλικής παρενόχλησης ή βαρύτερης προσβολής της γενετήσιας ελευθερίας, πρέπει να είναι η ενθάρρυνση του παθόντος προσώπου να προβεί στην καταγγελία και να εκθέσει κάθε χρήσιμη λεπτομέρεια και κρίσιμο γεγονός.
Επόμενο βήμα θα είναι η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης κατά την οποία η συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από από επιμέλεια, ταχύτητα και σχολαστικότητα, με εκμετάλλευση όλου του δικονομικού μας ποινικού οπλοστασίου που περιλαμβάνει, εκτός των άλλων, τη διενέργεια ερευνών, ειδικών ανακριτικών πράξεων (άρθρα 243, 254 ΚΠΔ), την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών (άρθρο 4 Ν.2225/94) υπό τους όρους των διατάξεων αυτών κλπ, ακολούθως δε θα πρέπει να προωθείται αναλόγως με τα εκάστοτε προκύπτοντα δικονομικώς κατά προτεραιότητα η υπόθεση και μπορεί αυτή να εξικνείται μέχρι και τον ποινικό κολασμό του υπαιτίου, εφόσον, βεβαίως, αποδειχθεί η τέλεση της αξιόποινης πράξης».
Βεβαίως, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, επισημαίνει στην εγκύκλιο του και την ανάγκη σεβασμού του τεκμηρίου αθωότητας.
«Σε κάθε περίπτωση, τονίζεται ότι είναι αυτονόητη η καθ´ όλη τη διαδικαστική πορεία της υπόθεσης, μέχρι και την έκδοση καταδικαστικής απόφασης, διαφύλαξη, του τεκμηρίου της αθωότητας του κατηγορουμένου ή του υπόπτου, που έλαβε νομοθετική υπόσταση με το ισχύον άρθρο 71 ΚΠΔ, υπό το φως της οδηγίας 2016/343/ΕΕ, ενσωματώνοντας την κεντρική αξίωση του, όπως έχει καταγραφεί στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και στο άρθρο 14 ΔΣΑΠΔ, δηλαδ του δικαιώματος κάθε κατηγορουμένου να τθεωρείται)ή του δικαιώματος κάθε κατηγορουμένου να θεωρείται (τεκμαίρεται) αθώος εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί νομίμως. Η προστασία του πολίτη και η τήρηση της νομιμότητας ως αποστολή της Εισαγγελίας (άρθρο 24 παρ. Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ.) αποτελούν το σταθερό στόχο όλων των εισαγγελικών λειτουργών και αξιώνουν τη διαρκή μας επαγρύπνηση» καταλήγει η εγκύκλιος του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
Ο πρώτος τη τάξει εισαγγελέας της χώρας, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Βασίλης Πλιώτας, με εγκύκλιο που απέστειλε στους εισαγγελείς όλης της χώρας (υπ´αριθμόν 3/2021) ζητάει την τάχιστη παρέμβαση τους όταν υπάρχουν τέτοιες καταγγελίες και τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης.
«Οι περιστάσεις επιβάλλουν να επανέλθουμε άμεσα και να εστιάσουμε την προσοχή σας, κατά την άσκηση της λειτουργικής αρμοδιότητας σας, στην ποινική αντιμετώπιση, σε όλες τις διαστάσεις τους, ειδικών αξιόποινων συμπεριφορών που ήδη αναδεικνύονται με αφορμή την καταγγελία της Ολυμπιονίκη μας, Σοφίας Μπεκατώρου για σεξουαλική της κακοποίηση. Επιβάλλεται επιτακτικά να παρεμβαίνεται ταχύτατα για έρευνα όταν αναφαίνονται έστω και ελάχιστα υποστασιακά στοιχεία τέλεσης αυτεπαγγέλτως διωκόμενων εγκλημάτων ή εγκλημάτων για τα οποία έχει υποβληθεί η απαιτούμενη από το νόμο έγκληση, από τα οποία εγκλήματα, προσβάλλονται θεμελιώδη προστατευόμενα αγαθά της ίδιας της γενετήσιας ελευθερίας, της τιμής και της αξιοπρέπειας στο χώρο της ελευθερίας αυτής ή που αυτά στρέφονται κατά της ανηλικότητας ως αυτοτελούς πλέον προστατευόμενου έννομου αγαθού που ταυτίζεται με την ομαλή σεξουαλική ανάπτυξη των ανηλίκων, εννόμων αγαθών για την προστασία των οποίων, προεχόντως διεκδικούν την εφαρμογή τους οι ποινικές διατάξεις του δέκατου ένατου κεφαλαίου του Ποινικού Κώδικα (άρθρα 336-353)» παραγγέλνει ο κ. Πλιώτας στους εισαγγελείς όλης της χώρας.
Σε αυτό το πλαίσιο και ιδίως όσο αφορά την περίπτωση όπου τα θύματα είναι ανήλικα ο εισαγγελέας του Αρείου Παγου επισημαίνει στην εγκύκλιο του «Μάλιστα, για την προστασία των ανηλίκων στις σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις έχει υιοθετηθεί και η Οδηγία 211/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης, της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της σεξουαλικής πορνογραφίας. Οι, συναφώς, ποινικώς αξιολογήσιμες συμπεριφορές εκδηλώνονται και αναπτύσσονται πολλές φορές με εκμετάλλευση της άωρης ηλικίας του θύματος, της ευάλωτης θέσης του από εργασιακή εξάρτηση, των ιδιαίτερων συνθηκών στους χώρους επαγγελματικής απασχόλησης, άθλησης, διάκρισης και ανέλιξης των αθλητών, στους χώρους των ιδρυμάτων, σχολών, καταλυμάτων, παραμονής προσφύγων και μεταναστών κ.λπ και γενικά σε χώρους που τα άτομα είναι περισσότερο εκτιθέμενα σε γενετήσιες προσβολές, επειδή σε αυτούς μπορούν ευκολότερα να δημιουργηθούν ανεπιθύμητες καταστάσεις και να μετάγονται τα καθών πρόσωπα από ασφαλή θέση σε δυσχερέστερη και μειονεκτική κατάσταση για αντίσταση και διατήρηση του ερωτικού αυτοπροσδιορισμού και της γενετήσιας αυτοδιάθεση τους».
Ο κ. Πλιώτας ζητάει, ειδικά από τους «εισαγγελείς ακροάσεων», να ενθαρρύνουν τα θύματα να προβούν σε καταγγελίες.
«Πρώτο χρονικώς μέλημα του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών ως «εισαγγελέα ακροάσεων» που καθίσταται κοινωνός περιστατικού σεξουαλικής παρενόχλησης ή βαρύτερης προσβολής της γενετήσιας ελευθερίας, πρέπει να είναι η ενθάρρυνση του παθόντος προσώπου να προβεί στην καταγγελία και να εκθέσει κάθε χρήσιμη λεπτομέρεια και κρίσιμο γεγονός.
Επόμενο βήμα θα είναι η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης κατά την οποία η συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από από επιμέλεια, ταχύτητα και σχολαστικότητα, με εκμετάλλευση όλου του δικονομικού μας ποινικού οπλοστασίου που περιλαμβάνει, εκτός των άλλων, τη διενέργεια ερευνών, ειδικών ανακριτικών πράξεων (άρθρα 243, 254 ΚΠΔ), την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών (άρθρο 4 Ν.2225/94) υπό τους όρους των διατάξεων αυτών κλπ, ακολούθως δε θα πρέπει να προωθείται αναλόγως με τα εκάστοτε προκύπτοντα δικονομικώς κατά προτεραιότητα η υπόθεση και μπορεί αυτή να εξικνείται μέχρι και τον ποινικό κολασμό του υπαιτίου, εφόσον, βεβαίως, αποδειχθεί η τέλεση της αξιόποινης πράξης».
Βεβαίως, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, επισημαίνει στην εγκύκλιο του και την ανάγκη σεβασμού του τεκμηρίου αθωότητας.
«Σε κάθε περίπτωση, τονίζεται ότι είναι αυτονόητη η καθ´ όλη τη διαδικαστική πορεία της υπόθεσης, μέχρι και την έκδοση καταδικαστικής απόφασης, διαφύλαξη, του τεκμηρίου της αθωότητας του κατηγορουμένου ή του υπόπτου, που έλαβε νομοθετική υπόσταση με το ισχύον άρθρο 71 ΚΠΔ, υπό το φως της οδηγίας 2016/343/ΕΕ, ενσωματώνοντας την κεντρική αξίωση του, όπως έχει καταγραφεί στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και στο άρθρο 14 ΔΣΑΠΔ, δηλαδ του δικαιώματος κάθε κατηγορουμένου να τθεωρείται)ή του δικαιώματος κάθε κατηγορουμένου να θεωρείται (τεκμαίρεται) αθώος εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί νομίμως. Η προστασία του πολίτη και η τήρηση της νομιμότητας ως αποστολή της Εισαγγελίας (άρθρο 24 παρ. Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ.) αποτελούν το σταθερό στόχο όλων των εισαγγελικών λειτουργών και αξιώνουν τη διαρκή μας επαγρύπνηση» καταλήγει η εγκύκλιος του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.