Αμοργός: Το όνομα του Ρόδου έγινε πραγματικότητα
Θρίλερ με κλεμμένα χειρόγραφα από το μοναστήρι της Χοζοβιώτισσας
Μυστηριακή ατμόσφαιρα με πολύτιμα χειρόγραφα του 13ου αιώνα που «ακρωτηριάζονται» καθώς άγνωστοι σκίζουν βίαια τις σελίδες τους. Ενα επίλεκτο μέλος της αποκαλούμενης «υψηλής κοινωνίας» που έχει στην κατοχή του τα πολύτιμα αποσπάσματα των χειρογράφων, αλλά φεύγει από τη ζωή χωρίς να αποκαλύψει ποτέ και σε κανέναν πώς τα κειμήλια αυτά έφτασαν στα χέρια του. Ενα πανέμορφο μοναστήρι με φόντο το γαλάζιο των Κυκλάδων και ένας συλλέκτης έργων τέχνης, γνωστός δικηγόρος, που αναζητεί μανιωδώς την αλήθεια.
Δεν πρόκειται για σκηνικό από το γνωστό έργο του Ουμπέρτο Εκο «Το όνομα του ρόδου», ούτε για σενάριο κινηματογραφικής ταινίας θρίλερ ή με αστυνομική πλοκή. Πρόκειται για πραγματική ιστορία που εκτυλίσσεται μεταξύ Αθήνας και Αμοργού και απασχόλησε επί σειρά ετών τις δικαστικές αρχές έως ότου τα σπάνια χειρόγραφα επιστρέψουν εκεί όπου ανήκουν: στο εμβληματικό Μοναστήρι της Παναγίας της Χοζοβιώτισσας στην Αμοργό. Στο επίκεντρο της υπόθεσης βρίσκεται ένα σημαντικό βιβλίο γραμμένο τον 5ο ή τον 6ο αιώνα από τον Αγιο Ιωάννη τον Σιναΐτη (ή Ιωάννη της Κλίμακος), το οποίο ευρέως χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα και θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα της εκκλησιαστικής γραμματείας.
Το χειρόγραφο (πρόκειται για χειρόγραφο αντίγραφο του βιβλίου του Αγίου Ιωάννη) φυλάσσεται στη Μονή της Παναγίας της Αμοργού, πόλο έλξης χιλιάδων προσκυνητών αλλά και τουριστών από όλο τον κόσμο και σκηνικό της ταινίας «Απέραντο γαλάζιο». Από το συγκεκριμένο βιβλίο κάποιοι έσκισαν έξι σελίδες, οι οποίες, όπως διαπιστώθηκε αργότερα, είχαν καταλήξει στη συλλογή του Μουσείου Μπενάκη. Τα πολύτιμα σπαράγματα έφτασαν στο μουσείο ως δωρεά, όπως κατέθεσε στις Αρχές ο διευθυντής του κ. Αγγελος Δεληβοριάς. Σύμφωνα με την κατάθεση, τα είχε δωρίσει το 2006 ο Δημήτριος Κουτσουδάκης, γνωστός αρχιτέκτονας των Αθηνών, ο οποίος όμως έφυγε από τη ζωή, τέσσερα χρόνια μετά, χωρίς να εξηγήσει στις Αρχές πώς τα πολύτιμα κειμήλια βρέθηκαν στα χέρια του.
Ο δικηγόρος κ. Στέλιος Γκαρίπης
Η απίστευτη αυτή υπόθεση μπήκε στο μικροσκόπιο της Δικαιοσύνης τον Απρίλιο του 2009, όταν ο δικηγόρος κ. Στέλιος Γκαρίπης, συλλέκτης έργων τέχνης για περισσότερο από 20 χρόνια, ξεκίνησε έρευνα πριν αγοράσει χειρόγραφα με βίους αγίων. Στο πλαίσιο της έρευνάς του επισκέφθηκε το Μουσείο Μπενάκη όπου έκπληκτος διαπίστωσε πως στη συλλογή του συμπεριλαμβανόταν σπάραγμα χειρογράφου του 13ου αιώνα (1253), το οποίο κλάπηκε από την «Κλίμακα» του Ιωάννη του Σιναΐτη. Το χειρόγραφο περιλαμβάνεται στον κατάλογο των χειρογράφων της μονής που είχε συντάξει το 1967 ο φιλόλογος νεοελληνιστής, καθηγητής πανεπιστημίου και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, Λίνος Πολίτης.
Ο κ. Γκαρίπης κατέθεσε μηνυτήρια αναφορά στην Εισαγγελία Πρωτοδικών της Αθήνας, αφού ήταν πλέον βέβαιος πως «κάποιος έκοψε από τα χειρόγραφα που φυλάσσονται στη Μονή Χοζοβιώτισσας στην Αμοργό τις σελίδες-σπαράγματα που βρέθηκαν στο Μουσείο Μπενάκη», μέσω της δωρεάς του Κουτσουδάκη. Αμέσως με εισαγγελική παραγγελία ξεκίνησε έρευνα στο πλαίσιο της οποίας κατέθεσαν αρχαιολόγοι και υπάλληλοι της 4ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων που είχαν αναλάβει να συντηρήσουν το πολύτιμο κειμήλιο. Ολοι διαβεβαίωναν πως οι εργασίες συντήρησης του χειρογράφου έγιναν σε φυλασσόμενο χώρο του Παλατιού του Μεγάλου Μαγίστρου στη Ρόδο, όπου στεγάζονται τα εργαστήρια, και στη συνέχεια το χειρόγραφο μεταφέρθηκε υπό τη συνοδεία λιμενικών και αστυνομικών στο μοναστήρι.
Δύο από τα χειρόγραφα αντίγραφα της «Κλίμακας του Ιωάννου», ένα σημαντικό βιβλίο που γράφτηκε τον 5ο ή τον 6ο αιώνα από τον Αγιο Ιωάννη τον Σιναΐτη. Στο κάτω σπάραγμα αναφέρεται ως χρονολογία το έτος 1253
Το κειμήλιο, όπως ανέφεραν, παραδόθηκε στους υπευθύνους της μονής παρουσία κλιμακίου της αρμόδιας Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. Ωστόσο, κανείς από τους μάρτυρες δεν ήταν σε θέση να καταθέσει με ακρίβεια τον χρόνο αφαίρεσης των σπαραγμάτων. Εκτιμούσαν όμως πως η αφαίρεση έλαβε χώρα μεταξύ του τέλους του 19ου αιώνα έως το 1967, οπότε έγινε η καταγραφή των χειρογράφων από τον Λίνο Πολίτη. Οι λόγοι που αποσπάστηκαν οι σελίδες από το πολύτιμο αυτό κειμήλιο είναι προφανείς: «Ο βιβλιοκλάστης από συμφέρον καταστρέφει τα βιβλία, επειδή πουλώντας τα σε κομμάτια, κερδίζει περισσότερα από το αν τα πουλήσει ολόκληρα. Αν βρεθεί ο λάτρης του είδους η τιμή θα χτυπηθεί και θα ανέβει», αναφέρει ο Ουμπέρτο Εκο στο βιβλίο του «Αναμνήσεις επί χάρτου - Κείμενα για τη βιβλιοφιλία».
Υποπτος ο ηγούμενος
Πρώτος στο στόχαστρο των Αρχών μπήκε ο ηγούμενος της Ιεράς Μονής, αρχιμανδρίτης Σπυρίδων Δεναξάς, ο οποίος κατέθεσε μάλιστα με την ιδιότητα του υπόπτου. Ο επί 40 έτη αδελφός της μονής βεβαίωσε ότι στο κειμηλιοφυλάκιό της φυλάσσεται, μεταξύ άλλων κειμηλίων, και το χειρόγραφο βιβλίο που αναφέρεται στους λόγους του Αγίου Ιωάννη της Κλίμακος. «Μου είναι άγνωστο αν έχουν αφαιρεθεί ή όχι ή αν έχουν αντικατασταθεί με οποιονδήποτε τρόπο τα σπαράγματα από το εν λόγω βιβλίο», υποστήριξε ο καθηγούμενος, συμπληρώνοντας πως από τότε που η αρμόδια αρχαιολογική υπηρεσία τοποθέτησε τα εν λόγω κειμήλια στις νέες προθήκες αυτά ουδέποτε βγήκαν από εκεί.
Οι προβολείς της έρευνας στράφηκαν στη συνέχεια προς το άλλο μείζον ερώτημα: πώς τα σπαράγματα κατέληξαν στα χέρια του αρχιτέκτονα και μέσω αυτού, ως δωρεά, στο Μουσείο Μπενάκη. Στο ερώτημα αυτό κλήθηκε να απαντήσει ο κ. Δεληβοριάς, διευθυντής του μουσείου: «Το 2006 εμφανίστηκε ο Δημήτρης Κουτσουδάκης, διακεκριμένος αρχιτέκτων και από χρόνια φίλος του μουσείου, ο οποίος προσέφερε έναν ρολό με σπαράγματα χειρογράφων. Ηταν ιδιαίτερος άνθρωπος για το μουσείο και επίλεκτο μέλος της αθηναϊκής κοινωνίας». Ο κ. Δεληβοριάς, αφού ανέφερε πως αρχή του ίδιου αλλά και φιλοσοφία του μουσείου είναι να επιστρέφεται οποιοδήποτε αντικείμενο αποδειχθεί ότι ανήκει αλλού, τόνισε πως η μοναδική διαδικασία για την εξακρίβωση της προέλευσης των αντικειμένων που δωρίζονται στο μουσείο είναι η δημοσιοποίησή τους με την ανάρτησή τους στο Διαδίκτυο. «Αυτό έγινε και στη συγκεκριμένη περίπτωση, παρόλο που η προσωπικότητα του δωρητή δεν μου δημιουργούσε καμία υπόνοια για καμία παρανομία», ανέφερε ο μάρτυρας.
Δεν ήταν αναγνωρισμένος συλλέκτης
Οι ελπίδες των Αρχών για να πέσει άπλετο φως στην υπόθεση αυτή έμελλε να διαψευστούν οριστικά τον Ιανουάριο του 2010, όταν έφυγε από τη ζωή ο Δ. Κουτσουδάκης, ο οποίος, όπως διαπιστώθηκε, δεν ήταν αναγνωρισμένος συλλέκτης, ούτε νόμιμος κάτοχος κινητών αρχαίων, αφού δεν ήταν καταγεγραμμένος στα σχετικά αρχεία του υπουργείου Πολιτισμού. Απαντήσεις στο ερώτημα για το πώς βρέθηκαν τα κειμήλια στα χέρια του αρχιτέκτονα δεν έδωσε ούτε η σύζυγός του Ειρήνη-Ευγενία Κουτσουδάκη. Η μάρτυρας υποστήριξε στην κατάθεσή της πως ο σύζυγός της πολλά χρόνια πριν από τον θάνατό του είχε κάνει εκκαθάριση στα έγγραφά του. «Κάποια από τα έγγραφα αυτά τα θεώρησε σημαντικά και τα επέδειξε στον κ. Δεληβοριά, με τον οποίο είχε στενή φιλία και του είχε απεριόριστη εμπιστοσύνη.
Μη γνωρίζοντας την ιστορική και άλλη αξία των χειρογράφων, ζήτησε από τον κ. Δεληβοριά να τα εξετάσει και σε περίπτωση που αυτά έχουν κάποια αξία να τα κρατήσει κατά την κρίση του για το μουσείο», υποστήριξε. Ο Δ. Κουτσουδάκης, πάντως, είχε έντονη επαγγελματική δραστηριότητα, καθώς πολλά τουριστικά ακίνητα, κτίρια γραφείων και πολυκατοικίες στο κέντρο της Αθήνας φέρουν την υπογραφή του. Υπήρξε ακόμη ο αρχιτέκτων πολυτελών ακινήτων όπως των μονοκατοικιών Παπαντωνίου στο Χαλάνδρι, Μητσοτάκη στο Σούνιο, Νάσιουτζικ στα Σπάτα Αττικής και Βαλυράκη στα Χανιά.
Το 2010 όμως έφυγε από τη ζωή παίρνοντας μαζί του το «μυστικό» της απόκτησης των χειρογράφων. Από τη μεριά του το Μουσείο Μπενάκη επιστρέφει στη μονή τα σπαράγματα των βυζαντινών αρχαιοτήτων, κατόπιν παρέμβασης του υπουργείου Πολιτισμού. Μετά την εξέλιξη αυτή και με δεδομένο ότι οι μάρτυρες ανέφεραν ότι τα κειμήλια πιθανόν να εκλάπησαν προ του 1967, με διάταξη του αντεισαγγελέα Πρωτοδικών κ. Ιωάννη Τριανταφυλλόπουλου, η υπόθεση μπήκε στο αρχείο αφού είχε επέλθει και η παραγραφή των αδικημάτων. Ωστόσο, έγινε ένα σημαντικό βήμα στον δρόμο για την επιστροφή των κλεμμένων χειρογράφων στα ελληνικά μοναστήρια και τον σεβασμό στην ελληνική πολιτιστική κληρονομιά, τακτική που δήλωσε πρόσφατα πως θα ακολουθήσει και το αμερικανικό Μουσείο Γκετί.
Τι είναι η «Κλίμακα του Ιωάννου»
Η «Κλίμακα του Ιωάννου» είναι ένα σημαντικό βιβλίο γραμμένο κατά τον 5ο-6ο αιώνα από τον Αγιο Ιωάννη τον Σιναΐτη (αλλιώς και Ιωάννης της Κλίμακος), ο οποίος έχει μείνει γνωστός για την ασκητική του ζωή και τη βαθιά πνευματικότητά του. Είχε ασκητέψει για αρκετά χρόνια στην έρημο και διετέλεσε ηγούμενος της Μονής του Σινά. Οταν ήταν ηγούμενος έλαβε γράμμα από τον Ιωάννη, ηγούμενο της Μονής Ραϊθού, ο οποίος του ζητούσε λόγους πνευματικούς και συμβουλές για την ασκητική ζωή. Ο Αγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης τότε, σε απάντηση αυτού του αιτήματος από τον Ιωάννη της Ραϊθού, έστειλε ένα σύγγραμμα το οποίο ονόμασε «Κλίμαξ Θείας Ανόδου». Αυτό το σύγγραμμα θεωρείται φάρος τόσο για τους μοναχούς όσο και για τους χριστιανούς που θέλουν να φτάσουν στον Θεό. Το βιβλίο είναι διαιρεμένο σε 30 κεφάλαια-«Λόγους» οι οποίοι εξηγούν τις διάφορες αρετές. Κάθε κεφάλαιο-Λόγος είναι σαν βαθμίδα (σκαλοπάτι) η οποία ανεβάζει τον χριστιανό ολοένα πιο ψηλά στην κλίμακα των αρετών.
Πηγή: protothema.gr