Κοροναϊός: Το βρετανικό στέλεχος είχε φτάσει στην Ελλάδα πολύ πριν ανακαλυφθεί στην Αγγλία
Σύμφωνα με τους ερευνητές και την επιθεώρηση Emerging Infectious Diseases
Το άκρως μεταδοτικό βρετανικό στέλεχος του κοροναϊού είχε φτάσει στην Ελλάδα και τουλάχιστον 14 ακόμα χώρες πολύ πριν ανακαλυφθεί στην Αγγλία τον περασμένο Δεκέμβριο, εκτιμά διεθνής ερευνητική ομάδα, σε μια μελέτη που αναδεικνύει την ανάγκη για συστηματικές γενετικές αναλύσεις του κοροναϊού.
Σύμφωνα με τους ερευνητές και την επιθεώρηση Emerging Infectious Diseases, το στέλεχος Β117 πιθανότατα πρωτοεμφανίστηκε στη Βρετανία αλλά είχε σχεδόν σίγουρα προλάβει να φτάσει στην Ελλάδα μέχρι τις 27 Οκτωβρίου.
«Μέχρι να μάθουμε για τη βρετανική παραλλαγή τον Δεκέμβριο, διαδιδόταν σιωπηλά σε όλο τον κόσμο» λέει η Λόρεν Άνσελ Μέγιερς, διευθύντρια της Κοινοπραξίας Μοντελοποίησης Covid-19 στο Πανεπιστήμιο του Τέξας στο Όστιν, μέλος της ερευνητικής ομάδας.
«Εκτιμούμε ότι η παραλλαγή B117 πιθανότατα είχε φτάσει στις ΗΠΑ μέχρι τον Οκτώβριο του 2020, δύο μήνες πριν μάθουμε καν την ύπαρξή του» ανέφερε σε δελτίο Τύπου του πανεπιστημίου.
Το Β117, το οποίο εκτιμάται ότι είναι έως και 80% πιο μεταδοτικό από το τον αρχικό πανδημικό ιό, ανακαλύφθηκε στις αρχές Δεκεμβρίου σε δείγμα που είχε ληφθεί από ασθενή της Covid-19 τον Σεπτέμβριο στο Κεντ της Αγγλίας.
Η μελέτη συνδύασε εκτιμήσεις για την διάδοση του B117 στη Βρετανία με δεδομένα του Facebook για διεθνή ταξίδια σε 15 χώρες προκειμένου να εκτιμήσει την πιθανότητα να είχε φτάσει το νέο στέλεχος στις χώρες αυτές πριν από τις 7 Δεκεμβρίου 2020.
Η ανάλυση δείχνει πιθανότητα σχεδόν 100% να είχε φτάσει και στην Ελλάδα μέχρι τις 28 Οκτωβρίου, αν και δεν αποκλείεται αυτό να συνέβη μερικές εβδομάδες νωρίτερα, στα μέσα Σεπτεμβρίου.
Στην Ελλάδα, το πρώτο κρούσμα του B117 αναγνωρίστηκε στις 3 Ιανουαρίου.
«Η μελέτη αναδεικνύει την ανάγκη εργαστηριακής επαγρύπνισης» επισήμανε η Μέγιερς. «Η ταχεία και εκτεταμένη αλληλούχιση δειγμάτων του ιού έχει κρίσιμη σημασία για την έγκαιρη ανίχνευση και ιχνηλάτηση νέων παραλλαγών» εξήγησε.
Πράγματι, η ανακάλυψη του βρετανικού στελέχους και άλλων παραλλαγών του ιού οδήγησε πολλές χώρες στην απόφαση να πραγματοποιούν γενετικές αναλύσεις σε περισσότερα δείγματα από ασθενείς του κοροναϊού.
Μαζί με τα αποτελέσματα της μελέτης, τα μέλη της Κοινοπραξίας Μοντελοποίησης Covid-19 παρουσίασαν ένα διαδικτυακό εργαλείο που υπολογίζει πόσα δείγματα ιού πρέπει να εξετάσει κανείς για να ανιχνεύσει νέες παραλλαγές από τη στιγμή της εμφάνισής τους.
Για παράδειγμα, αν ο στόχος είναι η ανίχνευση ενός πρωτοεμφανιζόμενου στελέχους όταν φτάσει στο σημείο να προκαλεί 1 κρούσμα ανά 1.000 περιστατικά Covid-19, οι γενετικές αναλύσεις πρέπει να καλύπτουν δείγματα από περίπου 3.000 ασθενείς κάθε εβδομάδα.
Το στέλεχος Β117 είναι πιο μεταδοτικό λόγω μεταλλάξεων που επηρεάζουν το σχήμα της πρωτεΐνης-ακίδας, την οποία χρησιμοποιεί ο κοροναϊός για να εισβάλλει στα ανθρώπινα κύτταρα.
Η πρωτεΐνη-ακίδα είναι στόχος όλων των σημερινών εμβολίων κατά της Covid-19, ωστόσο η ανησυχία ότι οι μεταλλάξεις του Β117 μπορεί να μειώνουν την αποτελεσματικότητα του εμβολιασμού ευτυχώς δεν δείχνει να επιβεβαιώνεται.
Σύμφωνα με τους ερευνητές και την επιθεώρηση Emerging Infectious Diseases, το στέλεχος Β117 πιθανότατα πρωτοεμφανίστηκε στη Βρετανία αλλά είχε σχεδόν σίγουρα προλάβει να φτάσει στην Ελλάδα μέχρι τις 27 Οκτωβρίου.
«Μέχρι να μάθουμε για τη βρετανική παραλλαγή τον Δεκέμβριο, διαδιδόταν σιωπηλά σε όλο τον κόσμο» λέει η Λόρεν Άνσελ Μέγιερς, διευθύντρια της Κοινοπραξίας Μοντελοποίησης Covid-19 στο Πανεπιστήμιο του Τέξας στο Όστιν, μέλος της ερευνητικής ομάδας.
«Εκτιμούμε ότι η παραλλαγή B117 πιθανότατα είχε φτάσει στις ΗΠΑ μέχρι τον Οκτώβριο του 2020, δύο μήνες πριν μάθουμε καν την ύπαρξή του» ανέφερε σε δελτίο Τύπου του πανεπιστημίου.
Το Β117, το οποίο εκτιμάται ότι είναι έως και 80% πιο μεταδοτικό από το τον αρχικό πανδημικό ιό, ανακαλύφθηκε στις αρχές Δεκεμβρίου σε δείγμα που είχε ληφθεί από ασθενή της Covid-19 τον Σεπτέμβριο στο Κεντ της Αγγλίας.
Η μελέτη συνδύασε εκτιμήσεις για την διάδοση του B117 στη Βρετανία με δεδομένα του Facebook για διεθνή ταξίδια σε 15 χώρες προκειμένου να εκτιμήσει την πιθανότητα να είχε φτάσει το νέο στέλεχος στις χώρες αυτές πριν από τις 7 Δεκεμβρίου 2020.
Η ανάλυση δείχνει πιθανότητα σχεδόν 100% να είχε φτάσει και στην Ελλάδα μέχρι τις 28 Οκτωβρίου, αν και δεν αποκλείεται αυτό να συνέβη μερικές εβδομάδες νωρίτερα, στα μέσα Σεπτεμβρίου.
Στην Ελλάδα, το πρώτο κρούσμα του B117 αναγνωρίστηκε στις 3 Ιανουαρίου.
«Η μελέτη αναδεικνύει την ανάγκη εργαστηριακής επαγρύπνισης» επισήμανε η Μέγιερς. «Η ταχεία και εκτεταμένη αλληλούχιση δειγμάτων του ιού έχει κρίσιμη σημασία για την έγκαιρη ανίχνευση και ιχνηλάτηση νέων παραλλαγών» εξήγησε.
Πράγματι, η ανακάλυψη του βρετανικού στελέχους και άλλων παραλλαγών του ιού οδήγησε πολλές χώρες στην απόφαση να πραγματοποιούν γενετικές αναλύσεις σε περισσότερα δείγματα από ασθενείς του κοροναϊού.
Μαζί με τα αποτελέσματα της μελέτης, τα μέλη της Κοινοπραξίας Μοντελοποίησης Covid-19 παρουσίασαν ένα διαδικτυακό εργαλείο που υπολογίζει πόσα δείγματα ιού πρέπει να εξετάσει κανείς για να ανιχνεύσει νέες παραλλαγές από τη στιγμή της εμφάνισής τους.
Για παράδειγμα, αν ο στόχος είναι η ανίχνευση ενός πρωτοεμφανιζόμενου στελέχους όταν φτάσει στο σημείο να προκαλεί 1 κρούσμα ανά 1.000 περιστατικά Covid-19, οι γενετικές αναλύσεις πρέπει να καλύπτουν δείγματα από περίπου 3.000 ασθενείς κάθε εβδομάδα.
Το στέλεχος Β117 είναι πιο μεταδοτικό λόγω μεταλλάξεων που επηρεάζουν το σχήμα της πρωτεΐνης-ακίδας, την οποία χρησιμοποιεί ο κοροναϊός για να εισβάλλει στα ανθρώπινα κύτταρα.
Η πρωτεΐνη-ακίδα είναι στόχος όλων των σημερινών εμβολίων κατά της Covid-19, ωστόσο η ανησυχία ότι οι μεταλλάξεις του Β117 μπορεί να μειώνουν την αποτελεσματικότητα του εμβολιασμού ευτυχώς δεν δείχνει να επιβεβαιώνεται.