Μόσιαλος για κοροναϊό: Η εισπνεόμενη βουδεσονίδη φαίνεται να μειώνει την πιθανότητα ανάγκης επείγουσας ιατρικής περίθαλψης
Στις πρώτες 7 ημέρες των συμπτωμάτων COVID-19
Σε μία ανάρτηση-αποκάλυψη που υπό προϋποθέσεις γεννά ελπίδες για μια πρώτη επιθετική αντιμωτώπιση κατά του κοροναϊού, προχώρησε μέσω ανάρτησής του στο Facebook, ο καθηγητής Πολιτικής της Υγείας της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Λονδίνου (LSE) Ηλίας Μόσιαλος.
«Η εισπνεόμενη βουδεσονίδη στις πρώτες 7 ημέρες των συμπτωμάτων COVID-19 φαίνεται να μειώνει την πιθανότητα ανάγκης επείγουσας ιατρικής περίθαλψης και τον χρόνο έως την ανάρρωση. Τα αποτελέσματα προκύπτουν από μια μικρή αλλά καλά σχεδιασμένη βρετανική μελέτη και εάν επιβεβαιωθούν θα έχουμε άλλο ένα όπλο στη μάχη κατά του κορωνοϊού», αναφέρει χαρακτηριστικά ο καθηγητής.
Οι αναλύσεις και οι αναφορές ασθενών που εισήχθησαν στο νοσοκομείο με COVID-19 έδειξαν ότι oι ασθενείς με χρόνια αναπνευστική νόσο υποεκπροσωπούνταν σημαντικά ως ομάδα. Για να ερευνήσουν περαιτέρω τη σημασία αυτού, βρετανοί ερευνητές σχεδίασαν μια τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη δοκιμή κλινική δοκιμή (Steroids in COVID-19; STOIC), με συμμετέχοντες από την κοινότητα στο Oxfordshire του Ηνωμένου Βασιλείου.
Υπέθεσαν ότι η ευρεία χρήση εισπνεόμενων γλυκοκορτικοειδών μεταξύ των ασθενών με χρόνια αναπνευστική νόσο ήταν υπεύθυνη για το εύρημα και δοκιμάστηκε εάν η βουδεσονίδη είναι αποτελεσματική ως θεραπεία για πρώιμο COVID-19. Τα αποτελέσματα της φάσης 2 της μελέτης δημοσιεύθηκαν πρόσφατα στο Lancet Respiratory Medicine (doi.org/10.1016/S2213-2600(21)00160-0).
Η εισπνεόμενη βουδεσονίδη είναι μια απλή, ασφαλής, καλά μελετημένη, φθηνή και ευρέως διαθέσιμη θεραπεία. Η μελέτη περιλάμβανε τη σύγκριση της χρήσης βουδεσονίδης από ενήλικες στο διάστημα εντός 7 ημερών από την έναρξη των ήπιων συμπτωμάτων COVID-19, με ενήλικες στην συνήθη φροντίδα.
Ζητήθηκε λοιπόν από τους συμμετέχοντες στην ομάδα χρήσης βουδεσονίδης, να κάνουν δύο εισπνοές για δύο φορές την ημέρα, μέχρι την επίλυση των συμπτωμάτων (και έγινε στρωματοποίηση των αποτελεσμάτων για την ηλικία (≤40 ετών ή> 40 ετών), το φύλο (άνδρας ή γυναίκα) και τον αριθμό των συννοσηροτήτων (≤1 και ≥2)).
Το πρωταρχικό τελικό σημείο της μελέτης ήταν η ανάγκη για επείγουσα ιατρική περίθαλψη λόγω συμπτωμάτων που οφείλονται στην πορεία της λοίμωξης από COVID-19. Δευτερεύοντα σημεία της μελέτης και αποτελέσματα ήταν η αυτό-αναφερόμενη κλινική ανάκαμψη (δηλαδή η επίλυση των συμπτωμάτων), και ιογενή συμπτώματα που μετρήθηκαν χρησιμοποιώντας γνωστά ερωτηματολόγια (CCQ και FLUPro). Καταγράφηκαν επίσης η θερμοκρασία του σώματος, ο κορεσμός του οξυγόνου στο αίμα και το ιικό φορτίο.
Ο Ηλίας Μόσιαλος διευκρινίζει:
Τι έδειξαν λοιπόν τα αποτελέσματα;
Καταρχάς, όπως είπα πρόκειται για μια μικρή αλλά καλά σχεδιασμένη μελέτη. Τα αποτελέσματα προκύπτουν από την ανάλυση 146 συμμετεχόντων - 73 που έλαβαν συνήθη φροντίδα και 73 που έλαβαν βουδεσονίδη, και που συμμετείχαν στη μελέτη από τις 16 Ιουλίου έως τις 9 Δεκεμβρίου 2020. Ενώ ο αρχικός σχεδιασμός προέβλεπε μεγαλύτερο αριθμό συμμετεχόντων, η κλινική δοκιμή σταμάτησε μετά από ανεξάρτητη στατιστική ανασκόπηση, που κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το αποτέλεσμα της μελέτης δεν θα άλλαζε με περαιτέρω συμμετοχή.
Δηλαδή, εγγράφηκαν ενήλικες ηλικίας άνω των 18 ετών με συμπτώματα COVID-19 (βήχα και πυρετό ή ανοσμία ή και τα δύο) εντός των πρώτων 7 ημερών αυτών των συμπτωμάτων. Αποκλείστηκαν από τη μελέτη όσοι είχαν κάνει πρόσφατα (εντός 7 ημερών) χρήση εισπνεόμενων ή συστημικών γλυκοκορτικοειδών ή εάν είχαν γνωστή αλλεργία ή αντένδειξη στην εισπνεόμενη βουδεσονίδη.
Όσοι έπαιρναν βουδεσονίδη είχαν κλινική ανάκαμψη πιο νωρίς (κατά μέσο όρο 7 ημέρες στην ομάδα βουδεσονίδης έναντι 8 ημερών στην ομάδα συνήθους φροντίδας). Επίσης, και ο μέσος όρος ημερών με πυρετό στις πρώτες 14 ημέρες αλλά και το ποσοστό συμμετεχόντων με τουλάχιστον 1 ημέρα πυρετού ήταν χαμηλότερα στην ομάδα που έλαβε βουδεσονίδη σε σύγκριση με την ομάδα συνήθους φροντίδας. Για αυτό και καταγράφηκε και μικρότερη χρήση αντιπυρετικού στην ομάδα βουδεσονίδης σε σύγκριση με την ομάδα συνήθους φροντίδας (27% έναντι 50%).
Επιπλέον, η μέση συνολική αλλαγή βαθμολογίας στα CCQ και FLUPro για 14 ημέρες ήταν σημαντικά καλύτερη στην ομάδα βουδεσονίδης σε σύγκριση με τη συνήθη ομάδα φροντίδας. Ο κορεσμός οξυγόνου στο αίμα και το ιικό φορτίο (συγκρίνοντας τα αποτελέσματα των μοριακών τεστ) δεν ήταν διαφορετικά μεταξύ των ομάδων. Τέλος, λιγότεροι από αυτούς που λάμβαναν βουδεσονίδη είχαν ακόμα συμπτώματα μετά από 14 ή 28 ημέρες σε σύγκριση με τους συμμετέχοντες που έλαβαν τη συνήθη φροντίδα.
Ακόμα πιο σημαντικό όμως ήταν το πρωτογενές τελικό σημείο, δηλαδή πως στην ομάδα βουδεσονίδης καταγράφηκε στατιστικά σημαντική μείωση της ανάγκης για επείγουσα ιατρική περίθαλψη. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι αυτό αντιστοιχούσε στο 14% των συμμετεχόντων που δεν έπαιρναν το φάρμακο και στο 1% για την ομάδα βουδεσονίδης. Αυτό σημαίνει σχετική μείωση κινδύνου 91% για όσους έλαβαν βουδεσονίδη σε σχέση με την ομάδα που δεν έπαιρνε το φάρμακο.
Γιατί όμως είναι πολύ σημαντικά τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης;
Για την έγκαιρη θεραπεία της νόσου COVID-19 χρειαζόμαστε φάρμακα για εξωνοσοκομειακή χρήση (για παράδειγμα εισπνεόμενα ή για χρήση από το στόμα). Βλέπουμε πως η έγκαιρη χορήγηση εισπνεόμενης βουδεσονίδης όχι μόνο μείωσε τον χρόνο έως την ανάρρωση από COVID-19 αλλά μείωσε και την πιθανότητα ανάγκης επείγουσας ιατρικής περίθαλψης. Δηλαδή έχουμε ανακούφιση και σε επίπεδο ασθενούς αλλά και σε επίπεδο συστήματος υγείας.
Επιπλέον, τα ευρεία κριτήρια ένταξης καθιστούν αυτήν την φαρμακευτική παρέμβαση πολύ σημαντική για τα συστήματα υγείας παγκοσμίως και ιδιαίτερα για χώρες χαμηλού εισοδήματος και μεσαίου εισοδήματος. Για παράδειγμα, αν και η δεξαμεθαζόνη είναι ευρέως διαθέσιμη και φάρμακο χαμηλού κόστους, με αποτελεσματικότητα στη μείωση της θνησιμότητας σε σοβαρές και εντατικής θεραπείας COVID-19 και ακόμα και αν υπάρχει πιθανότητα χρήσης μονοκλωνικών αντισωμάτων αυτό δυστυχώς δεν έχει σημασία σε χώρες με περιορισμένη δυνατότητα για εντατική φροντίδα. Επιπλέον, σε χώρες υψηλού εισοδήματος, η εισπνεόμενη βουδεσονίδη θα μπορούσε να λειτουργήσει ως συμπλήρωμα για τη μείωση της πίεσης στα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης έως ότου μπορεί να επιτευχθεί εκτεταμένος εμβολιασμός.
Επίσης, η αποτελεσματικότητα της εισπνεόμενης βουδεσονίδης στη μάχη της πανδημίας είναι απίθανο να επηρεαστεί από οποιαδήποτε αναδυόμενη παραλλαγή του ιού.
Κλείνοντας ο κ. Μόσιαλος υπογραμμίζει, πως για άλλη μια φορά βλέπουμε πόσο μεγάλη είναι η σημασία της συστηματοποίησης των αποτελεσμάτων και της ψηφιοποίησης των αρχείων. Ακόμα και εάν είναι αρνητικά: όπως εδώ, που οι ερευνητές είδαν πως μια υποομάδα που έπαιρνε συγκεκριμένο σχήμα θεραπείας δεν νοσούσε τόσο συχνά με COVID-19.
«Χρειάζεται αυτή η μελέτη να συνεχιστεί και σε μεγαλύτερο πληθυσμιακό δείγμα και κυρίως σε ενήλικες άνω των 40, ώστε να έχουμε καλύτερη εικόνα για την πρόληψη σε αυτές τις ηλικιακές ομάδες που έχουμε μεγαλύτερες πιθανότητες δυσμενούς εξέλιξης της νόσου. Αλλά τα πρώτα αποτελέσματα που παρουσιάστηκαν σε αυτή τη μελέτη είναι σημαντικά και ιδιαίτερα ενθαρρυντικά», επισημαίνει ο ίδιος.
«Η εισπνεόμενη βουδεσονίδη στις πρώτες 7 ημέρες των συμπτωμάτων COVID-19 φαίνεται να μειώνει την πιθανότητα ανάγκης επείγουσας ιατρικής περίθαλψης και τον χρόνο έως την ανάρρωση. Τα αποτελέσματα προκύπτουν από μια μικρή αλλά καλά σχεδιασμένη βρετανική μελέτη και εάν επιβεβαιωθούν θα έχουμε άλλο ένα όπλο στη μάχη κατά του κορωνοϊού», αναφέρει χαρακτηριστικά ο καθηγητής.
Οι αναλύσεις και οι αναφορές ασθενών που εισήχθησαν στο νοσοκομείο με COVID-19 έδειξαν ότι oι ασθενείς με χρόνια αναπνευστική νόσο υποεκπροσωπούνταν σημαντικά ως ομάδα. Για να ερευνήσουν περαιτέρω τη σημασία αυτού, βρετανοί ερευνητές σχεδίασαν μια τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη δοκιμή κλινική δοκιμή (Steroids in COVID-19; STOIC), με συμμετέχοντες από την κοινότητα στο Oxfordshire του Ηνωμένου Βασιλείου.
Υπέθεσαν ότι η ευρεία χρήση εισπνεόμενων γλυκοκορτικοειδών μεταξύ των ασθενών με χρόνια αναπνευστική νόσο ήταν υπεύθυνη για το εύρημα και δοκιμάστηκε εάν η βουδεσονίδη είναι αποτελεσματική ως θεραπεία για πρώιμο COVID-19. Τα αποτελέσματα της φάσης 2 της μελέτης δημοσιεύθηκαν πρόσφατα στο Lancet Respiratory Medicine (doi.org/10.1016/S2213-2600(21)00160-0).
Η εισπνεόμενη βουδεσονίδη είναι μια απλή, ασφαλής, καλά μελετημένη, φθηνή και ευρέως διαθέσιμη θεραπεία. Η μελέτη περιλάμβανε τη σύγκριση της χρήσης βουδεσονίδης από ενήλικες στο διάστημα εντός 7 ημερών από την έναρξη των ήπιων συμπτωμάτων COVID-19, με ενήλικες στην συνήθη φροντίδα.
Ζητήθηκε λοιπόν από τους συμμετέχοντες στην ομάδα χρήσης βουδεσονίδης, να κάνουν δύο εισπνοές για δύο φορές την ημέρα, μέχρι την επίλυση των συμπτωμάτων (και έγινε στρωματοποίηση των αποτελεσμάτων για την ηλικία (≤40 ετών ή> 40 ετών), το φύλο (άνδρας ή γυναίκα) και τον αριθμό των συννοσηροτήτων (≤1 και ≥2)).
Το πρωταρχικό τελικό σημείο της μελέτης ήταν η ανάγκη για επείγουσα ιατρική περίθαλψη λόγω συμπτωμάτων που οφείλονται στην πορεία της λοίμωξης από COVID-19. Δευτερεύοντα σημεία της μελέτης και αποτελέσματα ήταν η αυτό-αναφερόμενη κλινική ανάκαμψη (δηλαδή η επίλυση των συμπτωμάτων), και ιογενή συμπτώματα που μετρήθηκαν χρησιμοποιώντας γνωστά ερωτηματολόγια (CCQ και FLUPro). Καταγράφηκαν επίσης η θερμοκρασία του σώματος, ο κορεσμός του οξυγόνου στο αίμα και το ιικό φορτίο.
Ο Ηλίας Μόσιαλος διευκρινίζει:
Τι έδειξαν λοιπόν τα αποτελέσματα;
Καταρχάς, όπως είπα πρόκειται για μια μικρή αλλά καλά σχεδιασμένη μελέτη. Τα αποτελέσματα προκύπτουν από την ανάλυση 146 συμμετεχόντων - 73 που έλαβαν συνήθη φροντίδα και 73 που έλαβαν βουδεσονίδη, και που συμμετείχαν στη μελέτη από τις 16 Ιουλίου έως τις 9 Δεκεμβρίου 2020. Ενώ ο αρχικός σχεδιασμός προέβλεπε μεγαλύτερο αριθμό συμμετεχόντων, η κλινική δοκιμή σταμάτησε μετά από ανεξάρτητη στατιστική ανασκόπηση, που κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το αποτέλεσμα της μελέτης δεν θα άλλαζε με περαιτέρω συμμετοχή.
Δηλαδή, εγγράφηκαν ενήλικες ηλικίας άνω των 18 ετών με συμπτώματα COVID-19 (βήχα και πυρετό ή ανοσμία ή και τα δύο) εντός των πρώτων 7 ημερών αυτών των συμπτωμάτων. Αποκλείστηκαν από τη μελέτη όσοι είχαν κάνει πρόσφατα (εντός 7 ημερών) χρήση εισπνεόμενων ή συστημικών γλυκοκορτικοειδών ή εάν είχαν γνωστή αλλεργία ή αντένδειξη στην εισπνεόμενη βουδεσονίδη.
Όσοι έπαιρναν βουδεσονίδη είχαν κλινική ανάκαμψη πιο νωρίς (κατά μέσο όρο 7 ημέρες στην ομάδα βουδεσονίδης έναντι 8 ημερών στην ομάδα συνήθους φροντίδας). Επίσης, και ο μέσος όρος ημερών με πυρετό στις πρώτες 14 ημέρες αλλά και το ποσοστό συμμετεχόντων με τουλάχιστον 1 ημέρα πυρετού ήταν χαμηλότερα στην ομάδα που έλαβε βουδεσονίδη σε σύγκριση με την ομάδα συνήθους φροντίδας. Για αυτό και καταγράφηκε και μικρότερη χρήση αντιπυρετικού στην ομάδα βουδεσονίδης σε σύγκριση με την ομάδα συνήθους φροντίδας (27% έναντι 50%).
Επιπλέον, η μέση συνολική αλλαγή βαθμολογίας στα CCQ και FLUPro για 14 ημέρες ήταν σημαντικά καλύτερη στην ομάδα βουδεσονίδης σε σύγκριση με τη συνήθη ομάδα φροντίδας. Ο κορεσμός οξυγόνου στο αίμα και το ιικό φορτίο (συγκρίνοντας τα αποτελέσματα των μοριακών τεστ) δεν ήταν διαφορετικά μεταξύ των ομάδων. Τέλος, λιγότεροι από αυτούς που λάμβαναν βουδεσονίδη είχαν ακόμα συμπτώματα μετά από 14 ή 28 ημέρες σε σύγκριση με τους συμμετέχοντες που έλαβαν τη συνήθη φροντίδα.
Ακόμα πιο σημαντικό όμως ήταν το πρωτογενές τελικό σημείο, δηλαδή πως στην ομάδα βουδεσονίδης καταγράφηκε στατιστικά σημαντική μείωση της ανάγκης για επείγουσα ιατρική περίθαλψη. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι αυτό αντιστοιχούσε στο 14% των συμμετεχόντων που δεν έπαιρναν το φάρμακο και στο 1% για την ομάδα βουδεσονίδης. Αυτό σημαίνει σχετική μείωση κινδύνου 91% για όσους έλαβαν βουδεσονίδη σε σχέση με την ομάδα που δεν έπαιρνε το φάρμακο.
Γιατί όμως είναι πολύ σημαντικά τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης;
Για την έγκαιρη θεραπεία της νόσου COVID-19 χρειαζόμαστε φάρμακα για εξωνοσοκομειακή χρήση (για παράδειγμα εισπνεόμενα ή για χρήση από το στόμα). Βλέπουμε πως η έγκαιρη χορήγηση εισπνεόμενης βουδεσονίδης όχι μόνο μείωσε τον χρόνο έως την ανάρρωση από COVID-19 αλλά μείωσε και την πιθανότητα ανάγκης επείγουσας ιατρικής περίθαλψης. Δηλαδή έχουμε ανακούφιση και σε επίπεδο ασθενούς αλλά και σε επίπεδο συστήματος υγείας.
Επιπλέον, τα ευρεία κριτήρια ένταξης καθιστούν αυτήν την φαρμακευτική παρέμβαση πολύ σημαντική για τα συστήματα υγείας παγκοσμίως και ιδιαίτερα για χώρες χαμηλού εισοδήματος και μεσαίου εισοδήματος. Για παράδειγμα, αν και η δεξαμεθαζόνη είναι ευρέως διαθέσιμη και φάρμακο χαμηλού κόστους, με αποτελεσματικότητα στη μείωση της θνησιμότητας σε σοβαρές και εντατικής θεραπείας COVID-19 και ακόμα και αν υπάρχει πιθανότητα χρήσης μονοκλωνικών αντισωμάτων αυτό δυστυχώς δεν έχει σημασία σε χώρες με περιορισμένη δυνατότητα για εντατική φροντίδα. Επιπλέον, σε χώρες υψηλού εισοδήματος, η εισπνεόμενη βουδεσονίδη θα μπορούσε να λειτουργήσει ως συμπλήρωμα για τη μείωση της πίεσης στα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης έως ότου μπορεί να επιτευχθεί εκτεταμένος εμβολιασμός.
Επίσης, η αποτελεσματικότητα της εισπνεόμενης βουδεσονίδης στη μάχη της πανδημίας είναι απίθανο να επηρεαστεί από οποιαδήποτε αναδυόμενη παραλλαγή του ιού.
Κλείνοντας ο κ. Μόσιαλος υπογραμμίζει, πως για άλλη μια φορά βλέπουμε πόσο μεγάλη είναι η σημασία της συστηματοποίησης των αποτελεσμάτων και της ψηφιοποίησης των αρχείων. Ακόμα και εάν είναι αρνητικά: όπως εδώ, που οι ερευνητές είδαν πως μια υποομάδα που έπαιρνε συγκεκριμένο σχήμα θεραπείας δεν νοσούσε τόσο συχνά με COVID-19.
«Χρειάζεται αυτή η μελέτη να συνεχιστεί και σε μεγαλύτερο πληθυσμιακό δείγμα και κυρίως σε ενήλικες άνω των 40, ώστε να έχουμε καλύτερη εικόνα για την πρόληψη σε αυτές τις ηλικιακές ομάδες που έχουμε μεγαλύτερες πιθανότητες δυσμενούς εξέλιξης της νόσου. Αλλά τα πρώτα αποτελέσματα που παρουσιάστηκαν σε αυτή τη μελέτη είναι σημαντικά και ιδιαίτερα ενθαρρυντικά», επισημαίνει ο ίδιος.