Τα 6 στοιχεία που θα κρίνουν τις αποφάσεις για τον εμβολιασμό παιδιών και εφήβων – Μόσιαλος στα Παραπολιτικά: «Δεν χρειάζεται ο εμβολιασμός των παιδιών αν…»
Δεν έχουν περάσει πολλές ηµέρες από τη γνωµοδότηση του Ευρωπαϊκού Οργανισµού Φαρµάκων (EMA), ιδιαίτερα της Ειδικής Επιτροπής Ιατρικών Προϊόντων για Ανθρώπινη Χρήση (CHMP) του EMA, η οποία ενέκρινε την επέκταση της ηλικίας εµβολιασµού κατά του νέου κορονοϊού µε εµβόλιο mRNA, δηλαδή µε εµβόλιο της φαρµακευτικής εταιρείας Pfi zer - BioNTech, σε παιδιά ηλικίας 12- 15 ετών. Ετσι, το λίαν αµφιλεγόµενο όσο και άκρως ευαίσθητο κοινωνικά θέµα του εµβολιασµού των παιδιών ηλικίας 12-15 ετών κατά του νέου κοροναϊού δεν µπορεί παρά να αρχίσει, το προσεχές χρονικό διάστηµα, να καταλαµβάνει ικανό µέρος του δηµόσιου διαλόγου στη χώρα µας, δεδοµένων, µάλιστα, των καθόλου ικανοποιητικών ποσοστών εµβολιασµού για τις ηλικιακές κατηγορίες άνω των 60 ετών - και όχι µόνο για αυτές...
Σύµφωνα, λοιπόν, µε όσα ανέφερε την περασµένη ∆ευτέρα η πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εµβολιασµών, οµότιµη καθηγήτρια Παιδιατρικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστηµίου Αθηνών, Μαρία Θεοδωρίδου, η ως άνω απόφαση του EMA βασίστηκε σε µελέτη η οποία αφορούσε 2.260 παιδιά ηλικίας 12-15 ετών, τα οποία, σύµφωνα µε το ειδικό για παιδιά ερευνητικό πρωτόκολλο, παρακολουθήθηκαν, για να διαπιστωθεί ότι το εµβόλιο ήταν ανοσογόνο, τα παιδιά παρήγαγαν αντισώµατα, και µάλιστα σε υψηλότερο επίπεδο σε σχέση µε τα µεγαλύτερης ηλικίας άτοµα, και ήταν επίσης αποτελεσµατικό.
Από τα 1.005 παιδιά που εµβολιάστηκαν κανένα δεν ανέπτυξε νόσο COVID-19 σε σύγκριση µε 16 παιδιά από τα 978 τα οποία ανήκαν στην οµάδα «µαρτύρων», την οµάδα ελέγχου δηλαδή. Συνεπώς, η αποτελεσµατικότητα του εµβολίου ήταν περίπου 100%. Τα παιδιά παρουσίασαν ήπιες, συνήθεις ανεπιθύµητες ενέργειες, όπως εκείνες τις οποίες γνωρίζουµε από τα συµβατικά παιδικά εµβόλια, αλλά η Μαρία Θεοδωρίδου επεσήµανε, ακόµα, ότι «ο περιορισµένος αριθµός παιδιών που συµπεριλαµβάνει η µελέτη δεν θα µπορούσε να ανιχνεύσει σπάνιες ανεπιθύµητες ενέργειες».
Η επιτροπή του EMA έκρινε, επίσης, ότι τα οφέλη υπερτερούν των πιθανών κινδύνων, ιδιαίτερα για παιδιά µε υποκείµενα νοσήµατα, επίφοβα για διευκόλυνση της νόσησης από τη λοίµωξη COVID-19. Σύµφωνα πάντα µε την κ. Θεοδωρίδου, «η έγκριση από τον ΕΜΑ σηµατοδοτεί τη δυνατότητα από κάθε χώρα να µπορεί να διαµορφωθεί µια στρατηγική, µια πολιτική εµβολιασµού ανάλογα µε τα στοιχεία που διαθέτει η καθεµία. Οπως γίνεται και για όλα τα εµβόλια, η Εθνική Επιτροπή Εµβολιασµών συνεκτιµά πολλούς παράγοντες και διαµορφώνει το σκεπτικό και την απόφασή της, την οποία και δηµοσιοποιεί όταν πρόκειται να εξετάσει την έγκριση ενός εµβολίου».
Ετσι, οι παράγοντες που θα συνεκτιµηθούν από την Εθνική Επιτροπή Εµβολιασµών είναι εκείνοι που αφορούν:
Σε πρόσφατη τοποθέτησή του, άλλωστε, ο πρόεδρος της Ελληνικής Παιδιατρικής Εταιρείας (ΕΠΕ), καθηγητής Παιδιατρικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστηµίου Αθηνών, Ανδρέας Κωνσταντόπουλος, ανέφερε, µεταξύ άλλων, χαρακτηριστικά: «Στην Αµερική περίπου 1.500.000 παιδιά έχουν διαγνωστεί, αλλά υπολογίζεται ότι τα µολυνθέντα είναι 22.500.000, ενώ έχουν καταλήξει 130 παιδιά. Το ποσοστό είναι µικρό, αλλά δεν παύει να υπάρχει. Και όταν πρόκειται για το δικό µας παιδί, µπορεί για τους άλλους να είναι ένα πολύ µικρό νούµερο, αλλά για εµάς είναι το 100%». Ο κ. Κωνσταντόπουλος επεσήµανε, ακόµα, ότι «µπορεί τώρα, λόγω καιρού, να µην υπάρχει ιδιαίτερο πρόβληµα στα σχολεία, αλλά από το φθινόπωρο - χειµώνα, που θα κλείσουν οι αίθουσες, το ιικό φορτίο θα είναι ιδιαίτερα υψηλό, αυξάνοντας τον κίνδυνο µόλυνσης και ενδοοικογενειακής διασποράς». Ο ίδιος υπογράµµισε τον ενδεχόµενο κίνδυνο και για τα ίδια τα παιδιά, στην περίπτωση που εµφανιστούν µεταλλάξεις οι οποίες θα προκαλούν σοβαρή νόσο και σε αυτές τις ηλικίες.
«∆εν µπορούµε να πούµε ότι θα εµβολιάσουµε παιδιά και εφήβους και µετά να συµβεί κάτι. Θέλουµε οπωσδήποτε να ελέγξουµε προσεκτικά τα επιστηµονικά δεδοµένα σχετικά µε τον εµβολιασµό των ηλικιών αυτών, προτού δοθεί µια γενική σύσταση για τον εµβολιασµό τους. Η σωστή προσέγγιση είναι: Πρώτα συγκεντρώνουµε τα δεδοµένα και µετά κάνουµε την ανάλογη σύσταση». Αυτό τονίζει στη γερµανική εφηµερίδα «Die Welt» ο πρόεδρος της µόνιµης Επιτροπής Εµβολιασµών (Stiko) της χώρας, Τόµας Μέρτενς, και συµπληρώνει: «Προς το παρόν, δεν υπάρχουν λεπτοµερή στοιχεία της µελέτης για τους εµβολιασµούς σε παιδιά και εφήβους. Η Stiko θα τα εξετάσει επισταµένως πριν εκδώσει σύσταση για εµβολιασµό τους. Το υπό συζήτηση επιχείρηµα υπέρ του εµβολιασµού τους, ότι θα διευκολύνει τα ταξίδια το καλοκαίρι, δεν µπορεί να έχει αποφασιστική σηµασία για τη Stiko σε µια τέτοια απόφαση. Εάν, πάντως, εγκριθεί η χορήγηση εµβολίων σε παιδιά και εφήβους 12-15 ετών, τότε θα πρέπει να προηγηθούν όσα έχουν σοβαρά υποκείµενα νοσήµατα».
«Καµία διαφορά δεν έχει ο εµβολιασµός ενός παιδιού ηλικίας 16 ετών σε σχέση µε τον εµβολιασµό ενός άλλου παιδιού ηλικίας 15 ετών», δηλώνει µε νόηµα σήµερα στα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» ο καθηγητής Πολιτικής της Υγείας του London School of Economics and Political Science και εκπρόσωπος της ελληνικής κυβέρνησης στους διεθνείς οργανισµούς για τα θέµατα του νέου κορονοϊού, Ηλίας Μόσιαλος. «Στην πραγµατικότητα, εάν επιτύχουµε ικανοποιητικά ποσοστά εµβολιασµού στις ηλικιακές κατηγορίες άνω των 60 ετών, τότε δεν χρειάζεται να προχωρήσουµε στον εµβολιασµό των εφήβων ηλικίας 16-18 ετών και των παιδιών ηλικίας 12-15 ετών», σηµειώνει επίσης ο κ. Μόσιαλος, ο οποίος µας εξηγεί, ακόµα, ότι «εάν υποχρεωθούµε τελικά να ανοίξουµε τους εµβολιασµούς κατά του νέου κορονοϊού και για τις ηλικίες 16-18 ετών και 12-15 ετών, αυτό σηµαίνει ότι θα εµβολιάσουµε παιδιά και εφήβους επειδή δεν έχουµε ικανοποιητικά ποσοστά εµβολιασµού στους άνω των 60 ετών. Πρέπει να διευκρινίσουµε µε σαφήνεια ότι ο ενδεχόµενος εµβολιασµός εφήβων και παιδιών θα πραγµατοποιείται, τότε, σε εθελοντική και όχι σε υποχρεωτική βάση, καθώς και ότι αυτός ο εµβολιασµός στις µικρές ηλικίες διενεργείται όχι για να προστατεύσει τους εφήβους και τα παιδιά από τη λοίµωξη COVID-19, καθώς δεν αντιµετωπίζουν ιδιαίτερο κίνδυνο, αλλά για το κοινό καλό, για να προστατευθούν οι ευπαθείς οµάδες του πληθυσµού της χώρας µας».
Σύµφωνα, λοιπόν, µε όσα ανέφερε την περασµένη ∆ευτέρα η πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εµβολιασµών, οµότιµη καθηγήτρια Παιδιατρικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστηµίου Αθηνών, Μαρία Θεοδωρίδου, η ως άνω απόφαση του EMA βασίστηκε σε µελέτη η οποία αφορούσε 2.260 παιδιά ηλικίας 12-15 ετών, τα οποία, σύµφωνα µε το ειδικό για παιδιά ερευνητικό πρωτόκολλο, παρακολουθήθηκαν, για να διαπιστωθεί ότι το εµβόλιο ήταν ανοσογόνο, τα παιδιά παρήγαγαν αντισώµατα, και µάλιστα σε υψηλότερο επίπεδο σε σχέση µε τα µεγαλύτερης ηλικίας άτοµα, και ήταν επίσης αποτελεσµατικό.
Από τα 1.005 παιδιά που εµβολιάστηκαν κανένα δεν ανέπτυξε νόσο COVID-19 σε σύγκριση µε 16 παιδιά από τα 978 τα οποία ανήκαν στην οµάδα «µαρτύρων», την οµάδα ελέγχου δηλαδή. Συνεπώς, η αποτελεσµατικότητα του εµβολίου ήταν περίπου 100%. Τα παιδιά παρουσίασαν ήπιες, συνήθεις ανεπιθύµητες ενέργειες, όπως εκείνες τις οποίες γνωρίζουµε από τα συµβατικά παιδικά εµβόλια, αλλά η Μαρία Θεοδωρίδου επεσήµανε, ακόµα, ότι «ο περιορισµένος αριθµός παιδιών που συµπεριλαµβάνει η µελέτη δεν θα µπορούσε να ανιχνεύσει σπάνιες ανεπιθύµητες ενέργειες».
Η επιτροπή του EMA έκρινε, επίσης, ότι τα οφέλη υπερτερούν των πιθανών κινδύνων, ιδιαίτερα για παιδιά µε υποκείµενα νοσήµατα, επίφοβα για διευκόλυνση της νόσησης από τη λοίµωξη COVID-19. Σύµφωνα πάντα µε την κ. Θεοδωρίδου, «η έγκριση από τον ΕΜΑ σηµατοδοτεί τη δυνατότητα από κάθε χώρα να µπορεί να διαµορφωθεί µια στρατηγική, µια πολιτική εµβολιασµού ανάλογα µε τα στοιχεία που διαθέτει η καθεµία. Οπως γίνεται και για όλα τα εµβόλια, η Εθνική Επιτροπή Εµβολιασµών συνεκτιµά πολλούς παράγοντες και διαµορφώνει το σκεπτικό και την απόφασή της, την οποία και δηµοσιοποιεί όταν πρόκειται να εξετάσει την έγκριση ενός εµβολίου».
Ετσι, οι παράγοντες που θα συνεκτιµηθούν από την Εθνική Επιτροπή Εµβολιασµών είναι εκείνοι που αφορούν:
- Τη νόσο, η οποία έχει ήπια πορεία στα παιδιά.
- Τη συµµετοχή των παιδιών στη διασπορά του ιού στην κοινότητα εν καιρώ επιδηµίας.
- Τα πλεονεκτήµατα από τον εµβολιασµό, σε σχέση µε την Εκπαίδευση, αλλά και τις δραστηριότητες στις οποίες πρέπει να δραστηριοποιούνται τα παιδιά.
- Την ασφάλεια του εµβολίου.
- Την αποτελεσµατικότητά του.
- Την αποδοχή του εµβολίου από τους γονείς, µε τη συναίνεση των οποίων θα γίνει ο εµβολιασµός
Ποιος ο κίνδυνος για τα παιδιά;
Σε πρόσφατη τοποθέτησή του, άλλωστε, ο πρόεδρος της Ελληνικής Παιδιατρικής Εταιρείας (ΕΠΕ), καθηγητής Παιδιατρικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστηµίου Αθηνών, Ανδρέας Κωνσταντόπουλος, ανέφερε, µεταξύ άλλων, χαρακτηριστικά: «Στην Αµερική περίπου 1.500.000 παιδιά έχουν διαγνωστεί, αλλά υπολογίζεται ότι τα µολυνθέντα είναι 22.500.000, ενώ έχουν καταλήξει 130 παιδιά. Το ποσοστό είναι µικρό, αλλά δεν παύει να υπάρχει. Και όταν πρόκειται για το δικό µας παιδί, µπορεί για τους άλλους να είναι ένα πολύ µικρό νούµερο, αλλά για εµάς είναι το 100%». Ο κ. Κωνσταντόπουλος επεσήµανε, ακόµα, ότι «µπορεί τώρα, λόγω καιρού, να µην υπάρχει ιδιαίτερο πρόβληµα στα σχολεία, αλλά από το φθινόπωρο - χειµώνα, που θα κλείσουν οι αίθουσες, το ιικό φορτίο θα είναι ιδιαίτερα υψηλό, αυξάνοντας τον κίνδυνο µόλυνσης και ενδοοικογενειακής διασποράς». Ο ίδιος υπογράµµισε τον ενδεχόµενο κίνδυνο και για τα ίδια τα παιδιά, στην περίπτωση που εµφανιστούν µεταλλάξεις οι οποίες θα προκαλούν σοβαρή νόσο και σε αυτές τις ηλικίες.
Τι κάνει η Γερμανία;
«∆εν µπορούµε να πούµε ότι θα εµβολιάσουµε παιδιά και εφήβους και µετά να συµβεί κάτι. Θέλουµε οπωσδήποτε να ελέγξουµε προσεκτικά τα επιστηµονικά δεδοµένα σχετικά µε τον εµβολιασµό των ηλικιών αυτών, προτού δοθεί µια γενική σύσταση για τον εµβολιασµό τους. Η σωστή προσέγγιση είναι: Πρώτα συγκεντρώνουµε τα δεδοµένα και µετά κάνουµε την ανάλογη σύσταση». Αυτό τονίζει στη γερµανική εφηµερίδα «Die Welt» ο πρόεδρος της µόνιµης Επιτροπής Εµβολιασµών (Stiko) της χώρας, Τόµας Μέρτενς, και συµπληρώνει: «Προς το παρόν, δεν υπάρχουν λεπτοµερή στοιχεία της µελέτης για τους εµβολιασµούς σε παιδιά και εφήβους. Η Stiko θα τα εξετάσει επισταµένως πριν εκδώσει σύσταση για εµβολιασµό τους. Το υπό συζήτηση επιχείρηµα υπέρ του εµβολιασµού τους, ότι θα διευκολύνει τα ταξίδια το καλοκαίρι, δεν µπορεί να έχει αποφασιστική σηµασία για τη Stiko σε µια τέτοια απόφαση. Εάν, πάντως, εγκριθεί η χορήγηση εµβολίων σε παιδιά και εφήβους 12-15 ετών, τότε θα πρέπει να προηγηθούν όσα έχουν σοβαρά υποκείµενα νοσήµατα».
Ξεκάθαρη η στάση του εκπροσώπου της ελληνικής κυβέρνησης, Ηλία Μόσιαλου
«Καµία διαφορά δεν έχει ο εµβολιασµός ενός παιδιού ηλικίας 16 ετών σε σχέση µε τον εµβολιασµό ενός άλλου παιδιού ηλικίας 15 ετών», δηλώνει µε νόηµα σήµερα στα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» ο καθηγητής Πολιτικής της Υγείας του London School of Economics and Political Science και εκπρόσωπος της ελληνικής κυβέρνησης στους διεθνείς οργανισµούς για τα θέµατα του νέου κορονοϊού, Ηλίας Μόσιαλος. «Στην πραγµατικότητα, εάν επιτύχουµε ικανοποιητικά ποσοστά εµβολιασµού στις ηλικιακές κατηγορίες άνω των 60 ετών, τότε δεν χρειάζεται να προχωρήσουµε στον εµβολιασµό των εφήβων ηλικίας 16-18 ετών και των παιδιών ηλικίας 12-15 ετών», σηµειώνει επίσης ο κ. Μόσιαλος, ο οποίος µας εξηγεί, ακόµα, ότι «εάν υποχρεωθούµε τελικά να ανοίξουµε τους εµβολιασµούς κατά του νέου κορονοϊού και για τις ηλικίες 16-18 ετών και 12-15 ετών, αυτό σηµαίνει ότι θα εµβολιάσουµε παιδιά και εφήβους επειδή δεν έχουµε ικανοποιητικά ποσοστά εµβολιασµού στους άνω των 60 ετών. Πρέπει να διευκρινίσουµε µε σαφήνεια ότι ο ενδεχόµενος εµβολιασµός εφήβων και παιδιών θα πραγµατοποιείται, τότε, σε εθελοντική και όχι σε υποχρεωτική βάση, καθώς και ότι αυτός ο εµβολιασµός στις µικρές ηλικίες διενεργείται όχι για να προστατεύσει τους εφήβους και τα παιδιά από τη λοίµωξη COVID-19, καθώς δεν αντιµετωπίζουν ιδιαίτερο κίνδυνο, αλλά για το κοινό καλό, για να προστατευθούν οι ευπαθείς οµάδες του πληθυσµού της χώρας µας».