Ένα διαφορετικό talk show για τον Έλληνα και την Ελλάδα πριν και μετά το Μνημόνιο, είναι το βιβλίο με τίτλο «Δες στον καθρέφτη σου» και υπότιτλο «Έχεις 1.000 λόγους να το κάνεις» που έγραψε ο δημοσιογράφος Γιάννης Αμανατίδης και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις "Λυκόφως".  Πρόκειται για μια τριήμερη συζήτηση του συγγραφέα με ένα φίλο του σε ένα αθηναϊκό καφενείο, όπου και οι δύο αναλύουν τη νεοελληνική τραγωδία του σήμερα, αλλά χωρίς διαπληκτισμούς, χωρίς φωνές, χωρίς αντιδικίες, χωρίς αλληλοδιακοπές, δηλαδή δίχως τα συστατικά στοιχεία που συνιστούν την τηλεοπτική Ελλάδα.

Είναι ένα διαλεκτικό τετ α τετ σκέψεων, επιχειρημάτων και ιστορικών αναδρομών, δια του οποίου ανατέμνεται η ελληνική πραγματικότητα ως ατελής κρατική υπόσταση και ως αταξινόμητο ελληνικό ταμπεραμέντο. Στις 174 απολαυστικές σελίδες του ο συγγραφέας «υποδύεται» τον εξηντάρη δημοσιογράφο έναντι του ογδοντάρη αλλά αιωνίως αισιόδοξου φίλου του, παλαίμαχου επιδιορθωτή μηχανών Singer, με τον οποίο συμφωνούν ότι «είμαι ένοχος γι΄ αυτά που συμβαίνουν γύρω μου».

Σε αυτούς τους πολύωρους εσπερινούς ορθολογισμού, υπό τα όμματα του καφετζή, ο οποίος κατά διαστήματα παρεμβαίνει φέρνοντας τους καφέδες ή το κρασί, παρελαύνουν από την οθόνη του βιβλίου πρόσωπα, καταστάσεις, αντιλήψεις, στραβά και ανάποδα του δημοσίου βίου των Ελλήνων από αρχαιοτάτων χρόνων έως σήμερα, με επίκεντρο το ορόσημο της υπαγωγής στο Μνημόνιο. Ορόσημο, το οποίο τέμνει την σύγχρονη ελληνική ιστορία.

Όχι. Η συζήτηση δεν διεξάγεται με αφορισμούς και εύκολες αντι-συστημικές καταγγελίες. Η κουβέντα αναπτύσσεται με δοκιμιακή εμβάθυνση αλλά και λογοτεχνική αφηγηματικότητα, αρχής γενομένης από την τηλεοπτική υστερία και τους παραθυράτους, για να κορυφωθεί συν τω χρόνω στο διαρκές πρόβλημα του υπερδανεισμού, στον πολιτικό αμοραλισμό ηγεσίας και λαού, στον προαιώνιο… ελληνο-ελληνικό διχασμό, στην Ελλάδα της κομματοκρατίας, των αυθαιρέτων, των «δικών μας παιδιών», των φακέλων του ιδεολογικού διαχωρισμού, αλλά και των φακέλων στα νοσοκομεία, του ρουσφετιού, της διαγραφής των κλήσεων της τροχαίας, των αγέλαστων συνδικαλιστών, των αιώνιων φοιτητών της… προόδου, της Αθήνας των καταλήψεων, του ασύλου της βίας στα πανεπιστήμια και… πάει λέγοντας.

Ο συγγραφέας, που γεννήθηκε στην Κοζάνη, έχοντας διατελέσει διευθυντικό στέλεχος σε μεγάλες αθηναϊκές εφημερίδες καθώς και στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο, διαθέτοντας ευρεία γνώση, εντοπίζει τη λύση του νεοελληνικού δράματος με το αντίδοτο- τρίπτυχο: Σοβαρό κράτος- παιδεία- πολιτισμός!

Ο Γιάννης Αμανατίδης, όντας αθεράπευτα αισιόδοξος και υμνητής της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, καταλήγει με την επωδό: «Η Ελλάδα είναι ουρανός. Δεν έχει τέλος!»

Ακολουθεί η προδημοσίευση αποσπάσματος :

Όταν άρχισε το σκάφος να κλυδωνίζεται, ένας αλήστου μνήμης υπουργός Οικονομικών τού έδωσε μια άλλη ονομασία προς έκπληξιν των επιβατών, ονομάζοντάς το Τιτανικό. Η κυνική προφητεία του πολιτικού επιβεβαιώθηκε πολύ σύντομα, επειδή η μοίρα του Τιτανικού ήταν προδιαγεγραμμένη. Θα προσέκρουε πάνω σ’ ένα παγόβουνο. Όπερ και εγένετο. Αμέσως προκλήθηκαν πολλά ρήγματα στο σκάφος, ενώ άρχισαν να μπαίνουν νερά στις καμπίνες. Η σφοδρή αυτή σύγκρουση, όπως ήταν πολύ φυσικό, συντάραξε τον ανέμελο αβδηριτισμό των Ελλήνων, γιατί δέχθηκαν ένα πολύ μεγάλο χτύπημα, χωρίς να το περιμένουν. Η θάλασσα έξω είχε κύματα, αλλά η σύγκρουση του πλοίου οφειλόταν πρωτίστως στους κακούς χειρισμούς όσων κρατούσαν το τιμόνι στα χέρια τους.

Την ώρα πάντως κατά την οποία συνετελείτο η καταστροφή και οι επιβάτες ήταν σχεδόν αλλόφρονες, η ορχήστρα του πλοίου συνέχιζε να παίζει ακόμα τραγούδια από το πλούσιο ελληνικό ρεπερτόριό της. Ενδιαφέρον, όμως, είχε η εικόνα της πίστας, καθώς ήταν καλυμμένη από εκατοντάδες μαραμένες γαρδένιες. Το σοκ που υπέστησαν εκατομμύρια Ελλήνων ήταν πολύ μεγάλο. Οι πρώτες ώρες, μετά την ανακοίνωση των σκληρών οικονομικών μέτρων, προοιωνίζονταν την επερχόμενη οικονομική ασφυξία. Τα όσα δημοσιοποιήθηκαν ήταν ολοφάνερο ότι θα αποτελούσαν επαχθές και δυσβάσταχτο βάρος για το σύνολο σχεδόν των πολιτών της χώρας. Γι’ αυτό προκάλεσαν παγωμάρα, την οποία διέκρινες στα κατηφή πρόσωπα όλων όσων ήταν γύρω σου.

Όλα τα μέτρα, σύμφωνα με όσα ανακοίνωσαν εν σπουδή –και ύπουλα– οι δήθεν ναυαγοσώστες, ήταν απότοκα της πρόσκρουσης του πλοίου στο παγόβουνο. Την ίδια στιγμή, με την κλίση που πήρε ο Τιτανικός δημοσιοποίησαν και το όνομα του παγόβουνου. Το ονόμασαν ΚΡΙΣΗ, ένα ουσιαστικό που δεν ήταν άγνωστο στα ώτα των Ελλήνων. Η συγκεκριμένη λέξη πάντως, η οποία προέρχεται από το αρχαιοελληνικό ρήμα κρίνω, έχει πολλές έννοιες και σημασίες στο πλούσιο λεξιλόγιό μας. Για την περίπτωση του ελληνικού Τιτανικού, η κρίση είχε μια πολύ σοβαρή διάσταση. Ήταν κατά κύριο λόγο οικονομική, η οποία όμως παράλληλα, ενεργοποίησε τον ήχο μιας τεράστιας καμπάνας, όμοια με αυτήν που ακούμε σε μεγάλα μοναστήρια. Ο δυνατός ήχος δημιούργησε και διάφορες παρενέργειες, στην κοινωνία, οι οποίες είχαν κοινό ομφάλιο λώρο, που συνεδέετο με την κρίση. Πολλοί συμπολίτες μας, λίαν συντόμως, απέκτησαν διάφορα σύνδρομα. Κάποιοι, αίφνης, κατελήφθησαν από νευρική κρίση, άλλοι διαπίστωσαν ότι έχουν κρίση συνειδήσεως, ενώ πάρα πολλοί ενεδύθησαν με το ένδυμα της υποκρισίας. Όσοι ανήκαν στην τρίτη κατηγορία απεκδύθηκαν παράλληλα κάθε ευθύνης για τυχόν συμμετοχή τους σε μικρό ή μεγάλο έγκλημα, που είχε συντελεσθεί εις βάρος της χώρας και είχε αντίκτυπο σε όλους τους πολίτες.

Από το πρώτο κιόλας χρονικό διάστημα, οπότε μπήκαν σε εφαρμογή τα μέτρα τα οποία έπληξαν δραματικά δικαίους και αδίκους, η λέξη κρίση έγινε προσφιλές μοτίβο. Όπου κι αν καθόσουν, όπου στεκόσουν, όπου κυκλοφορούσες, η επωδός στα χείλη όλων των ανθρώπων, μικρών ή μεγάλων και των δύο φύλων, ήταν μία: η ΚΡΙΣΗ. Τη λέξη αυτή την άκουγες μονότονα, στο σπίτι σου, στο γραφείο, στις δημόσιες υπηρεσίες, στα καφέ, στα εστιατόρια, στα Μέσα Μεταφοράς, στα γήπεδα, στις εκκλησίες, στις αυλές και στις ρούγες, στις πεδιάδες και στα λαγκάδια και κυρίως σε όλα ανεξαιρέτως τα ραδιοτηλεοπτικά δίκτυα, ενώ ήταν πρώτο θέμα σε όλες τις εφημερίδες και τα περιοδικά. Η συνεχής επανάληψη της λέξης μετατρεπόταν σε έναν εκκωφαντικό βόμβο, ο οποίος τρυπούσε τα ώτα μας, όμως κατά περίσταση είχε διάφορες ηχητικές βερσιόν. Ο ήχος άλλαζε ανάλογα με τη νοητική αντίληψη του κάθε ανθρώπου, ο οποίος συνέθετε και την πρόταση την οποία θα εξέπεμπε. Τα μοτίβα είχαν την εξής χροιά: Τι θα κάνουμε με την κρίση, γιατί ήρθε η κρίση, από πού ήρθε η κρίση, πώς ήρθε η κρίση, πότε –άραγε– θα τελειώσει η κρίση, ποιοι και πόσα θα πληρώσουν για την κρίση και πάει λέγοντας.

Η σύνθεση του ήχου, η οποία ήταν αποτυπωμένη στο «πεντάγραμμο της δυστυχίας», εξελισσόταν σε ένα απροσδιόριστο βουητό, το οποίο ημέρα με την ημέρα προσέθετε κι άλλα τραύματα στον ήδη βεβαρυμένο, από τις κακουχίες που αντιμετώπιζε, εγκέφαλο ανδρών και γυναικών. Το μαρτύριο θα μπορούσε να παρομοιαστεί με το γνωστό βασανιστήριο της κινέζικης σταγόνας.

Ο ηχητικός καταιγισμός όλων αυτών των ομοειδών ακουσμάτων, τα οποία με μια πρώτη ανάγνωση εξέπεμπαν συγγενικά ή παράλληλα νοήματα, σχετικά με την εν γένει κατάσταση που επικρατούσε γύρω μας, προκαλούσε περιδίνηση στο νευρικό σύστημα των ανθρώπων. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα είχε ήδη περιτυλιχθεί ασφυκτικά από το πέπλο της καταχνιάς. Σε κάθε βήμα διέκρινες τις σκυθρωπές φυσιογνωμίες. Αυτό συνέβαινε κυρίως για τρεις λόγους. Πρώτον, για τα επαχθή μέτρα που είχαν εξαγγελθεί, δεύτερον από τα πάσης φύσεως συνωμοσιολογικά σενάρια που διεδίδοντο και τα οποία εξυφαίνοντο από γνωστές, άγνωστες και σκοτεινές πηγές και τρίτον από την παντελή έλλειψη ορατής προοπτικής εξόδου από το τέλμα της οικονομικής δυσπραγίας.

Όλα όσα ελέγοντο δημοσίως, αλλά και διάφορα άλλα που ήταν ακριτόμυθιες ή ψίθυροι από μη κατονομαζόμενες πηγές –ένα σπορ στο οποίο καταγράφουν ιδιαίτερες επιδόσεις οι Έλληνες– προδιέγραφαν ένα ζοφερό μέλλον για τη χώρα μας, το οποίο θα είχε απροσδιόριστη διάρκεια. Ο καθένας, σύμφωνα με όσα άκουγε ή υπέθετε, κατέθετε και έναν αριθμό. Πέντε, δέκα, είκοσι ή πενήντα χρόνια.

Οι πληροφορίες αυτές με τις οποίες ετροφοδοτείτο η δημόσια αγορά, ώστε να κορεσθεί η ανάγκη των πολιτών για ενημέρωση, περιείχαν και πολλές δηλητηριώδεις ποσότητες δημοσιογραφικού υλικού, γαρνιρισμένες και με διάφορες άλλες προσμείξεις. Όλο το υλικό προερχόταν αφενός από το εσωτερικό θερμοκήπιο ειδήσεων και αφετέρου από τις πέντε άκρες της υφηλίου. Διοχετευόταν, δε, αφειδώς σε όλους τους διαύλους επικοινωνίας.

Το υλικό αυτό το αξιοποιούσαν κατά το δοκούν όλα ανεξαιρέτως τα Μέσα Ενημέρωσης. Οι αγωγοί, μέσω των οποίων το δηλητήριο διαχέετο προς άπασαν την επικράτεια, ήταν συγκεκριμένοι: ραδιόφωνα, τηλεοράσεις, εφημερίδες, περιοδικά και επ’ εσχάτων blogs και sites. Είχαν, μάλιστα, και ονοματεπώνυμο.

Σε όλη αυτή την ιστορία υπήρξαν και τραγικές παρενέργειες, οι οποίες είχαν σχέση με την ψυχική –κυρίως– υγεία όσων κατάπιναν το δηλητήριο που τους σέρβιραν. Αυτό συνέβαινε, γιατί το προϊόν της ενημέρωσης έφθανε μέχρι τους παραλήπτες, δηλαδή τους ακροατές ή τους αναγνώστες, χωρίς τις περισσότερες φορές να διυλίζεται, ώστε να προλαμβάνεται ο ομαδικός δηλητηριασμός. Δηλαδή, χωρίς να περνάει από μια στοιχειώδη επεξεργασία, ώστε να πιστοποιείται η αξιοπιστία του. Και για να μην υπάρξει οποιαδήποτε παρανόηση από διάφορους κακόπιστους, ουδείς διατείνεται να υποστηρίξει ότι το δημοσιογραφικό υλικό θα έπρεπε να λογοκρίνεται. Εκείνοι, όμως, οι οποίοι κατέχουν πρωταγωνιστικό ρόλο, τα Μέσα Ενημέρωσης, θα έπρεπε να διατηρούν ενδοιασμούς και επιφυλάξεις, εάν όλο αυτό το υλικό είναι καθαρό και αξιόπιστο και δεν περιέχει φαρμακερές πομφόλυγες, οι οποίες μπορούν να επηρεάσουν καταλυτικά τη διάθεση και την πνευματική ισορροπία των πολιτών.

Είναι κοινός τόπος ότι οι Έλληνες διακατέχονται μονίμως από πλήρη και όχι μέτρια σύγχυση. Γι’ αυτό και πολύ συχνά πέφτουν από τα σύννεφα, παρακολουθώντας διάφορα γεγονότα. Έτσι και τα τελευταία χρόνια με όλα τα δραματικά ζητήματα που επέφερε η κρίση αισθάνονταν σχεδόν παραζάλη με όσα παρατηρούσαν ?και κυρίως άκουγαν? τις περισσότερες φορές αποσπασματικά, χωρίς να μπορούν να μορφώσουν και να τεκμηριώσουν μια συγκεκριμένη άποψη.

Αυτή την κατάσταση την επέτεινε ακόμα περισσότερο το δηλητηριώδες μενού, το οποίο σέρβιραν καθημερινά τα δελτία ειδήσεων και οι κάθε είδους εκπομπές των τηλεδικτύων. Οι συνταγές ήταν πάνω-κάτω πανομοιότυπες. Οι σεφ της ειδησεογραφίας έπαιρναν μέρος σε έναν ιδιότυπο διαγκωνισμό. Έπρεπε να σερβίρουν στους διψασμένους και πεινασμένους για πληροφόρηση τηλεθεατές-ακροατές το καλύτερο γεύμα με τα πιο καυτά νέα της ημέρας, τα οποία θα είχαν μια γεύση παρόμοια με αυτήν που προκαλούν οι κόκκινες πιπεριές της Φλώρινας.

Στην εργώδη αυτή επιχείρηση συμμετείχαν ασμένως και οι πρόθυμοι βαμπίρ των τηλεπαραθύρων, οι οποίοι, ειρήσθω εν παρόδω, σε κάθε γεγονός που συμβαίνει στην οικουμένη, μεγάλο, μικρό ή ασήμαντο, οιασδήποτε χροιάς, έχουν καταλυτική παρέμβαση. Με ύφος χιλίων καρδιναλίων, παριστάνουν τους ειδήμονες και εκφέρουν απόψεις επί παντός του επιστητού. Οι μεγαλοσχήμονες αυτοί όλα τα σφάζουν και όλα τα μαχαιρώνουν. Γνωρίζουν τα πάντα, γι’ αυτό και ομιλούν με την ίδια άνεση για σεισμούς, λιμούς, λοιμούς, καταποντισμούς, για την πολιτική, την Ιστορία, την τέχνη, τη γεωγραφία, τον αθλητισμό και οποιοδήποτε άλλο φρούτο παράγει τη συγκεκριμένη στιγμή ο μπαξές της επικαιρότητας. Τέτοια και τόση πια συσσωρευμένη γνώση σπάνια συναντάς σε κοινούς θνητούς, εάν βέβαια δεν προσεγγίζουν το διανοητικό επίπεδο του Αϊνστάιν και δεν διαθέτουν υψηλό IQ.

Κάθε μέρα, από όλα τα ραδιοτηλεοπτικά δίκτυα, άκουγες τους ιεροψάλτες της επικοινωνίας να κανοναρχούν σε διάφορες χορωδίες, οι οποίες έψαλλαν τροπάρια με το ίδιο περίπου περιεχόμενο, αλλά με διαφορετικούς ήχους. Οι χορωδοί επαναλάμβαναν κατά κόρον τα ίδια περίπου λόγια, ώστε το ευσεβές ακροατήριο να μπορέσει να τα εμπεδώσει καλά στο μυαλό του. Όποιον «ναό» της επικοινωνίας και αν παρακολουθούσες άκουγες τα εξής απολυτίκια: Ποια επώδυνα μέτρα πήρε ή πρόκειται να πάρει η κυβέρνηση, πόσο μειώθηκαν μέχρι τώρα και πόσο θα ξανακοπούν οι μισθοί και οι συντάξεις, πόσο αυξήθηκε η ανεργία, πόσες επιχειρήσεις έβαλαν λουκέτο, πόσο είναι το δημόσιο χρέος και ποιο το έλλειμμα, πότε θα πάρουμε την επόμενη δόση του δανείου, ποιες δηλώσεις έκανε ο πρωθυπουργός, οι υπουργοί, οι πολιτικοί αρχηγοί, η Μέρκελ, ο Σόιμπλε, ο Γιούνκερ, ο Μπαρόζο, ο Ρεν, η Λαγκάρντ, οι άνθρωποι της τρόικας, καθώς και άλλοι παράγοντες, εγχώριοι και εξωχώριοι, η γνώμη των οποίων είχε βαρύνουσα σημασία για την επιβίωση του έθνους;

Οι πολίτες, δηλαδή, της χώρας κατακλύζονταν στην κυριολεξία από ποταμούς δηλώσεων, οι οποίες ανέβλυζαν από επίσημες και ανεπίσημες πηγές. Όπως ήταν απόλυτα φυσιολογικό, δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν στη μνήμη τους όλο αυτό το ετερόκλητο περιεχόμενο. Πολλοί, μάλιστα, δεν είχαν τη δυνατότητα –και ενδεχομένως το κουράγιο– να αποκωδικοποιήσουν και εν συνεχεία να εμπεδώσουν τα λεχθέντα. Η Βαβέλ των αντικρουόμενων απόψεων διεμβόλιζε το νευρικό σύστημα των εμβρόντητων ακροατών. Καθένας που μιλούσε στις τηλεοράσεις έλεγε το μακρύ και το κοντό του, απευθυνόμενος από καθέδρας στο ακροατήριο, κουνώντας και τον δείκτη του χεριού του, ως επαΐων – τιμωρός. Πολλές φορές δεν γνώριζε σε βάθος το θέμα της συζήτησης. Απλώς χρησιμοποιούσε διάφορα λεκτικά εφέ προκειμένου να κάνει εντύπωση. Σοβαροί, σοβαροφανείς, δημαγωγοί, λαϊκιστές, τσαρλατάνοι και τυχοδιώκτες διάφορων επαγγελμάτων, ων ουκ έστιν αριθμός, εκστόμιζαν χωρίς φειδώ και αιδώ μύθους και σενάρια.

Πηγή: ΑΠΕ