Νόμιμες οι κατασχέσεις καταθέσεων χωρίς να ενημερώνεται ο οφειλέτης
Aμετάκλητη απόφαση του ΣτΕ
«Σοκ και δέος» προκαλεί στους συνταξιούχους, εργαζόμενους, εμπόρους, καταστηματάρχες, κ.λπ. η αμετάκλητη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία αφού μεταστρέφει 180 μοίρες την έως σήμερα νομολογία της, έκρινε ότι μπορεί το Δημόσιο (Δ.Ο.Υ., Ι.Κ.Α., κ.λπ.) να προβαίνουν σε κατασχέσεις χρημάτων που βρίσκονται σε Τράπεζες (συντάξεις, μισθοδοσία, κ.λπ.) λόγω οφειλών, χωρίς να έχει ενημερωθεί προηγουμένως ο οφειλέτης, έτσι ώστε να μπορεί να προσφύγει στα δικαστήρια ή να πάει να εξοφλήσει ή να ρυθμίσει το χρέος του.
Υπενθυμίζεται, ότι πριν από τρεις μήνες η 5μελής σύνθεσης του ΣΤ΄ Τμήμα του ΣτΕ, επαναλαμβάνοντας παλαιότερη απόφασή του 2012, αποφάνθηκε ότι δεν μπορεί το Δημόσιο, κ.λπ. να «βάζει χέρι» σε τραπεζικούς λογαριασμούς για οφειλές προς το Δημόσιο εάν προηγουμένως δεν έχει ενημερωθεί ο ενδιαφερόμενος.
Μάλιστα, στην απόφαση αυτή του περασμένου Μαρτίου (366/2014) οι σύμβουλοι Επικρατείας υπενθύμιζαν στο υπουργείο Οικονομικών ότι σύμφωνα με τις συνταγματικές επιταγές οι οφειλέτες πρέπει να ενημερώνονται από πριν ότι το Δημόσιο πρόκειται να προβεί σε κατασχέσεις χρημάτων που βρίσκονται σε τραπεζικούς λογαριασμούς τους, ανεξάρτητα αν οι καταθέσεις αυτές προέρχονται από μισθούς, συντάξεις ή οποιοδήποτε άλλη αιτία.
Τον περασμένο Μάρτιο το ΣτΕ στην εν λόγω 366/2014 απόφασή του σημείωνε ότι το άρθρο 30 του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων αναφέρει: «Η κατάσχεσις εις χείρας τρίτων των εις χείρας αυτών ευρισκομένων χρημάτων, καρπών και άλλων κινητών πραγμάτων του οφειλέτου του Δημοσίου ή των οφειλομένων εν γένει προς αυτό, ενεργείται υπό του Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου διά κατασχετηρίου εγγράφου μη κοινοποιουμένου εις τον οφειλέτην».
Με άλλα λόγια σε περίπτωση «κατασχέσεως εις χείρας τρίτων» (σ.σ.: όπως είναι οι Τράπεζες) απαιτήσεως οφειλέτου του Δημοσίου, δεν απαιτείται η κοινοποίηση στον τελευταίο του κατασχετηρίου εγγράφου.
Όμως, υπογράμμιζαν τον περασμένο Μάρτιο οι σύμβουλοι Επικρατείας, «η διάταξη αυτή είναι ανίσχυρη ως αντικειμένη στην διάταξη του άρθρου 20 παράγραφος 1 του Συντάγματος, διότι η παράλειψη αυτή έχει ως συνέπεια ο οφειλέτης να μη λαμβάνει γνώση ή να λαμβάνει καθυστερημένα γνώση της εις βάρος του επισπευδομένης αναγκαστικής εκτελέσεως, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να αμυνθεί αποτελεσματικώς προ της ολοκληρώσεως της εκτελεστικής διαδικασίας, λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα είτε για την ακύρωση είτε για την αναστολή της πράξεως εκτελέσεως». Στο σημείο αυτό ανέφεραν παλιότερες αποφάσεις του δικαστηρίου που είχαν το ίδιο σκεπτικό.
Λόγω σπουδαιότητας το ζήτημα παραπέμφθηκε στην αυξημένη 7μελή σύνθεση, του ίδιου Τμήματος για νέα κρίση.
Πράγματι, η 7μελής σύνθεσης του ΣΤ΄ Τμήματος του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, με την υπ΄ αριθμ. 2082/2014 απόφασή του και με άλλο πρόεδρο, έκρινε τα εντελώς αντίθετα από την 5μελή σύνθεση του ίδιου Τμήματος, με εξαίρεση των εισηγητή της υπόθεσης που συντάχθηκε με την απόφαση του περασμένου Μαρτίου.
Ειδικότερα, οι σύμβουλοι Επικρατείας στην νεότερη απόφαση του ΣτΕ (2082/2014), αναφέρουν ότι με τις διατάξεις του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ), του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, κ.λπ., «οργανώνεται συνεκτικό σύστημα εισπράξεως δημοσίων εσόδων, με σκοπό το μεν να καθίσταται δυνατή και να μη ματαιώνεται η, συνταγματικώς άλλωστε επιβαλλομένη (άρθρο 4 παράγραφος 5 του Συντάγματος), είσπραξη των χρεών προς το Δημόσιο, με παράλληλη, όμως, έγκαιρη ενημέρωση του οφειλέτη του Δημοσίου, ο οποίος δύναται να ασκεί επικαίρως τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που του παρέχει ο νόμος».
Στο πλαίσιο αυτό, ο οφειλέτης μπορεί να προσφύγει δικαστικώς, με την διεξαγωγή διαγνωστικής δίκης, ενώ παράλληλα έχει πληροφορηθεί το χρέος του, αναφέρουν οι δικαστές.
Έτσι, αναφέρει η επίμαχη απόφαση «ο οφειλέτης γνωρίζει ευθέως πότε το βεβαιωμένο χρέος του καθίσταται ληξιπρόθεσμο» και ότι «από την επόμενη της ημέρας κατά την οποία το χρέος κατέστη ληξιπρόθεσμο, είναι δυνατή η λήψη σε βάρος του αναγκαστικών μέτρων για την είσπραξη του χρέους».
Εάν ο οφειλέτης δεν είναι συνεπής συντάσσεται το κατασχετήριο το οποίο δεν κοινοποιείται στο οφειλέτη, παρά μόνο στην Τράπεζα, σύμφωνα με τον ΚΕΔΕ.
Μάλιστα, οι σύμβουλοι Επικρατείας υπογραμμίζουν ότι η μη κοινοποίηση στον οφειλέτη του κατασχετηρίου, αποσκοπεί στο να μην τρέξει και σηκώσει τα χρήματα του από την Τράπεζα.
Χαρακτηριστικά σημειώνει η επίμαχη απόφασή της 7μελούς σύνθεσης του ΣτΕ: «Η μη κοινοποίηση στον οφειλέτη οφείλεται στον προφανή λόγο ότι, αν αυτός πληροφορείτο την επικειμένη λήψη του μέτρου, θα έσπευδε να εισπράξει από τον τρίτο (σ.σ.: Τράπεζα) τα οφειλόμενα σ αυτόν χρήματα ή απαιτήσεις ή θα ανελάμβανε τα εις χείρας τρίτου κινητά του, με συνέπεια, βεβαίως, να καθίσταται αδύνατη η εξ αυτών ικανοποίηση της αξιώσεως του Δημοσίου».
Συνεπώς, αναφέρουν οι δικαστές, «η μη πρόβλεψη στο νόμο και πρόσθετης υποχρεώσεως για μία τρίτη, ενδιάμεση, κοινοποίηση προς τον οφειλέτη πριν από την ενεργοποίηση του δικαιώματος του Δημοσίου να λάβει εις βάρος του μέτρα αναγκαστικής εκτελέσεως, δεν παραβιάζει συνταγματικές διατάξεις ούτε, ειδικώτερον, την διάταξη του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος, αφού καθιδρύεται, πάντως, στο νόμο πλήρες και αποτελεσματικό σύστημα έννομης προστασίας του οφειλέτη του Δημοσίου».
Στην προκειμένη περίπτωση το ΣτΕ το απασχόλησε περίπτωση διευθύνοντα συμβούλου Ανώνυμης Εταιρείας η οποία σήμερα δεν υφίσταται (έχει λυθεί). Σε βάρος του διευθύνοντα συμβούλου συντάχθηκε έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως από τον προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Β.Ε. Αθηνών. Η κατάσχεση αφορούσε απαιτήσεις του ΙΚΑ για οφειλές της πρώην Α.Ε. ύψους 565.392,73 ευρώ. Η κατάσχεση έγινε επί της σύνταξης του τέως διευθύνοντα συμβούλου μέχρι την εξόφληση του όλου ποσού.
Το γεγονός της κατάσχεσης του επίμαχου ποσού από τον Τραπεζικό λογαριασμό συντάξεως του, ο διευθύνων σύμβουλος το έμαθε τυχαία μετά από εννέα μήνες όταν πήγε στην Τράπεζα να κάνει ανάληψη χρημάτων.
Αμέσως μετά ο διευθύνων σύμβουλος προσέφυγε στην Δικαιοσύνη, όπου δικαιώθηκε, μέχρι φυσικά να εκδοθεί η επίμαχη απόφαση της 7μελούς σύνθεσης του ΣτΕ που είχε αντίθετη άποψη.