Διδάσκοντας τις "Βάκχες" στις φαβέλες
Ο Σωτήρης Καραμεσίνης μιλά στα "Π" για τη ζωή στις παραγκουπόλεις του Ρίο
Της Κέλλυς Φαναριώτη, εφημερίδα "Παραπολιτικά"
Μαθήματα αρχαίας τραγωδίας σε δεκάδες Βραζιλιάνους του Ρίο ντε Τζανέιρο κάνει ένας Ελληνας σκηνοθέτης, που άφησε την Αθήνα για να κυνηγήσει το πάθος του στη σκληρή ζωή της φαβέλας. Ενα ανοιξιάτικο πρωινό του 2008, ο Σωτήρης Καραμεσίνης πήρε τη μεγάλη απόφαση, μάζεψε τα πράγματά του και έκανε το υπερατλαντικό ταξίδι, φτάνοντας στις κακόφημες γειτονιές του Ρίο. Για την παράτολμη αυτή πράξη του, όμως, ανταμείφθηκε, καθώς κατόρθωσε να ανεβάσει τις «Βάκχες» του Ευριπίδη, την «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» και να μάθει τους Βραζιλιάνους, εκτός από ποδόσφαιρο, και θέατρο.
Οπως εξηγεί στα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ», ήδη από το 2002 είχε προσανατολιστεί στη μελέτη της τραγωδίας του Ευριπίδη «Βάκχες» και έψαχνε για έναν θίασο ηθοποιών εκτός Ευρώπης. Στόχος του ήταν η υλοποίηση της έρευνάς του, ενός οργανικού και δυναμικού συνδυασμού μουσικής και υποκριτικής, που τον απασχολούσε από τη δεκαετία του 90.
ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ. «Ανακαλύπτοντας τον θίασο που είχε στελεχώσει με τους ηθοποιούς του τις ταινίες Πόλη του Θεού και Πόλη των ανθρώπων, ένιωσα πως αυτό ήταν που έψαχνα να βρω. Την άνοιξη του 2008, κατάφερα επιτέλους να έρθω στη Βραζιλία, να δω από κοντά τη δουλειά τους, να τους γνωρίσω και να πραγματώσω το σχέδιό μου», αναφέρει χαρακτηριστικά. Εκτοτε, ο Σωτήρης Καραμεσίνης ζει μέσα στη φαβέλα Vidigal και, αφού έκανε εντατικά μαθήματα πορτογαλικής γλώσσας, έγινε μέλος της θεατρικής ομάδας, μιας και τον κάλεσαν να εργαστεί μαζί τους, να τους σκηνοθετήσει και να διδάξει στη σχολή τους με τη μέθοδό του.
Από το ανέβασμα μουσικοθεατρικής παράστασης.
Στην αρχή οι Βραζιλιάνοι ήταν επιφυλακτικοί, καθώς αδυνατούσαν να καταλάβουν τι ζητούσε ένας Αθηναίος σκηνοθέτης σε μια φαβέλα. «Υπήρχε από την πλευρά τους ένας συνδυασμός έλξης και καχυποψίας. Δεν ήταν απλό να εξηγήσω τι ακριβώς έκανα εκεί, τον λόγο που αποφάσισα να κάνω την έρευνά μου πάνω στην τραγωδία σε μια φαβέλα με Βραζιλιάνους ηθοποιούς, χωρίς παράδοση και εκπαίδευση στο είδος», υπογραμμίζει. Ωστόσο, με το πέρασμα του χρόνου δέθηκε μαζί τους και κατάφερε να ενσωματωθεί στην ομάδα τους ακόμη και κάτω από πολύ αντίξοες συνθήκες. Οπως μας λέει, όταν πρωτοεγκαταστάθηκε εκεί, οι μέρες ήταν ιδιαίτερα ταραγμένες, με καθημερινές συγκρούσεις ανάμεσα σε συμμορίες και επεμβάσεις της Αστυνομίας. Ωστόσο, η σκληρή αυτή πραγματικότητα δεν στάθηκε ικανή να του αλλάξει γνώμη για την επιλογή του.
«Διάλεξα να μείνω εδώ, ανάμεσα στους ηθοποιούς μου, να μοιραστώ τις δυσκολίες και το ρίσκο, να γνωριστούμε και να φύγει η δυσπιστία. Με τον καιρό, τις πρόβες και την επαφή στη γειτονιά αναπτύχθηκαν δεσμοί φιλίας και εμπιστοσύνης -αισθήματα που το θέατρο γεννά πάντα σε όσους ζουν και εργάζονται μαζί», εξηγεί.
Πλέον, ο Σωτήρης Καραμεσίνης διδάσκει αρχαίο και κλασικό θέατρο, ενώ, μεταξύ άλλων, έχει ανεβάσει «Το παιχνίδι της σφαγής» του Ευγένιου Ιονέσκο, τις «Φυλακισμένες» των Ignacio del Moral και Veronica Fernandez και τις «Μύγες» του Jean-Paul Sartre. Πρόσφατα, μάλιστα, πρωταγωνίστησε και σε μια τηλεοπτική σειρά του HBO με τίτλο «Destino Rio de Janeiro».
Ποια είναι όμως η σχέση των Βραζιλιάνων με την αρχαία τραγωδία; Σύμφωνα με τον Ελληνα σκηνοθέτη, πρόκειται για ένα είδος που οι Βραζιλιάνοι αρχικά φοβούνταν. Ωστόσο, η ιδιαίτερη προσέγγισή του τούς έφερε πιο κοντά στο αντικείμενο και εξαφάνισε οποιαδήποτε αναστολή. «Η μεταφραστική και σκηνοθετική μου πρόταση για έναν δυναμικό διάλογο του Ευριπίδη με την αφροβραζιλιάνικη κουλτούρα έδιωξε τον φόβο και τους έδωσε αυτοπεποίθηση και σεβασμό», εξηγεί.
Οι αντιδράσεις για το Μουντιάλ
Η διεξαγωγή του Μουντιάλ και η επικείμενη ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων στη χώρα των μεγάλων ανισοτήτων προκάλεσαν ένα σφοδρό κύμα διαμαρτυρίας από ανθρώπους που λατρεύουν το ποδόσφαιρο και γενικότερα τον αθλητισμό σαν θρησκεία. Διαδηλώσεις και συγκρούσεις σημειώνονταν συχνά σε όλες τις μεγάλες πόλεις, από νέους κυρίως, οι οποίοι ζητούσαν περισσότερη Παιδεία και Υγεία παρά ποδόσφαιρο. Για τον Σ. Καραμεσίνη, αυτό είναι απόλυτα δικαιολογημένο, καθώς, όπως λέει, υπάρχει μια ισχυρή μειοψηφία που δεν δέχεται το ουτοπικό όνειρο της καταναλωτικής κοινωνίας. «Οι Βραζιλιάνοι πιστεύουν πως μετά από δεκαετίες ανέχειας και πίεσης, όντας πλέον η 7η οικονομία του πλανήτη στα νούμερα, έχουν το δικαίωμα να ζήσουν και να καταναλώσουν όπως κάνουν οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι τα τελευταία 50 χρόνια», αναφέρει και σημειώνει: «Αυτό βέβαια είναι ουτοπικό και υπάρχει μια μικρή, αλλά θορυβώδης μειοψηφία που το φωνάζει όπου μπορεί. Οι τράπεζες με τα καταναλωτικά τους όνειρα είναι ήδη από καιρό εδώ, οι αγορές με τα μονοπώλια και τους εκβιασμούς, η Siemens με τα franchise σκάνδαλα διαφθοράς και όλα τα έργα που έχουμε ξαναδεί. Οι εκπομπές αποκαλύψεων και τηλε-δικών παίζουν μετά την τηλε-νουβέλα στο μονοπωλιακό κανάλι πληροφόρησης και ψυχαγωγίας Globo».
Κλείνοντας τη συνομιλία μας, ο Ελληνας σκηνοθέτης χαρακτηρίζει τη Βραζιλία έναν «γίγαντα», που μερικές φορές ξυπνά και αλλάζει πλευρό, ανήσυχος από κάποιο κακό όνειρο. Οπως λέει, μέλλει να δούμε εάν αυτά τα κινήματα διαμαρτυρίας και η κατάντια του «ανεπτυγμένου κόσμου», που εμπνέει φόβο, θα ανακόψουν την πορεία προς τον κατήφορο. Ο ίδιος πάντως θα συνεχίσει να μάχεται από το δικό του μετερίζι, έχοντας την ελπίδα ότι κάποια μέρα αυτός ο «γίγαντας» θα ξυπνήσει για τα καλά.