Δίκη για Μάτι: Συγκλονίζουν οι συγγενείς των θυμάτων - «Δεν υπήρχε βοήθεια από κανέναν - Είχαν δύο ώρες καιρό και δεν έκαναν τίποτα»
Το Δημόσιο καλείται να καταβάλει αποζημίωση 300.000 ευρώ σε συγγενείς θύματος
Ολόκληρες οικογένειες ξεκληρίστηκαν κατά τη διάρκεια της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι. Η Μαρία Αβραμίδου έχασε την οικογένειά της στο Μάτι, τη μητέρα της, την αδελφή της, τον γαμπρό της και τον ανιψιό της. Έμεινε μόνη να προσέχει μαζί με τα δύο δικά της παιδιά τον άλλο γιο της αδελφής της.
«Δεν θέλω να τιμωρηθεί κάποιος αθώος. Θα ήθελα να τιμωρηθεί αυτός που δεν έκανε καλά τη δουλειά του, δεν είναι δυνατόν να ζούμε στην πρωτεύουσα της Ελλάδας, στον νομό Αττικής και να έχουν χαθεί τόσοι άνθρωποι. Πολλοί από εμάς είμαστε ζωντανοί νεκροί. Αυτός ο πόνος και η απώλεια δεν θα περάσουν ποτέ. Δεν μπορώ να δεχθώ ότι έφυγαν μόνοι αβοήθητοι. Ποτέ δεν είχε περάσει η φωτιά, δυστυχώς αυτή τη φορά μάς έκαψε τα πάντα», τόνισε η μάρτυρας.
Επόμενος μάρτυρας κατέθεσε ο ανιψιός της κ. Αβραμίδου, Δημήτρης Κατσουλάκης, ο οποίος είχε δίπλα του τους φίλους του, που του συμπαραστάθηκαν και σηκώθηκαν όρθιοι όταν μπήκε στην αίθουσα. Ο νεαρός που μέσα σε ένα απόγευμα έχασε όλη την οικογένειά του, άρχισε την κατάθεσή του λέγοντας πως «ήταν τύχη που δεν ήμουν εκεί. Εγώ ήμουν στην Κρήτη. Μαθαίνω ότι έχει ξεσπάσει φωτιά στην Κινέτα. Με πήρε ο αδελφός μου κάποια στιγμή το μεσημέρι και μου λέει έχει φωτιά στην Κρήτη και να προσέχω. Του λέω εσείς καλά; Μου απαντάει, ναι. Αργότερα, προσπαθούσα να πάρω τους γονείς μου και δεν απαντούσαν. Κατά τις 18:30 με παίρνει τηλ. η νονά μου και μου λέει έχουν εγκλωβιστεί. Με πήρε τα ξημερώματα, τελικά, η θεία μου και μου λέει ότι πρέπει να ανέβω στην Αθήνα διότι η οικογένειά μου αγνοείται».
Ο τότε 17,5 ετών νέος πήγε στο Μάτι την επομένη της καταστροφής για να ψάξει την οικογένειά του. «Ήταν σαν να είχε πέσει βόμβα. Μπήκα στο Μάτι με τον θείο μου και έναν φίλο. Ρωτούσα γνωστούς, δεν ήξερε κανένας. Βρήκα ύστερα από πολύ περπάτημα τα αυτοκίνητά τους. Τα οποία ήταν άθικτα. Εκεί λέω υπάρχει ελπίδα να τους βρούμε», περιέγραψε ο μάρτυρας.
Τελικά, την απάντηση την πήρα από το DNA. «Ήταν ένα εξαήμερο πολύ κακό στη ζωή μου. Με ενημέρωσε η θεία μου ότι ταυτοποιήθηκαν οι γονείς μου. Η αιτία θανάτου έλεγε πως απανθρακώθηκαν. Δεν είχα δει κανέναν. Αυτό ήταν το σκληρό. Απλά ήταν ένα χαρτί, τίποτα. Έπρεπε να αποδεκτώ το γεγονός. Συναντούσα ανθρώπους και μου έλεγαν τι είχε συμβεί. Κι εγώ από τύχη είμαι εδώ. Δεν υπήρχε βοήθεια από κανέναν, ούτε πυροσβεστική ούτε τίποτα. Ήταν μόνοι τους, εγώ έπρεπε να συνεχίσω», είπε κλείνοντας την κατάθεσή του ο νεαρός.
Νωρίτερα στο δικαστήριο κατέθεσε η Aνδριανή Καλεγιαννάκου, η οποία έχασε τον γιο της, τους γονείς της και τον αδερφό της.
«Εμείς είμαστε μόνιμοι κάτοικοι στην περιοχή πάνω από σαράντα χρόνια. Είναι τραγικό να μην υπάρχει τρόπος διαφυγής. Πιστεύω ότι δεν ήταν θέμα ανικανότητας και κακού συντονισμού, πιστεύω ότι υπήρχε και δόλος. Το πιστεύω ακράδαντα. Αν έχετε διαβάσει ηχητικό Ματθαιόπουλου- Λιότσου…», κατέθεσε η μάρτυρας.
Σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά, τόνισε ότι η φωτιά έπιασε την οικογένειά της στον ύπνο. «Ο γείτονας φώναξε στον αδερφό μου τον Γιάννη "φωτιά". Υπήρχαν άνθρωποι που έφυγαν με τα εσώρουχα. Έκτοτε δεν είχα καμία επικοινωνία. Δεν μπορούσα να βρω τον αδερφό μου. Μετά είχαν κλείσει τον δρόμο και δεν μπορούσα να περάσω. Με τα χίλια ζόρια με άφησαν να περάσω από τη διασταύρωση της Ραφήνας στις έντεκα και μισή τη νύχτα. Αρχίσαμε και τρέχαμε... Πηγαίναμε στα ξενοδοχεία, στο λιμάνι της Ραφήνας. Και την επόμενη μέρα ακούω ότι βρέθηκαν είκοσι έξι άτομα σε ένα οικόπεδο που δεν το είχα ξανακούσει. Ούτε καν πήγε το μυαλό μου ότι θα ήταν εκεί οι δικοί μου. Είχε έρθει ο Ερυθρός Σταυρός στη Ραφήνα, έδωσα τα ονόματα. Ο πατέρας του παιδιού έδωσε για το παιδί και εγώ για τους γονείς μου δείγμα DNA. Θεωρώ ότι εκτός από ανικανότητα και κακό συντονισμό, υπήρξε και ανυπαρξία των ανθρώπων αυτών που είναι επαγγελματίες επιφορτισμένοι για την προστασία των ανθρώπινων ζωών και παρ' όλα αυτά φέρθηκαν με τόσο απάνθρωπο τρόπο και άφησαν συμπολίτες τους στο έλεος του Θεού. Στον βωμό των προσωπικών τους φιλοδοξιών έκαψαν το παιδί μου, τους γονείς μου και τον αδερφό μου», είπε.
«Ένα οκτάχρονο παιδί να είχαν βάλει να το διαχειριστεί θα το είχε κάνει πολύ καλύτερα, όχι όλοι αυτοί», κατέθεσε, κλαίγοντας, η μάρτυρας.
Ακόμα και σήμερα, 4,5 χρόνια μετά, η μάρτυρας διερωτάται γιατί. «Στην Κινέτα εκκενώθηκαν τρία χωριά και δεν έγινε το ίδιο στο Μάτι. Θα είχε γίνει μια μεγάλη οικολογική καταστροφή, αλλά δεν θα είχαν χαθεί τόσοι άνθρωποι. Τους κατηύθυνε ο πανικός. Ακούσαμε από τη Δούρου ότι η στραβή έγινε στη βάρδια της. Το ακούσαμε και αυτό! Κυνικοί μέχρις εκεί που δεν παίρνει. Προκάλεσαν τέτοια καταστροφή, τουλάχιστον ας μη μιλάνε», τόνισε, κλείνοντας την κατάθεσή της.
Στη συνέχεια στο βήμα του μάρτυρα ανέβηκε ο πατέρας του παιδιού της κ. Καλεγιαννάκου, Αναστάσιος Αλεξόπουλος.
Όπως είπε, το μυαλό του δεν πήγε κατευθείαν στο κακό όταν άκουσε για φωτιά. «Πολιτισμένη χώρα είμαστε και θα έχουν αναλάβει υπηρεσίες. Δεν μπορούσα να φανταστώ κάτι άλλο... Είχαν δύο ώρες καιρό και δεν έκαναν τίποτα. Πού ζούμε, σκέφτηκα», κατέθεσε ο μάρτυρας.
Την επόμενη μέρα που πήγε στο Μάτι αντίκρισε σεληνιακό τοπίο. «Παντού τέφρες. Και μια μυρωδιά θανάτου παντού. Όλα λιωμένα. Τα μέταλλα. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι συνέβαινε αυτό. Πέρασαν τρεις μέρες, έψαχνα να βρω το πτώμα. Πήγαμε στο Σχιστό... Ήταν εκατόν πενήντα πτώματα σε κίτρινες σακούλες. Τραβάτε να δείτε αν είναι κάποιος δικός σας. Μετά άλλαξαν γνώμη και μας έστειλαν στο Γουδή. Μετά μας είπαν να δώσουμε dna και τελικά με ειδοποίησαν ότι αναγνωρίστηκε το παιδί και με ρώτησαν αν θέλω ψυχολογική στήριξη», είπε ο μάρτυρας, επισημαίνοντας ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι κάηκαν ζωντανοί σαν τα ποντίκια.
«Γιατί τους εγκλώβισαν τους ανθρώπους και τους οδήγησαν μέσα στις φωτιές; Γιατί άφησαν τον κόσμο να καεί; Γιατί; Γιατί; Γιατί;», είπε ο κ. Αλεξόπουλος.
«Δεν θέλω να τιμωρηθεί κάποιος αθώος. Θα ήθελα να τιμωρηθεί αυτός που δεν έκανε καλά τη δουλειά του, δεν είναι δυνατόν να ζούμε στην πρωτεύουσα της Ελλάδας, στον νομό Αττικής και να έχουν χαθεί τόσοι άνθρωποι. Πολλοί από εμάς είμαστε ζωντανοί νεκροί. Αυτός ο πόνος και η απώλεια δεν θα περάσουν ποτέ. Δεν μπορώ να δεχθώ ότι έφυγαν μόνοι αβοήθητοι. Ποτέ δεν είχε περάσει η φωτιά, δυστυχώς αυτή τη φορά μάς έκαψε τα πάντα», τόνισε η μάρτυρας.
Επόμενος μάρτυρας κατέθεσε ο ανιψιός της κ. Αβραμίδου, Δημήτρης Κατσουλάκης, ο οποίος είχε δίπλα του τους φίλους του, που του συμπαραστάθηκαν και σηκώθηκαν όρθιοι όταν μπήκε στην αίθουσα. Ο νεαρός που μέσα σε ένα απόγευμα έχασε όλη την οικογένειά του, άρχισε την κατάθεσή του λέγοντας πως «ήταν τύχη που δεν ήμουν εκεί. Εγώ ήμουν στην Κρήτη. Μαθαίνω ότι έχει ξεσπάσει φωτιά στην Κινέτα. Με πήρε ο αδελφός μου κάποια στιγμή το μεσημέρι και μου λέει έχει φωτιά στην Κρήτη και να προσέχω. Του λέω εσείς καλά; Μου απαντάει, ναι. Αργότερα, προσπαθούσα να πάρω τους γονείς μου και δεν απαντούσαν. Κατά τις 18:30 με παίρνει τηλ. η νονά μου και μου λέει έχουν εγκλωβιστεί. Με πήρε τα ξημερώματα, τελικά, η θεία μου και μου λέει ότι πρέπει να ανέβω στην Αθήνα διότι η οικογένειά μου αγνοείται».
Ο τότε 17,5 ετών νέος πήγε στο Μάτι την επομένη της καταστροφής για να ψάξει την οικογένειά του. «Ήταν σαν να είχε πέσει βόμβα. Μπήκα στο Μάτι με τον θείο μου και έναν φίλο. Ρωτούσα γνωστούς, δεν ήξερε κανένας. Βρήκα ύστερα από πολύ περπάτημα τα αυτοκίνητά τους. Τα οποία ήταν άθικτα. Εκεί λέω υπάρχει ελπίδα να τους βρούμε», περιέγραψε ο μάρτυρας.
Τελικά, την απάντηση την πήρα από το DNA. «Ήταν ένα εξαήμερο πολύ κακό στη ζωή μου. Με ενημέρωσε η θεία μου ότι ταυτοποιήθηκαν οι γονείς μου. Η αιτία θανάτου έλεγε πως απανθρακώθηκαν. Δεν είχα δει κανέναν. Αυτό ήταν το σκληρό. Απλά ήταν ένα χαρτί, τίποτα. Έπρεπε να αποδεκτώ το γεγονός. Συναντούσα ανθρώπους και μου έλεγαν τι είχε συμβεί. Κι εγώ από τύχη είμαι εδώ. Δεν υπήρχε βοήθεια από κανέναν, ούτε πυροσβεστική ούτε τίποτα. Ήταν μόνοι τους, εγώ έπρεπε να συνεχίσω», είπε κλείνοντας την κατάθεσή του ο νεαρός.
Νωρίτερα στο δικαστήριο κατέθεσε η Aνδριανή Καλεγιαννάκου, η οποία έχασε τον γιο της, τους γονείς της και τον αδερφό της.
«Εμείς είμαστε μόνιμοι κάτοικοι στην περιοχή πάνω από σαράντα χρόνια. Είναι τραγικό να μην υπάρχει τρόπος διαφυγής. Πιστεύω ότι δεν ήταν θέμα ανικανότητας και κακού συντονισμού, πιστεύω ότι υπήρχε και δόλος. Το πιστεύω ακράδαντα. Αν έχετε διαβάσει ηχητικό Ματθαιόπουλου- Λιότσου…», κατέθεσε η μάρτυρας.
Σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά, τόνισε ότι η φωτιά έπιασε την οικογένειά της στον ύπνο. «Ο γείτονας φώναξε στον αδερφό μου τον Γιάννη "φωτιά". Υπήρχαν άνθρωποι που έφυγαν με τα εσώρουχα. Έκτοτε δεν είχα καμία επικοινωνία. Δεν μπορούσα να βρω τον αδερφό μου. Μετά είχαν κλείσει τον δρόμο και δεν μπορούσα να περάσω. Με τα χίλια ζόρια με άφησαν να περάσω από τη διασταύρωση της Ραφήνας στις έντεκα και μισή τη νύχτα. Αρχίσαμε και τρέχαμε... Πηγαίναμε στα ξενοδοχεία, στο λιμάνι της Ραφήνας. Και την επόμενη μέρα ακούω ότι βρέθηκαν είκοσι έξι άτομα σε ένα οικόπεδο που δεν το είχα ξανακούσει. Ούτε καν πήγε το μυαλό μου ότι θα ήταν εκεί οι δικοί μου. Είχε έρθει ο Ερυθρός Σταυρός στη Ραφήνα, έδωσα τα ονόματα. Ο πατέρας του παιδιού έδωσε για το παιδί και εγώ για τους γονείς μου δείγμα DNA. Θεωρώ ότι εκτός από ανικανότητα και κακό συντονισμό, υπήρξε και ανυπαρξία των ανθρώπων αυτών που είναι επαγγελματίες επιφορτισμένοι για την προστασία των ανθρώπινων ζωών και παρ' όλα αυτά φέρθηκαν με τόσο απάνθρωπο τρόπο και άφησαν συμπολίτες τους στο έλεος του Θεού. Στον βωμό των προσωπικών τους φιλοδοξιών έκαψαν το παιδί μου, τους γονείς μου και τον αδερφό μου», είπε.
«Ένα οκτάχρονο παιδί να είχαν βάλει να το διαχειριστεί θα το είχε κάνει πολύ καλύτερα, όχι όλοι αυτοί», κατέθεσε, κλαίγοντας, η μάρτυρας.
Ακόμα και σήμερα, 4,5 χρόνια μετά, η μάρτυρας διερωτάται γιατί. «Στην Κινέτα εκκενώθηκαν τρία χωριά και δεν έγινε το ίδιο στο Μάτι. Θα είχε γίνει μια μεγάλη οικολογική καταστροφή, αλλά δεν θα είχαν χαθεί τόσοι άνθρωποι. Τους κατηύθυνε ο πανικός. Ακούσαμε από τη Δούρου ότι η στραβή έγινε στη βάρδια της. Το ακούσαμε και αυτό! Κυνικοί μέχρις εκεί που δεν παίρνει. Προκάλεσαν τέτοια καταστροφή, τουλάχιστον ας μη μιλάνε», τόνισε, κλείνοντας την κατάθεσή της.
Στη συνέχεια στο βήμα του μάρτυρα ανέβηκε ο πατέρας του παιδιού της κ. Καλεγιαννάκου, Αναστάσιος Αλεξόπουλος.
Όπως είπε, το μυαλό του δεν πήγε κατευθείαν στο κακό όταν άκουσε για φωτιά. «Πολιτισμένη χώρα είμαστε και θα έχουν αναλάβει υπηρεσίες. Δεν μπορούσα να φανταστώ κάτι άλλο... Είχαν δύο ώρες καιρό και δεν έκαναν τίποτα. Πού ζούμε, σκέφτηκα», κατέθεσε ο μάρτυρας.
Την επόμενη μέρα που πήγε στο Μάτι αντίκρισε σεληνιακό τοπίο. «Παντού τέφρες. Και μια μυρωδιά θανάτου παντού. Όλα λιωμένα. Τα μέταλλα. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι συνέβαινε αυτό. Πέρασαν τρεις μέρες, έψαχνα να βρω το πτώμα. Πήγαμε στο Σχιστό... Ήταν εκατόν πενήντα πτώματα σε κίτρινες σακούλες. Τραβάτε να δείτε αν είναι κάποιος δικός σας. Μετά άλλαξαν γνώμη και μας έστειλαν στο Γουδή. Μετά μας είπαν να δώσουμε dna και τελικά με ειδοποίησαν ότι αναγνωρίστηκε το παιδί και με ρώτησαν αν θέλω ψυχολογική στήριξη», είπε ο μάρτυρας, επισημαίνοντας ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι κάηκαν ζωντανοί σαν τα ποντίκια.
«Γιατί τους εγκλώβισαν τους ανθρώπους και τους οδήγησαν μέσα στις φωτιές; Γιατί άφησαν τον κόσμο να καεί; Γιατί; Γιατί; Γιατί;», είπε ο κ. Αλεξόπουλος.