Το αν ο 59χρονος σταθμάρχης ήταν στη θέση του την ώρα που η επιβατική αμαξοστοιχία, που συγκρούστηκε με την εμπορευματική στα Τέμπη, αναχωρούσε, εξετάζεται από τις Αρχές. 

Αυτό που αναφέρεται είναι ότι το τρένο έφευγε στις 23:06 και εάν ήταν στη θέση του ο σταθμάρχης θα μπορούσε να δει τις λυχνίες με κόκκινο χρώμα και να ειδοποιήσει τους μηχανοδηγούς ώστε να σταματήσει. Επιπλέον, αν και έπρεπε να γίνει χέρι με χέρι η μεταφορά του υπομνήματος 1001, έγινε με τηλεγράφημα, ενώ επίσης τονίζεται πως ο σταθμάρχης θα μπορούσε να επικοινωνήσει με τους μηχανοδηγούς ακόμα και εάν δεν βρισκόταν στα σταθμαρχείο, μέσω μίας φορητής συσκευής που έχουν οι σιδηροδρομικοί. Όλα αυτά είναι υπό έρευνα και θα διαπιστωθούν όταν θα γίνει ή άρση τηλεφωνικού απορρήτου.



Το ρεπορτάζ του MEGA, πάντως, και ο δημοσιογράφος των εφημερίδων «ΤΑ ΝΕΑ» και «ΤΟ ΒΗΜΑ», Βασίλης Λαμπρόπουλος, το πάνε ένα βήμα παρακάτω, αφού τονίζουν πως η δικλίδα των ψυχομετρικών τεστ που υπάρχει για τους σταθμάρχες του μετρό, δεν υπάρχει στον ΟΣΕ, σε αντίθεση με τους μηχανοδηγούς.

Σε επιστολή της στις 19/8/2021, η ΣΤΑΣΥ αναφέρει: «Με την παρούσα σας γνωστοποιούμε ότι εγκρίθηκε η παροχή υπηρεσιών ψυχομετρικού ελέγχου εργαζομένων της ΣΤΑΣΥ, ειδικότητας οδηγού συρμών και σταθμαρχών, από την εταιρεία σας, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην προσφορά σας. Το τίμημα για την αξιολόγηση 100 εργαζομένων ανέρχεται στο ποσό των 16.880 ευρώ, πλέον ΦΠΑ». Κάτι αντίστοιχο δεν υπάρχει για τους σταθμάρχες των τρένων.



Επιπλέον, και αυτό είναι εξίσου σημαντικό, στον ΟΣΕ παλαιότερα για να γίνει κάποιος σταθμάρχης έπρεπε να περάσει από διάφορες τάξεις. Έπρεπε αποδεδειγμένα να διαθέτει ικανότητες. 

Η έκτη τάξη ήταν και η τελευταία και απαιτούμενη προκειμένου να γίνει κάποιος κεντρικός σταθμάρχης, ενώ η διάρκεια της κάθε τάξης ήταν δύο χρόνια, μετά από τα οποία ακολουθούσε αξιολόγηση από τους προϊσταμένους.



Μετά την αποψίλωση των υπηρεσιών των σταθμαρχών στον Οργανισμό, αυτές καταργήθηκαν και υπάρχει μόνο ο α’ και ο β’ σταθμάρχης, οι οποίοι τοποθετούνται στις θέσεις του μετά από λίγες μέρες εκπαίδευσης.

Επιπροσθέτως, στο φαύλο κύκλο της μη εγκατάστασης της τηλεδιοίκησης, εισέρχεται και το θέμα των σταθμαρχών, καθώς οι υπεύθυνοι της εγκατάστασης του συστήματος ζητούσαν από τον ΟΣΕ να μονοδρομηθούν μερικά τμήματα για να γίνουν έργα.

Σε αυτά τα τμήματα έπρεπε να υπάρχουν σταθμάρχες προκειμένη να γίνουν οι μονοδρομήσεις, ωστόσο λόγω έλλειψης χρημάτων, ο ΟΣΕ δεν τοποθέτησε κανέναν, με αποτέλεσμα να μη γίνουν τα έργα.