Τους λόγους που η ενεργειακή κρίση χτυπάει πιο έντονα τη χώρα μας τον τελευταίο ενάμιση χρόνο περίπου, εξηγεί με τη συνέντευξή της στα parapolitika.gr η Φαίη Μακαντάση, Διευθύντρια Ερευνών στον ερευνητικό οργανισμό διαΝΕΟσις. Η Φαίη Μακαντάση έχει διδάξει για πολλά χρόνια Μικροοικονομική Θεωρία και Θεωρία Παιγνίων στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΟΠΑ) και Αρχές Οικονομικής Θεωρίας στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο (ΕΑΠ) και αναλύει στη συνέντευξή της πώς η χώρα μας μπορεί να ανακτήσει το χαμένο έδαφος της περασμένης δεκαετίας στις επενδύσεις.

Η ενεργειακή κρίση πλήττει σημαντικά τον τελευταίο χρόνο νοικοκυριά και επιχειρήσεις στην Ελλάδα. Με βάση τις δικές σας μελέτες, γιατί είναι τόσο ψηλά –προ κρατικών επιδοτήσεων– οι τιμές της ενέργειας στη χώρα μας και πότε θα αποκλιμακωθούν;
Καθώς οι καθαρές εισαγωγές ενέργειας της χώρας μας ξεπερνούν τα 3/4 της συνολικής ενέργειας που χρησιμοποιεί, είναι λογικό η ενεργειακή κρίση να επηρεάζει την ελληνική οικονομία πιο έντονα, συγκριτικά με άλλες χώρες που έχουν υψηλότερο μερίδιο εγχώριας παραγωγής ενέργειας. Αναφορικά με τις υψηλές τιμές που επισημαίνετε. Στον τομέα των υγρών καυσίμων, για παράδειγμα, η χώρα μας διατηρεί μία από τις υψηλότερες τελικές τιμές στην ΕΕ και την υψηλότερη τελική τιμή στην ευρύτερη γεωγραφική της γειτονιά. Ένα από τα προφανή αίτια είναι, ασφαλώς, ο πολύ υψηλός Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης βενζίνης στην Ελλάδα (0,7€/λίτρο, ο 4ος μεγαλύτερος στην ΕΕ, 25% υψηλότερα του μ.ό. της) σε συνδυασμό, μάλιστα, με τον επίσης πολύ υψηλό ΦΠΑ (5ος μεγαλύτερος στην ΕΕ). Θα ήταν λάθος, όμως, να εξαντλήσουμε την ανάλυσή μας στους φόρους κατανάλωσης, ειδικούς ή γενικούς, καθώς και η προ φόρων τιμή των υγρών καυσίμων είναι γενικά υψηλότερη στην Ελλάδα από όλους τους γείτονές της πλην ενός: της Αλβανίας. Το γεγονός αυτό μοιάζει παράδοξο, δεδομένου ότι ο κλάδος της διύλισης είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένος στη χώρα μας και τροφοδοτεί και μεγάλο μέρος των Βαλκανίων. Ωστόσο, δεν είναι πραγματικά παράδοξο, αν αναλογιστούμε τη διάρθρωση της αγοράς των υγρών καυσίμων στην Ελλάδα. Τα δύο από τα τρία στάδιά της, η διύλιση και η εμπορία, είναι από πλήρως έως αρκετά ολιγοπωλιακά.

Στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, είδαμε το κράτος να συμβάλει αποφασιστικά επιδοτώντας τη λιανική αγορά με σημαντικότατα ποσά που συγκράτησαν την τελική τιμή σε λογικά πλαίσια. Παρόλα αυτά, η χονδρική τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα διατηρούνταν συστηματικά σε μία από τις υψηλότερες θέσεις της Ευρώπης, μαζί με τον υπόλοιπο ευρωπαϊκό Νότο. Αυτό οφείλεται κυρίως στο μείγμα της ηλεκτροπαραγωγής των χωρών του Νότου, και ιδιαίτερα της χώρας μας, στο οποίο αφενός η πυρηνική ενέργεια έχει μικρό ποσοστό και αφετέρου η διείσδυση των ΑΠΕ βρίσκεται σε υστέρηση έναντι των χωρών του Βορρά. Καθώς τα τελευταία χρόνια η άνοδος στις τιμές των δικαιωμάτων εκπομπών ΑτΘ καθιστούσε την ηλεκτροπαραγωγή από άνθρακα μη συμφέρουσα, οι χώρες αυτές οδηγήθηκαν στην προσωρινή λύση του φυσικού αερίου ως να προχωρήσει η ταχεία μετάβαση προς τις ΑΠΕ. Σε αυτήν την ευάλωτη φάση επλήγησαν από την ενεργειακή κρίση.

Στο τελευταίο ερώτημά σας, η αλήθεια είναι ότι δεν μπορεί να δοθεί μια ρεαλιστική απάντηση. Η ενεργειακή κρίση φαίνεται να εξασθενεί, με την παγκόσμια οικονομία να οδεύει σε ύφεση, τους παράγοντες της παγκόσμιας προσφοράς ενέργειας να προσπαθούν να αντισταθμίσουν την αναμενόμενη ζήτηση και τις ανακατευθύνσεις στο διεθνές εμπόριο ενέργειας –μετά την επίθεση της Ρωσίας και τις δυτικές κυρώσεις– να ολοκληρώνονται. Παρόλα αυτά ο βαθμός αβεβαιότητας είναι πραγματικά πολύ μεγάλος, τουλάχιστον όσο ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζεται.

Έχετε υποστηρίξει ότι η Ελλάδα «δεν έχει ακόμα ξεπεράσει την οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2008 από την εικόνα των επενδύσεων». Τι εκτιμάτε ότι πρέπει να γίνει ώστε να προσελκύσουμε περισσότερες και μεγαλύτερες επενδύσεις;
Η πορεία των επενδύσεων είναι ένας από τους πολλούς δείκτες που τεκμηριώνουν ότι η ελληνική οικονομία δεν έχει ξεπεράσει ακόμα την υπερ-δεκαετή αυτή οικονομική κρίση. Ο λόγος που εστιάζουμε στις επενδύσεις, συγκεκριμένα, είναι γιατί μέσω της ροής των επενδύσεων μπορούμε να εξαγάγουμε τι συμβαίνει με το απόθεμα κεφαλαιουχικού εξοπλισμού, δηλαδή με το φυσικό κεφάλαιο, στη χώρα και συνεπώς με τις παραγωγικές μας δυνατότητες. Από το 2010 και μετά, οι επενδύσεις στην ελληνική οικονομία είναι τόσο χαμηλές που δεν επαρκούν για να καλύψουν τις αποσβέσεις του φυσικού κεφαλαίου. Η σωρευτική αποεπένδυση, λοιπόν, ως και το 2021 εκτιμάται περί τα €94 δισεκατομμύρια. Το 2022 φαίνεται ότι είναι η πρώτη χρονιά, μετά από 12 συνεχόμενα έτη, κατά την οποία οι επενδύσεις ξεπέρασαν, έστω και οριακά, τις αποσβέσεις. Ασφαλώς, πρόκειται για μια ιδιαίτερα ενθαρρυντική εξέλιξη. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η ελληνική οικονομία, όχι μόνο συνεχίζει να παράγει σημαντικά λιγότερο σε σχέση με πριν την κρίση (-20,2% το 2022, έναντι του 2008, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής), αλλά διαθέτει και σημαντικά χαμηλότερες παραγωγικές δυνατότητες, εξαιτίας –κυρίως, αλλά όχι μόνο– της αναφερόμενης απώλειας φυσικού κεφαλαίου.

Η ανάγκη, επομένως, για μια άμεση αύξηση των επενδυτικών δαπανών στην ελληνική οικονομία παραμένει επιτακτική. Σε αυτό, βεβαίως, θα σταθεί ως ισχυρός συμπαραστάτης το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, που σε συνδυασμό με τους κινητοποιούμενους πόρους του και το νέο ΕΣΠΑ έχουν το μέγεθος να καλύψουν το επενδυτικό κενό. Το μεγάλο ζητούμενο εδώ είναι να μεγιστοποιηθεί ο βαθμός που οι πόροι αυτοί θα κατευθυνθούν αφενός πράγματι σε επενδύσεις και αφετέρου σε σχετικά πιο παραγωγικές επενδύσεις. Επίσης, καθώς οδεύουμε σε μια νέα εποχή σφιχτής νομισματικής πολιτικής, με τα υψηλά επιτόκια να αποτελούν αναμφίβολα τροχοπέδη στις ιδιωτικές επενδύσεις, θα πρέπει να δοθεί έμφαση προς την ενίσχυση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας σε όλους τους υπόλοιπους, ποιοτικούς, παράγοντες μιας επενδυτικής απόφασης. Σε αυτό το πλαίσιο, πρωταρχικής σημασίας είναι να βελτιωθούν το επιχειρηματικό περιβάλλον και η ποιότητα του ανταγωνισμού στη χώρα μας, ώστε να κινητροδοτηθεί σχετικά περισσότερο η υγιής, η εξωστρεφής και καινοτόμος επιχειρηματικότητα και κατά συνέπεια να έχουμε όχι μόνο περισσότερα, αλλά και καλύτερα επενδυτικά σχέδια. Αυτό μπορεί να αποτελέσει και την απαρχή ενός ανατροφοδοτούμενου ενάρετου κύκλου αύξησης της ανταγωνιστικότητας και ακόμα μεγαλύτερης βελτίωσης του επιχειρηματικού περιβάλλοντος.

Έχετε συμμετάσχει στη διαμόρφωση ενός νέου πλαισίου για τους παιδικούς και βρεφονηπιακούς σταθμούς. Ποια βασικά προβλήματα αντιμετωπίζει κατά τη γνώμη σας η προσχολική αγωγή στη χώρα μας και πως μπορούν να επιλυθούν;
Η προσχολική αγωγή είναι η πιο παραμελημένη βαθμίδα εκπαίδευσης στην χώρα μας, παρότι το όφελος από αυτήν είναι μεγάλο. Πρόκειται για μια επένδυση με απόδοση της τάξης του 15-20%, που, μεταξύ άλλων, μειώνει και τις κοινωνικοοικονομικές ανισότητες. Στην Ελλάδα, αφενός το ποσοστό συμμετοχής στην προσχολική εκπαίδευση υστερεί του ευρωπαϊκού μέσου όρου, την ώρα μάλιστα που συζητάμε έντονα για το δημογραφικό και τις έμφυλες διακρίσεις. Δεν πρέπει λοιπόν να παραβλέπουμε ότι η ποιοτική προσχολική αγωγή με τις κατάλληλες υποδομές λειτουργεί ως αντίβαρο στην υπογεννητικότητα. Μειώνει το βάρος της ανατροφής των παιδιών με το οποίο είναι επιφορτισμένα τα σύγχρονα ζευγάρια, αλλά και αυξάνει την συμμετοχή των γυναικών στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό της χώρας ενισχύοντας έτσι στην ανάπτυξη της οικονομίας. Αφετέρου δεν υπάρχει πρόγραμμα (curriculum) προσχολικής αγωγής για τα παιδιά 0-4 ετών, που να είναι δεσμευτικό και να ακολουθείται από όλους τους φορείς προσχολικής εκπαίδευσης και φροντίδας (δημόσιους, δημοτικούς και ιδιωτικούς βρεφικούς, βρεφονηπιακούς και παιδικούς σταθμούς). Μάλιστα οι όποιες αποφάσεις για την προσχολική αγωγή διαχέονται ανάμεσα στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων και το Υπουργείο Εσωτερικών, γεγονός που οδηγεί σε μια ιδιαίτερα σύνθετη και διασπασμένη διαχειριστική δομή που είναι σημαντικό να συντονιστεί, ώστε να λειτουργήσει ως ασπίδα για την παιδική́ προστασία. Στη διαΝΕΟσις σε συνεργασία με την αρμόδια επιτροπή του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων υπό τον συντονισμό του Κώστα Μεγήρ (Καθηγητή στο πανεπιστήμιο του Yale) παραδώσαμε τον Ιούλιο 2022 την «Κυψέλη» - ένα νέο πλαίσιο προσχολικής αγωγής με σκοπό την πιλοτική του εφαρμογή.

Η διαΝΕΟσις συμπλήρωσε επτά χρόνια ζωής. Γεννήθηκε μέσα στην περίοδο της κρίσης και των μνημονίων. Μετά την επικείμενη ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, η χώρα θα μπει και τυπικά πια στην μεταμνημονιακή εποχή και στη λεγόμενη κανονικότητα. Πως σκέφτεστε στο εξής τον ρόλο του οργανισμού;
Η επενδυτική εικόνα της χώρας μας στο εξωτερικό έχει σημαντικά βελτιωθεί, ενώ παράλληλα υπάρχουν ευρωπαϊκοί χρηματοδοτικοί και κινητοποιούμενοι πόροι της τάξης των €130 δισεκ., που μπορεί να μεταμορφώσουν την χώρα μας. Η διαΝΕΟσις, με το πολυθεματικό ερευνητικό της έργο, είναι παρούσα σε αυτή τη μεγάλη πρόκληση και έτοιμη να συμβάλει με τεκμηριωμένες προτάσεις ώστε η χώρα μας να κερδίσει το μεγάλο αυτό εθνικό στοίχημα της απορρόφησης και της αποτελεσματικής αξιοποίησης τους, αλλά και να συνδράμει στον εκσυγχρονισμό της. Για να συμβούν όλα αυτά είναι σημαντικό, η πληρέστατη χαρτογράφηση των προβλημάτων σε συνδυασμό με τις μεταρρυθμιστικές προτάσεις, που καταλήγουν ως επί το πλείστον οι έρευνες της διαΝΕΟσις, να μπαίνουν σε έναν ανοικτό και συμπεριληπτικό δημόσιο διάλογο και να γίνονται κοινή συνείδηση. Σε έναν διάλογο που φιλοδοξούμε να συμμετέχουν όλοι και όλες, διότι εκλαϊκεύουμε τα ευρήματα των μεγάλων και πολυσέλιδων ερευνών μας και αποφεύγουμε την τεχνική γλώσσα που δημιουργεί αποστάσεις. Τέλος, επιδιώκουμε οι έρευνες μας να χρησιμοποιούνται ως εισροές που με κατάλληλη επεξεργασία εξειδικεύονται στα όρια μιας πληγείσας από καταστροφές περιοχής, ώστε να επεκτείνονται και στην περιφέρεια. Αυτό γίνεται σε μεγάλο βαθμό, μέσω και της συμμετοχής μας στα σχέδια ανασυγκρότησης, όπως στη Βόρεια Εύβοια, στην Ηλεία και την Καρδίτσα, και μάλιστα με ενθαρρυντικές ενδείξεις. Άλλωστε για τη διαΝΕΟσις, η περιφερειακή ανάπτυξη, βασισμένη στα τοπικά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα και την ενεργό συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας, αποτελεί μία μεγάλη πρόκληση ενσωμάτωσης στο νέο παραγωγικό μοντέλο της χώρας.