Από τον προβολέα στην αφάνεια και τώρα στον ουρανό…

Η μοναχή Θεονύμφη, η «Μπάμπολα», όπως ήταν το κομμάτι που το 1968 απογείωσε την καριέρα της, δεν είναι πια εδώ. Άφησε τα εγκόσμια. «Έσβησε» στα 82 της χρόνια η Μαίρη Αλεξοπούλου, η τραγουδίστρια που μόνασε λόγω του χαμού της κόρης της σε τροχαίο (το ’86) και μεσουρανούσε στο πεντάγραμμο το '60 και το '70.

Στο Ιερό Ησυχαστήριο Κοιμήσεως Θεοτόκου, στο Κορωπί, το «κατάφυγιό» της δίπλα στον Θεό, την παρηγοριά της αφότου κόπηκε το νήμα της ζωής της μίας της κόρης, επικρατεί νεκρική σιγή. Αρχικά, έγινε ρασοφόρα, ύστερα από τρία χρόνια μεγαλόσχημη. Ακολούθησε η ηγουμενική ενθρόνισή της. Το 1992 δημιούργησε το ησυχαστήριό της, την Παναγία Θεονύμφη στο παλιό της σπίτι, στο Κορωπί. Τα τελευταία χρόνια -με ελάχιστες εξαιρέσεις, όταν αποφάσιζε να μιλήσει σε ΜΜΕ- είχε αποτραβηχτεί από τις επάλξεις. Δεν παρακολουθούσε καν τηλεόραση, την ενημέρωναν οι πιστοί τις Κυριακές που πήγαιναν να προσκυνήσουν.

«Είχα σπάσει το ένα ισχίο και τώρα έσπασα και το άλλο», έλεγε το 2019. «Είναι ακόμα μια δοκιμασία. Υπάρχει και ο διάβολος που χτυπάει αλύπητα, όταν κάνεις κάτι καλό για τον Θεό, έτσι γίνεται. Δοξάζω καθημερινά τον Θεό που είμαι ζωντανή και προσεύχομαι για Εκείνον. Έχω πολλή αγάπη. Το μόνο κακό είναι ότι ζω πάρα πολλά χρόνια εντελώς μόνη μου εδώ, στο μοναστήρι. Και κλέφτες έχουν μπει και μεγάλες δυσκολίες έχω περάσει, όμως προσεύχομαι και παίρνω δύναμη». Έχοντας φάει τη ζωή με το κουτάλι, έχοντας δουλέψει σε όλα τα μεγάλα μαγαζιά της εποχής, δίπλα σε κορυφαία ονόματα όπως οι Γιάννης Πουλόπουλος, Γιάννης Βογιατζής, Φίλιππος Νικολάου, Ρόμπερτ Ουίλιαμς, θα έλεγε κανείς πως είχε ζήσει τα πάντα ήδη μέχρι τα 42 της, οπότε αποφάσισε να μονάσει. Έως τότε, η ζωή της έμοιαζε με παραμύθι. Ή σχεδόν...

Από τη «Χωριάτικη Ταβέρνα» στην κορυφή

Από κοριτσάκι είχε κλίση στο τραγούδι. Αλλά ο πατέρας της, που ήταν επίτροπος στη Μητρόπολη Περιστερίου, αντέδρασε όταν του αποκάλυψε ότι ήθελε να ασχοληθεί με τον χώρο του τραγουδιού. Ωστόσο, χάρη στη μεσολάβηση του παππού της, ξεκίνησε να τραγουδά στη «Χωριάτικη Ταβέρνα» της Εκάλης. Ενδιάμεσα, συμμετείχε και στα καλλιστεία. Αυτή ήταν η αρχή για να αποκτήσει φανατικούς θαυμαστές, αφού, εκτός από καλλίφωνη, ήταν και εντυπωσιακή.

Και κάπως έτσι, ακολούθησαν οι εμφανίσεις της στη «Νεράιδα», στην Κυψέλη. Όμως, θα κέρδιζε ένα πιο πλατύ κοινό έπειτα από τη γνωριμία της με τον μαέστρο Κλάββα, που έγραψε και το πρώτο της τραγούδι. Έως τότε ερμήνευε αρκετά από τα τραγούδια της Αλίκης Βιουγιουκλάκη στον ελληνικό κινηματογράφο, πάντα όμως με τον δικό της τρόπο. Εκτός από αξιοσημείωτη καριέρα ως τραγουδίστρια είχε παίξει και σε δύο ελληνικές ταινίες: στα «Νυχτοπερπατήματα» το 1964 και «Φίφης ο ακτύπητος» το 1966. Μάλιστα, στη δεύτερη ερμήνευσε και τα τραγούδια «Αν ποτέ διψάσεις» και «Ποιο καράβι» του Κώστα Κλάββα που γνώρισαν τεράστια επιτυχία. Την ίδια χρονιά, συμμετείχε στο Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού Θεσσαλονίκης με το «Πανηγύρι» των Κλάββα και Μαυρομουστάκη και πήρε το πρώτο βραβείο. Η συνέχεια ήταν ανάλογη. Άρχισε να κερδίζει το μουσικόφιλο κοινό, να βγάζει δίσκους, να λαμβάνει βραβεία σε ελληνικά και διεθνή φεστιβάλ, να εμφανίζεται σε ιστορικά κέντρα της νυχτερινής Αθήνας: στο «Κάστρο», στον «Βράχο», στα «Δειλινά», στα «Αστέρια» – πάντα, στη μαρκίζα, δίπλα σε φίρμες. Τότε ήταν που ήρθε και το σουξέ που εκτόξευσε την καριέρα της, η «Μπάμπολα», το 1968, διεθνής επιτυχία της Πάτι Πράβο.

Οι φωτογραφίες της πλέον στόλιζαν τα νεανικά δωμάτια, τα τραγούδια της ακούγονταν σε όλα τα πάρτι - η νεολαία τη λάτρευε, τα πάντα συνηγορούσαν σε μια ακόμα πιο εντυπωσιακή συνέχεια.

Ο καημός και ο γολγοθάς της μητέρας

Στην πορεία παντρεύτηκε με επιχειρηματία που ήθελε να την απομακρύνει από τα καλλιτεχνικά και με τον οποίο απέκτησαν την Κωνσταντίνα και την Ελευθερία. Έπειτα από τέσσερα χρόνια έγγαμου βίου, καθώς οι δουλειές του έπεσαν έξω, ξαναβγήκε στο πάλκο και παράλληλα ξεκίνησε να φτιάχνει μαγαζιά με υγιεινές τροφές.

Όλα αυτά μέχρι την τραγωδία που τη σημάδεψε, μέχρι που άρχισε να ανεβαίνει τον γολγοθά της, ως μητέρα που έχασε το παιδί της. Μετά το δυστύχημα, εγκατέλειψε τα εγκόσμια κι έγινε μοναχή μέχρι το τέλος της ζωής της. «Το 1984, η Κωνσταντίνα μου ήταν 18 χρόνων, λίγο προτού φύγει για να σπουδάσει Πολιτικές Επιστήμες στο εξωτερικό. Ένα πρωί πήρε το αυτοκίνητό της από το σπίτι για να πάει στο μαγαζί της Κηφισιάς. Στη στροφή της Αγίας Μαρίνας στο Κορωπί έγινε μετωπική με φορτηγό. Ήταν ακαριαίο. Εκείνη την ώρα δεν έβλεπα μπροστά μου, ανέβηκα στον καναπέ και πήδαγα μέχρι το ταβάνι. Τότε βγήκα στη βεράντα μας και από ένα σύννεφο ξεκίνησαν να πέφτουν σταγόνες. Χοντρές, δεν μπορείτε να φανταστείτε. Και εκείνη την ώρα γυρνάω στον Θεό και του λέω: “Θεέ μου, κλαις κι Εσύ μαζί μου;», αφηγούνταν παλαιότερα περιγράφοντας την πιο οδυνηρή στιγμή της ζωής της.

«Μικρότερη, δεν είχα χρόνο να πηγαίνω στην εκκλησία, παρότι αλλιώς τα είχα μάθει από την οικογένειά μου. Μέσα μου, υπήρχε μεγάλος καημός. Τότε είχα κάνει επιτυχία ένα τραγούδι του Κατσαρού στο Φεστιβάλ της Μάλτας, με το οποίο πήραμε ξανά το πρώτο βραβείο. Τότε ακούγονταν πολύ τα τραγούδια που έλεγα, με ήξεραν όλοι οι άνθρωποι του χώρου. Παρ’ όλα αυτά, όλα τα ερωτικά τραγούδια που έλεγα στην πίστα τα αφιέρωνα στον Θεό. Προσπαθούσα, από τον προβολέα, να πάω στον ουρανό. Τόσο πολύ Τον αγαπούσα», είχε αποκαλύψει, προσθέτοντας: «Τα άφησα όλα γιατί έχασα το παιδί μου. Προτίμησα να είμαι στον Θεό κοντά, τίποτε άλλο πια δεν ήθελα… Πώς να τραγουδάς και να χορεύεις, δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Δεν μετάνιωσα ποτέ που έγινα μοναχή», έλεγε.

Τη δυσάρεστη είδηση του θανάτου της έκανε γνωστή ο ηθοποιός και πρόεδρος του ΣΕΗ, Σπύρος Μπιμπίλας. Όσο για τις λεπτομέρειες της κηδείας της, μέχρι την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές δεν είχαν ανακοινωθεί.

Πώς έχασε το σπίτι της που είχε κάνει Ησυχαστήριο

Σύμφωνα με το καταστατικό του 1992, οπότε με δικά της χρήματα είχε μετατρέψει το σπίτι της σε Ιερό Ησυχαστήριο της Κοιμήσεως της Θεοτόκου Κορωπίου, η μοναχή Θεονύμφη ορίστηκε ισόβια ηγουμένη.

Ωστόσο, τον Απρίλιο του 2021 ο Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής, Νικόλαος Χατζηνικολάου την είχε παύσει από τη θέση της, ενώ με δεύτερο πρωτόκολλο της είχε ζητήσει να παραδώσει τα κλειδιά των εξωτερικών θυρών και του ναού, τη σφραγίδα και τα βιβλία του Ησυχαστηρίου. Με ένα τρίτο πρωτόκολλο παρήγγειλε να απομακρυνθούν άμεσα από το Ησυχαστήριο τέσσερις μοναχές από τη Γερμανία, με την αιτιολογία ότι «είχαν προξενήσει αναστάτωση στην Εκκλησία της Ελλάδος» και όχι μόνο λόγω της αντιεκκλησιαστικής συμπεριφοράς τους.

Με νέο έγγραφο προς τη μοναχή Θεονύμφη, η οποία εκτελούσε χρέη Γεροντίας, ο Μητροπολίτης την έπαυσε από τα καθήκοντά της επικαλούμενος σωματική και πνευματική αδυναμία να τα ασκεί, αφού όπως είχε υποστηρίξει όχι μόνο δεν είχε συμμορφωθεί στις εντολές του περί απομάκρυνσης των τεσσάρων μοναχών, αλλά αντιθέτως τις ενέγραψε στο Μοναχολόγιο του Ησυχαστηρίου.

Ωστόσο, της επέτρεψε να παραμείνει σε αυτό, αναθέτοντας σε πενταμελή επιτροπή από μοναχές και κληρικούς, με πρόεδρο τον πρωτοσύγκελο της Μητρόπολης, τη φροντίδα της υγείας, της διατροφής και των καθημερινών αναγκών της. Οι πέντε μοναχές προσέφυγαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ζητώντας την ακύρωση των αποφάσεων. Μία ημέρα πριν από τη συζήτηση της αίτησης ακύρωσης, η μοναχή Θεονύμφη παραιτήθηκε από το δικόγραφο και η δικαστική διένεξη συνεχίστηκε με τις άλλες τέσσερις μοναχές. Η αίτησή τους απορρίφθηκε.

Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ στις 15/5