Ολόσωμες οι Καρυάτιδες της Αμφίπολης
Τι έδειξε η πρώτη αξονομετρική αναπαράσταση
Τα δύο νέα αυτά στοιχεία αποκαλύπτονται από την πρώτη αξονομετρική σχεδιαστική αναπαράσταση του ταφικού μνημείου που εκπόνησε ο αρχιτέκτων της ανασκαφής Μιχάλης Λεφαντζής. Το σχέδιο, που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα, αποδίδει στη θέση τους όλα τα στοιχεία που έχουν ώς τώρα αποκαλυφθεί.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν από την αναπαράσταση και που παρουσιάζει το enet.gr υπάρχει, ένα υπόγειο ταφικό μνημείο στο οποίο μπαίνει κανείς κατεβαίνοντας μια σκάλα. Δεν έχει θυρόφυλλα στην πρόσοψη με τις Σφίγγες, αλλά ούτε στον επόμενο τοίχο με τις Καρυάτιδες, τις οποίες περνά κανείς για να μπει στους νεκρικούς θαλάμους. Στους βασιλικούς μακεδονικούς τάφους της Βεργίνας υπήρχαν δύο πόρτες μαρμάρινες στους αντίστοιχους χώρους. Ωστόσο, δεν είναι ένας και δύο οι μακεδονικοί τάφοι που ήταν ακριβώς όπως αυτοί, μας επισημαίνει το παλαιό στέλεχος της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, ο κ. Ιορδάνης Δημακόπουλος. Δεν τον εκπλήσσει επίσης η ύπαρξη των δύο σφραγιστικών τοίχων στην πρόσοψη του ταφικού μνημείου και στον εσωτερικό διαφραγματικό τοίχο. Ιδίως όταν δεν υπήρχαν θυρόφυλλα, έκλειναν τον τάφο με σφραγιστικούς τοίχους από πωρόλιθο και χωρίς συνδετικό κονίαμα ανάμεσά τους.
Τα «πρωτοφανή» σ' αυτό τον τάφο σε σχέση με τους υπόλοιπους μακεδονικούς είναι ο γλυπτός διάκοσμος και ο κτιστός υπερμεγέθης περίβολος. Κατά τα άλλα, είναι ένα τυπικό δείγμα μακεδονικού τάφου, σύμφωνα με τον κ. Δημακόπουλο. Η προσπέλασή του είναι μετωπική, ασχέτως αν έχει σκαλιά, αν προηγείται κτιστός δρόμος ή απλώς ένας διάδρομος με χώμα.
Η πρακτική για την οικοδόμησή τους ήταν η εξής: Ανοιγαν ένα σκάμμα πολύ μεγαλύτερων διαστάσεων από το κτήριο που θα κατασκεύαζαν με ένα πλάτωμα μπροστά. Εχτιζαν το μνημείο με θολωτή σκεπή, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις με ψευδοροφή εσωτερικά (φανταστείτε μαρμάρινες πλάκες επιζωγραφισμένες πλάτους 1 μ. και μήκους 4,20 μ. να ακουμπούν σε λίθινα περβάζια, αφήνοντας ενδιάμεσα κάποια κενά) και μετά το σκέπαζαν με χώμα, δημιουργώντας έναν τύμβο που φύτευαν, αφήνοντας μόνο ένα κομμάτι κενό για να φαίνεται πού είναι η είσοδος του τάφου σε περίπτωση που χρειαζόταν να ξανανοίξει για να ταφεί κάποιος άλλος της ίδιας οικογένειας ή κάστας.
Ο αρχιτέκτων της ανασκαφής κ. Λεφαντζής αποδίδει τις Καρυάτιδες με τα χέρια σε έκταση, ενώ οι περισσότεροι αρχαιολόγοι θεωρούν πως οι Κόρες έπρεπε ως δομικό συστατικό του μνημείου να σηκώνουν το υπερκείμενο επιστύλιο. Κι επειδή γίνονται συγκρίσεις από διαφόρους των γλυπτών αυτών με τις «χορεύτριες» από το θρόνο της Βασίλισσας Ευρυδίκης στις Αιγές, η ανασκαφέας του τάφου αυτού, Αγγελική Κοτταρίδη, διευκρινίζει πως είναι διαφορετικές στιλιστικά και επιτελούν άλλο ρόλο. Οι Κόρες του τάφου της Ευρυδίκης «είναι μυημένες (ορφικά-βακχικά μυστήρια) και χορεύουν (όπως δείχνει η κίνηση των ποδιών αλλά και του σώματός τους)». Επίσης είναι ολόγλυφες (ανέξαρτητα αγαλματίδια), παριστάνονται με ρούχα και χτένισμα της εποχής τους και βρίσκονται σε έντονη κίνηση. Αντίθετα, οι Καρυάτιδες της Αμφίπολης είναι ημίγλυφες, προσαρτημένες επάνω στους πεσσούς και είναι προφανώς αρχαϊστικές (μιμούνται δηλαδή αρχαϊκές κόρες), με ό,τι αυτό σημαίνει... Τις Καρυάτιδες της Αμφίπολης τις συγκρίνει ως προς τη λειτουργία τους με αυτές του τάφου του Δρομιχαίτη στο Sveshtari της Βουλγαρίας. «Βέβαια εκείνες είναι πιο επαρχιώτικες και όχι αρχαϊστικές, αλλά στέκονται με τον ίδιο τρόπο και έχουν τον ίδιο ρόλο... και επίσης τα ανασηκωμένα χέρια τους κάνουν το ίδιο με αυτό που έκαναν και τα ελλείποντα (δεξί και αριστερό αντίστοιχα) χέρια των Καρυατίδων της Αμφίπολης, δηλαδή κρατούσαν, όπως δείχνει ο ελαφρά ανασηκωμένος ώμος, το επιστύλιο και δεν απλώνονταν "για να αποτρέψουν την είσοδο"»... Τέλος, η κ. Κοτταρίδη σημειώνει: «Περιμένετε να δούμε ολόκληρο το μνημείο και κυρίως περιμένετε να έχουμε όλα τα στοιχεία για τη χρονολόγησή του και μετά αναζητούμε παραπάνω συσχετίσεις και συνάφειες...».
Η ανασκαφική διαδικασία συνεχίζεται με την αφαίρεση των αμμωδών χωμάτων οριζόντια και σε όλη την έκταση του χώρου, ανάμεσα στο διαφραγματικό τοίχο με τις Καρυάτιδες και τον τρίτο τοίχο, ώστε να επιτυγχάνεται η εξισορρόπηση των πιέσεων και να διασφαλίζεται σταθερά η στατική επάρκεια του μνημείου, σύμφωνα με τις αποφάσεις της διεπιστημονικής τεχνικής ομάδας.