Το μίσος του Κάσσανδρου για τον Μέγα Αλέξανδρο
Ένα περιστατικό από την συνάντηση των δύο ανδρών
Λίγο μετά τον θάνατο του Ηφαιστίωνα ο Αλέξανδρος, παρά το βαρύ πένθος συνέχισε κανονικά τις εκστρατείες του. Εκείνη την περίοδο και ενώ ο Αλέξανδρος είχε σκοτώσει τον Κλείτο με τα χέρια του, στον αγώνα του να θεωρηθεί γιος του ’μμωνα, κατέταξε το Αμμώνιο δεύτερο σε αξία μετά το ιερό του Διός στην Ολυμπία.
Δηλαδή για άλλη μία φορά, και μάλιστα σε μία χρονική περίοδο που είχε εξαλείψει κάθε αντίθετη φωνή, έκανε σαφές ότι ο κόσμος είχε κατακτηθεί από ένα βασιλιά κοσμοπολίτη μεν, ελληνικής καταγωγής και συνείδησης δε. Επιπλέον πολλά είχαν αλλάξει από τότε, που ο ’μμων «υιοθέτησε» τον Αλέξανδρο. Οι νέες καταστάσεις επέβαλλαν να απομακρυνθεί από τον Αιγύπτιο θεό και να εφεύρει ένα νέο παγκόσμιο θεό. Και εγένετο ο Σάραπις.
Την περίοδο εκείνη έφτασε στη Βαβυλώνα ο Κάσσανδρος, ο γιος του Αντίπατρου, του οποίου ο άλλος γιος, ο Ιόλας, υπηρετούσε ήδη στην Αυλή του Αλεξάνδρου ως αρχιοινοχόος. Επιπλέον ο Κάσσανδρος δεν έδειξε καμία ευελιξία και συμπεριφέρθηκε σαν Έλληνας ανάμεσα σε Έλληνες, προκαλώντας το βίαιο ξέσπασμα του Βασιλιά της Ασίας. Αυτή η τραυματική για τον Κάσσανδρο επαφή με τον Αλέξανδρο τον έκανε θανάσιμο εχθρό όλου του Οίκου των Αργεαδών, τον οποίο τελικά κατάφερε να εξαλείψει. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, όταν έφτασε στη Βαβυλώνα, επειδή δεν είχε ξαναδεί το ασιατικό τυπικό της προσκύνησης, η ελληνική ανατροφή του τον έκανε να γελάσει απερίσκεπτα, όπως αποδείχθηκε. καθώς γέλασε μπροστά στον Μέγα Αλέξανδρο, ο οποίος εξοργίστηκε.
Ίσως επειδή η συμπεριφορά του έβλαπτε τον τρόπο διοίκησης, που είχε επιλέξει ο Αλέξανδρος, ίσως επειδή ο Αλέξανδρος ήταν οργισμένος με τον πατέρα του, τον άρπαξε δυνατά με τα δύο του χέρια και του χτύπησε το κεφάλι στον τοίχο.
Η συμπεριφορά του Αλεξάνδρου λένε ότι ενστάλαξε στον Κάσσανδρο τέτοιο τρόμο για τον Αλέξανδρο, ώστε πολύ αργότερα, όταν ήταν πια βασιλιάς της Μακεδονίας, σε μία επίσκεψή του στους Δελφούς, βλέποντας μπροστά του έναν ανδριάντα του Αλεξάνδρου «έχασε τα λογικά του, του σηκώθηκαν οι τρίχες, άρχισε να τρέμει και μετά βίας συνήλθε».
(Αρριανός Ζ.14-15, Διόδωρος ΙΖ.113.3-4, 115, Πλούταρχος Αλέξανδρος 72.3-5, 74.2-κ.ε., Ιουστίνος 12.12.12)