Οι πληροφορίες για την ομολογία ενός από τους εννιά Αιγύπτιους που συνελήφθησαν για τη διακίνηση μεταναστών, επιβεβαιώνονται από το υπουργείο Ναυτιλίας. Ειδικότερα, όπως μεταδίδει η ΕΡΤ, επιβεβαιώνεται ότι ένας εκ των συλληφθέντων ομολόγησε πως είναι διακινητής. Περιέγραψε μάλιστα τι προηγήθηκε του απόπλου από την Αίγυπτο και τι ακολούθησε επάνω στο αλιευτικό μέχρι τη στιγμή της βύθισης του σκάφους. Αντίθετα, οι υπόλοιποι αρνούνται ότι είναι μέλη του κυκλώματος διακίνησης και επιμένουν ότι δεν έχουν καμία ανάμειξη με την υπόθεση.


 «Βαρύ» κατηγορητήριο για τους 9

Στο μεταξύ, στα κρατητήρια του Λιμεναρχείου Καλαμάτας θα παραμείνουν έως τη Δευτέρα (19/6) οι 8 από τους 9 κατηγορούμενους διακινητές. Ο 9ος νοσηλεύεται, φρουρούμενος. Είναι όλοι τους Αιγύπτιοι, από 20 έως 40 ετών. Αντιμετωπίζουν ανάμεσα σε άλλα, τα κακουργήματα της πρόκλησης ναυαγίου και της εγκληματικής οργάνωσης. Πήραν προθεσμία και θα απολογηθούν τη Δευτέρα.

Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Ηλίας Σιακαντάρης, μιλώντας στην ΕΡΤ, επανέλαβε ότι το Λιμενικό προσέγγισε το μοιραίο αλιευτικό, δύο ώρες πριν το ναυάγιο και δεν έχει καμία σχέση με τη βύθιση του σκάφους.

 «Το Λιμενικό προσέγγισε το αλιευτικό δύο ώρες πριν το ναυάγιο – Έλαβε απάντηση «No help…Go Italy». Οι επιβαίνοντες αρνήθηκαν κάθε βοήθεια και το αλιευτικό συνέχισε την πορεία του. Δεν μπορεί να συναρτάται η προσέγγιση του Λιμενικού με τη βύθιση του σκάφους μόνο και μόνο χρονικά».

Το αρχηγείο του Λιμενικού Σώματος διευκρίνισε αργότερα ότι 3 ώρες πριν από βύθιση του αλιευτικού, ελληνικό σκάφος το πλησίασε, έριξε σκοινί και έδεσε στο πλάι το ψαράδικο για λίγα λεπτά, προκειμένου να διαπιστώσει την κατάσταση του πλοίου αλλά και να συνομιλήσουν οι Έλληνες αξιωματικοί με τους κυβερνήτες του σκάφους αλλά οι μετανάστες το πέταξαν πίσω.

Ο υπηρεσιακός πρωθυπουργός, Ιωάννης Σαρμάς, συγκάλεσε διευρυμένη σύσκεψη με υπουργούς και υπηρεσιακούς παράγοντες, για όλα τα ζητήματα που αφορούν στο σεβασμό των δικαιωμάτων των διασωθέντων αλλά και των κατηγορουμένων. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στο δικαίωμα επικοινωνίας όσων μεταφέρθηκαν στη δομή της Μαλακάσας.


Τηλεφωνικό κέντρο για την αναγνώριση των θυμάτων του ναυαγίου

Στο κτήριο «Κεράνης» του υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου στη λεωφόρο Θηβών θα εδρεύει η Ομάδα Αναγνώρισης Θυμάτων Καταστροφών προκειμένου να υπάρχει περαιτέρω αρωγή στην προσπάθεια αναγνώρισης των θυμάτων του ναυαγίου σε διεθνή ύδατα, 47 ν.μ. ανοιχτά της Πύλου.

Παράλληλα, θα λειτουργήσει τηλεφωνικό κέντρο για τον ίδιο λόγο. Το τηλέφωνο και τo email επικοινωνίας με την Ελληνική Ομάδα D.V.I., θα είναι τo 2131386000 και το dvi@astynomia.gr, αντίστοιχα.

Το τηλεφωνικό κέντρο θα λειτουργεί από το Σάββατο 17 Ιουνίου 2023 κατά τις ώρες 09.00 έως 19.00 (UTC+3) σε καθημερινή βάση και θα υποστηρίζει τις ακόλουθες γλώσσες: Αγγλικά, Αραβικά, Παστό και Ουρντού.

Η ελληνική ομάδα DVI, έχει αναλάβει το ανθρωπιστικό έργο της αναγνώρισης των θυμάτων της εν θέματι καταστροφής, σε συνεργασία με το Κεντρικό Λιμεναρχείο Καλαμάτας, την γενική γραμματεία Υποδοχής Αιτούντων 'Ασυλο του υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου και της γενικής γραμματείας Πολιτικής Προστασίας. Στο κτήριο Κεράνης, επίσης, θα γίνεται η υποδοχή των συγγενών των θυμάτων για την εξέτασή τους και τη λήψη βιολογικού υλικού (DNA), κατόπιν σχετικής συνεννόησης μαζί τους.



Κατάθεση επιζώντα: «Έδωσα 4.000 δολάρια για να πάω στην Ιταλία»

Ένα παλιό ψαράδικο που μετέφερε πολύ περισσότερους ανθρώπους από όσους χωρούσε ήταν το μοιραίο που βυθίστηκε τα ξημερώματα της Τετάρτης ανοιχτά της Πύλου, όπως προκύπτει από την κατάθεση επιζώντα του ναυαγίου.

Ο άντρας, ένας Παλαιστίνιος 24 ετών, περιγράφει πώς πλήρωσε 4.000 δολάρια για το ταξίδι για την Ιταλία, πώς οι διακινητές τους στοίβαξαν σε ένα παλιό πλοίο και τι συνέβη τη στιγμή του ναυαγίου. Φωτογραφία από την κατάθεσή του έφερε στο φως το protothema.gr. 



«Πριν εφτά μήνες έφυγα από τη Συρία και από εκεί πήγα στην Αίγυπτο. Εκεί έμεινα τρεις μήνες. Τον Φλεβάρη πήγα στο Τομπρούκ Λιβύης. Πλήρωσα 4.000 δολάρια να πάω από Λιβύη στην Ιταλία. Στις 8 ή 9 Ιουνίου με φορτηγό και με άλλα περίπου εκατό άτομα πήγα σε μια παραλία στο Τομπρούκ. Εκεί υπήρχε ένα μικρό σκάφος και περίπου σε πενηντάδες πηγαίναμε σε ένα μεγαλύτερο που βρισκόταν εκεί. Το σκάφος αυτό ήταν χρώματος μπλε και ήταν παλιό ψαράδικο. Εκεί υπήρχαν κάποια άτομα που φαινόταν ξεκάθαρα ότι έκαναν κουμάντο στο σκάφος. Κάποιοι από αυτούς ταξίδεψαν μαζί μας και κάποια άλλα έφυγαν».

Όπως ανέφερε πάνω στο πλοίο ήταν εκατοντάδες άνθρωποι ενώ το ταξίδι συνεχίζονταν μέσα σε προβλήματα.

«Ξεκινήσαμε το ταξίδι με περίπου εφτακόσια άτομα, τα οποία ήταν πάρα πολλά για το μέγεθος του. Μετά από δύο ημέρες μείναμε από φαγητό και νερό. Αφού ταξιδέψαμε συνολικά πέντε ημέρες φωνάξαμε ένα πλοίο να μας πετάξει λίγα νερά. Την νύχτα της δεύτερης ημέρας χάλαγε συνέχεια η μηχανή του σκάφους την φτιάχνανε και ξαναχάλαγε», λέει.

Για το ναυάγιο αναφέρει: «Άκουσα από το δορυφορικό κανάλι να καλεί ένα μεγάλο πλοίο σημαίας DELAWARE το δικό μας σκάφος και να ρωτάει αν χρειαζόμαστε βοήθεια και ο καπετάνιος ο δικός μας είπε όχι. Το σκάφος ξαφνικά γύρισε από την μια μεριά γιατί είχε περισσότερο κόσμο από αυτή τη μεριά, μπήκαν νερά σε αυτό και βυθιζόταν σιγά σιγά. Όσα άτομα ήμασταν στο πάνω κατάστρωμα πέσαμε στη θάλασσα. Διακόσια άτομα περίπου στο σύνολο. Οι υπόλοιποι έμειναν στο σκάφος και αυτό βυθιζόταν. Στην περιοχή βρισκόταν δύο μεγάλα πλοία και ένα θαλαμηγό μεγάλο που μας μάζεψε και μας έφερε εδώ».

Ο μετανάστης αναγνώρισε δύο από τους χειριστές του σκάφους, με τον έναν να είναι αυτός που έδινε οδηγίες και έκανε παρέα με τον καπετάνιο.