Η 110η επέτειος του ηρωικού θανάτου του πρωτεργάτη του Μακεδονικού Αγώνος, Ανθυπολοχαγού Παύλου Μελά («Μίκης Ζέζας») τιμάται σήμερα, από όλο τον Ελληνισμό, καθώς ο Ήρωας με τον θάνατό του αποτέλεσε την «σπίθα», που τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, χρειαζόταν ο Αγώνας για την προστασία του διωκόμενου Ελληνισμού στην κατεχόμενη από τους Οθωμανούς Τούρκους Μακεδονία.

Ο Ανθυπολοχαγός Παύλος Μελάς γεννήθηκε στις 29/3/1870 στη Μασσαλία της Γαλλίας και ήταν γιός του Μιχαήλ Μελά και γαμπρός του Στέφανου Δραγούμη. Αποφοίτησε από την Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων το 1991 και ονομάστηκε Ανθυπολοχαγός του Πυροβολικού, ενώ σκοτώθηκε πολεμώντας τους Βούλγαρους Κομητατζήδες στο χωριό Στάτιστα της Μακεδονίας, που σήμερα τιμητικώς φέρει το όνομα «Μελάς».

Ήταν ένας από τους πρώτους, ο οποίος το 1900 συμμετείχε στο νεοϊδρυθέν τότε «Μακεδονικό κομιτάτο». Μετά από προετοιμασία και δύο προσπάθειες εισόδου στην Μακεδονία, στις 18 Αυγούστου 1904, με το ψευδώνυμο «Καπετάν Μίκης Ζέζας», επικεφαλής ανταρτικού σώματος 35 ανδρών από την Κρήτη, τη Μακεδονία και τη Μακεδονία, εισήλθε στο έδαφος της Μακεδονίας και ανέλαβε τα ηνία του Μακεδονικού αγώνος.

Στις 12 Οκτωβρίου 1904, ύστερα από αποτυχημένη επιδρομή στο σλαβόφωνο χωριό Νερέτ (σημερινός Πολυπόταμος) ο Μελάς και η ομάδα του κατευθύνθηκε στο τότε πλειοψηφούν σλαβόφωνο χωριό Στάτιστα (σημερινός Μελάς). Χωρίς να το γνωρίζει όμως στο ίδιο χωριό βρισκόταν ο αντίπαλος του, ο Βούλγαρος κομιτατζής Μήτρος Βλάχου. Ο Βλάχου θέλοντας να παγιδεύσει την ομάδα των Ελλήνων ειδοποίησε τον τουρκικό στρατό μέσω τρίτων πως στο χωριό βρισκόταν ο ίδιος και έφυγε. Στις 13 Οκτωβρίου 1904, το χωριό περικυκλώθηκε από Τουρκικό απόσπασμα 150 ανδρών της Στρατοχωροφυλακής, που πίστευε πως κατεδίωκε τον Βλάχου. Το ξημέρωμα της επόμενης ημέρας θα έβρισκε το Μελά νεκρό υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες.

Για τις ακριβείς συνθήκες του θανάτου του Μελά υπάρχει πλήθος διαφορετικών εκδοχών. Η πλέον διαδεδομένη είναι αυτή της δίωρης μάχης και της εν συνεχεία διαταγής του Μελά για αιφνιδιαστική έξοδο των αμυνομένων Ελλήνων, τεθείς επικεφαλής των ανδρών του. Στην επιχείρηση αυτή τραυματίσθηκε θανάσιμα στην οσφυϊκή χώρα και πέθανε μετά από μισή ώρα στα χέρια του φίλου του Γεωργίου Στρατινάκη. Σύμφωνα με κάποιες άλλες εκδοχές ο Μελάς ύστερα από τον τραυματισμό του αυτοκτόνησε ή και σκοτώθηκε από τους συντρόφους του, με ή χωρίς αίτημα του, για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων.

Σύμφωνα με το Βικιπαίδεια «Γύρω από το σώμα του νεκρού Π. Μελά εκτυλίχθηκε μια διπλωματική επιχείρηση για την παραλαβή και ενταφιασμό του. Οι Έλληνες δεν ήθελαν να γίνει γνωστό στους Τούρκους ποιος ήταν ο νεκρός, και συγκεκριμένα ότι ήταν Έλληνας αξιωματικός, διότι αυτό θα δημιουργούσε διπλωματική κρίση. Αρχικά ο νεκρός θάφτηκε από τους χωρικούς έξω από τη

Στάτιστα ενώ οι Τούρκοι δεν γνώριζαν την ταυτότητά του. Αργότερα ο προεστός της Στάτιστας ονόματι Ντίνας απεσταλμένος της ελληνικής πλευράς (πιθανώς του Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη ή του οπλαρχηγού Κύρου) επιχείρησε να ξεθάψει και να μεταφέρει αλλού τον νεκρό. Στο μεταξύ όμως ο θάνατος του Μελά είχε μαθευτεί στην Αθήνα και η Τουρκική πρεσβεία στην Αθήνα ειδοποίησε τις Τουρκικές Αρχές της Θεσσαλονίκης να βρουν το πτώμα ώστε να το χρησιμοποιήσουν ως απόδειξη της Ελληνικής επέμβασης σε Τουρκική επικράτεια. Έτσι, ενώ ο Ντίνας έκανε την εκταφή εμφανίστηκε Τουρκικός στρατός. Τότε έκοψε βιαστικά το κεφάλι του νεκρού και έφυγε. Το κεφάλι τάφηκε μπροστά στην Ωραία Πύλη του Ναού της Αγίας Παρασκευής στο χωριό Πισοδέρι ενώ οι Τούρκοι πήραν το ακέφαλο σώμα και το πήγαν στην Καστοριά για αναγνώριση. Ο Γερμανός Καραβαγγέλης, που γνώριζε τα πάντα, κινητοποίησε τη νεολαία της Καστοριάς που περικύκλωσε το Διοικητήριο και απαιτούσε να τους δοθεί το σώμα "κάποιου Ζέζα" που ήταν Έλληνας. Ο Μητροπολίτης, προειδοποιώντας ότι μπορεί να συμβούν ταραχές που θα έβλαπταν την ειρηνική συμβίωση Τούρκων και Ελλήνων κατάφερε να του δοθεί το σώμα το οποίο και τάφηκε στο παρεκκλήσιο των Ταξιαρχών κοντά στο Μητροπολιτικό Μέγαρο Καστοριάς. Ο Παύλος Μελάς αποτέλεσε υπόδειγμα γενναιότητας και αυταπάρνησης για την απελευθέρωση της πατρίδας στην ελληνική ιστορία. Μετά το θάνατό του η δράση των Ελληνικών δυνάμεων έγινε πιο έντονη, περιορίζοντας τη δράση των Βούλγαρων κομιτατζήδων.

Ακόμα σαν σήμερα, στις 13 Οκτωβρίου 1944, πραγματοποιήθηκε αιματηρή σύγκρουση στο Εργοστάσιο παραγωγής Ηλεκτρικού ρεύματος στο Κερατσίνι, πιο γνωστή ως «Μάχη της Ηλεκτρικής», μεταξύ ανταρτών του ΕΛΑΣ και εργαζομένων του εργοστασίου και Γερμανών στρατιωτών, με 11 Έλληνες νεκρούς.

Όπως σημειώνει στο Βικιπαίδεια για τη συγκεκριμένη μάχη «Στις 12 Οκτωβρίου 1944 οι 60 Γερμανοί φρουροί του εργοστασίου της Ηλεκτρικής προχώρησαν σε διαπραγματεύσεις με στελέχη του ΕΛΑΣ και την εργοστασιακή επιτροπή του ΕΑΜ. Η συμφωνία ήταν να μη πραγματοποιηθεί επίθεση του ΕΛΑΣ στους Γερμανούς με αντάλλαγμα την μη καταστροφή των υποδομών του εργοστασίου καθώς και την απελευθέρωση των εγκλωβισμένων Ελλήνων εργατών από τους υποχωρούντες Γερμανούς. Οι Γερμανοί φρουροί όντως υποχώρησαν χωρίς να χτυπηθούν και ο ΕΛΑΣ ανάπτυξε φρουρά γύρω του εργοστασίου. Όμως την επομένη μέρα οι Γερμανοί κατέστρεψαν εγκαταστάσεις υγρών καυσίμων της Shell στο Πέραμα, ενώ η φρουρά των 60 Γερμανών της Ηλεκτρικής επέστρεφε για να καταστρέψει το εργοστάσιο. 4 Λόχοι του Ι/6 Τάγματος του ΕΛΑΣ Πειραιά κινήθηκαν εναντίον των Γερμανών, ομάδες ένοπλων πολιτών του ΕΑΜ έκοβαν τηλεφωνικούς στύλους. Σε βοήθεια των μαχητών του ΕΛΑΣ ήρθαν οπλισμένοι εργάτες του εργοστασίου της Ηλεκτρικής υπό τον μηχανικό υπηρεσίας Βενιζέλο Αποστολίδη. Οι Γερμανοί εγκλωβίστηκαν σε κλοιό έξω από το εργοστάσιο της Ηλεκτρικής, ενώ και ομάδα αστυφυλάκων υπό τον ταξίαρχο Παυσανία Κατσώτα κινήθηκε προς το Κερατσίνι προς βοήθεια των Ελλήνων αντιστασιακών, ενώ και το ΙΙ/6 Τάγμα Κοκκινιάς του ΕΛΑΣ κάλυπτε τα νώτα των αμυνομένων στη περιοχή της Νίκαιας με το Αιγάλεω.

Μετά από πέντε ώρες μάχης οι Γερμανοί εξοντώθηκαν, ενώ χάρη στην μάχη σώθηκε ο ηλεκτροφωτισμός της πρωτεύουσας. Ο ταξίαρχος Κατσώτας καθώς και οι Βρετανοί εξέφρασαν την ευαρέσκεια τους στη διοίκηση του 6ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ[1]. Την επομένη ημέρα της μάχης έγιναν οι κηδείες των μαχητών με πάνδημη συμμετοχή. Οι Γερμανοί αιχμάλωτοι παραδόθηκαν στους Βρετανούς μετά από μερικές μέρες. Το σχέδιο της μάχης το είχε σχεδιάσει η διοίκηση του 6ου

Ανεξάρτητου Συντάγματος Πειραιά υπό τον καπετάνιο του ΕΛΑΣ Νίκανδο Κεπέση και τον στρατιωτικό διοικητή Ταγματάρχη Σωτήρη Κύβελλο.

Μεταξύ άλλων στη Μάχη της Ηλεκτρικής πήρε μέρος ως μέλος του ΕΛΑΣ και υπάλληλος της εταιρίας, ο πατέρας του Θανάση Βέγγου, Βασίλης Βέγγος.

Λ.Σ.Μ.