Toυ Γιώργου Λεβέντη, εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ

Για ποιον χτυπάει η καμπάνα; Εδώ και αρκετές ημέρες, στην «πιάτσα» κυκλοφορεί ότι είναι έτοιμη να σκάσει και νέα υπόθεση πολιτικού που είναι «μπλεγμένος» με τα εξοπλιστικά προγράμματα, όπως ο Γ. Καρατζαφέρης. Με τις θεωρίες περί... υποψηφίων να δίνουν και να παίρνουν, πολλοί θυμίζουν ότι το πιο «ανθρωποφάγο» μέχρι σήμερα είναι το κλαμπ των ρωσικών όπλων. Ενας κλειστός κύκλος, χωρίς κανόνες εμπλοκής, όπου τα λεφτά είναι πολλά, τα ρίσκα είναι μεγάλα και τελικά όλα είναι πιθανά. Αυτό τουλάχιστον διδάσκει η Ιστορία.  Τα ρωσικά όπλα είναι μια υπόθεση που από την περίοδο των Ορλωφικών γοήτευε τους Ελληνες. Ενίοτε, δε, και τους Κύπριους. Η Ρωσία (τσαρική, κομμουνιστική ή άγρια καπιταλιστική, δεν είχε ποτέ σημασία...) προκαλούσε πάντοτε ιδιαίτερα συναισθήματα στους «αδελφούς Ελληνες», που έβλεπαν στη Μόσχα έναν από μηχανής θεό. Αν και το αποτέλεσμα ήταν πάντοτε η ελληνοκυπριακή πλευρά να μένει στα κρύα του λουτρού, η ιστορία επαναλήφθηκε αρκετές φορές.  

ΠΡΩΤΗ ΕΜΠΛΟΚΗ. Στη μεταπολεμική ιστορία, ο ρωσικός (και για την ακρίβεια ο σοβιετικός) παράγοντας ενεπλάκη στα ελληνικά εξοπλιστικά πράγματα στις αρχές της δεκαετίας του ’60, όταν ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος διαπραγματεύτηκε με τη Μόσχα την αγορά αντιαεροπορικών πυραύλων SA-2 (τους «προγόνους» των S-300) για να ενισχύσει την άμυνα της Μεγαλονήσου. Ο Μακάριος πάντα θεωρούσε ότι ο Δυτικός παράγοντας «ευνοούσε» τους Τούρκους και σκέφτηκε ότι, προσκαλώντας τα ρωσικά όπλα στην Κύπρο, θα μπορούσε να «εξασφαλίσει» την ουδετερότητα των Δυτικών δυνάμεων στο Κυπριακό. Δυστυχώς για τον ίδιο και την κυπριακή πολιτική, το μήνυμα που έστειλε στην Ουάσινγκτον, πως προτίθεται να μετατρέψει την Κύπρο σε «Κούβα της Μεσογείου», είχε ιδιαίτερα αρνητικό αντίκτυπο, λίγο μετά τη διπλή κρίση στον Κόλπο των Χοίρων και την ένταση με τους βαλλιστικούς πυραύλους, που λίγο έλειψε να προκαλέσει πυρηνικό πόλεμο. Τελικά, οι SA-2 δεν έφτασαν ποτέ στην Κύπρο, η Δύση τήρησε τη γνωστή στάση στο Κυπριακό και η υπόθεση «ρωσικά όπλα» ξεχάστηκε.  Παρ’ όλα αυτά, επανήλθε τρεις δεκαετίες αργότερα με άλλες συνθήκες. Η Ρωσία δεν ήταν πια σοβιετική και η Κύπρος, μετά την τουρκική εισβολή, είχε γίνει ανεξάρτητη Δημοκρατία. Ετσι, στο «γύρισμα» της δεκαετίας του ’90 πάλι η Μεγαλόνησος ξεκίνησε το εξοπλιστικό «φλερτ» με τη Μόσχα. Η Λευκωσία παρήγγειλε, μάλιστα, ένα μεγάλο «πακέτο» όπλων, που περιλάμβανε άρματα μάχης Τ-80 και τεθωρακισμένα οχήματα μάχης ΒΜΡ-3. Λίγο αργότερα, στο πακέτο προστέθηκαν οι περιβόητοι αντιαεροπορικοί S-300. Η εγκατάστασή τους χαρακτηρίστηκε «casus belli» από την Αγκυρα, που θεώρησε ότι τα βλήματα μπορεί να χτυπούν τουρκικά αεροσκάφη ακόμη και στην ενδοχώρα της.

ΑΠΕΙΛΕΣ. Η υπόθεση έλαβε τεράστιες διαστάσεις. Οι πιέσεις που ασκήθηκαν τόσο στην Αθήνα όσο και στη Λευκωσία ήταν τέτοιες που η τότε κυβέρνηση Σημίτη αναγκάστηκε να «χωνέψει» τις τουρκικές απειλές. Ενώ οι S-300 βρίσκονταν καθ’ οδόν προς την Κύπρο, η Αθήνα ανακοίνωνε ότι προτίθετο να δεχθεί να «φυλαχθούν» οι κυπριακοί πύραυλοι σε ελληνικό έδαφος, και ειδικότερα στην Κρήτη, για να αποφευχθούν τα χειρότερα...  Κάπως έτσι δόθηκε η λύση, με τη μέθοδο της «ανταλλαγής». Την ίδια περίοδο είχε αρχίσει να αναπτύσσεται και το ελληνικό «φλερτ» με το ρωσικό «σύστημα» των όπλων και τελικά συμφωνήθηκε οι κυπριακοί S-300 να ανταλλαχθούν με τους επίσης ρωσικούς αντιαεροπορικούς πυραύλους TOR, που αγόρασε αργότερα η ελληνική κυβέρνηση και οι οποίοι απασχολούν την επικαιρότητα ακόμη και σήμερα, με την εμπλοκή του Ακη Τσοχατζόπουλου και του μακαρίτη πλέον Βλάσση Καμπούρογλου.  Ωστόσο, το ρωσικό σύστημα αποδείχθηκε πολύ πιο περίπλοκο για την Ελλάδα απ’ όσο μπορούσαν να διαχειριστούν οι Ελληνες πρωταγωνιστές του. Το πώς και το γιατί μπλέχτηκαν οι Ελληνες ξεκίνησε λίγο μετά την κρίση των Ιμίων. Με πρωτοβουλία του τότε υπουργού Αμυνας, Ακη Τσοχατζόπουλου, και ενέργειες του τότε διευθυντή Εξοπλισμών του ΥΕΘΑ, Γιάννη Σμπώκου, η Ελλάδα αγόρασε χωρίς διαγωνισμό τους ρωσικούς πυραύλους μικρού βεληνεκούς τύπου OSA. Ως πρόσχημα προβλήθηκε η άμεση παράδοση και η επίσης άμεση ανάγκη για την αντιαεροπορική κάλυψη των κινούμενων σχηματισμών του Στρατού. Οι πύραυλοι δεν μπόρεσαν ποτέ να ενσωματωθούν στο ενοποιημένο δίκτυο αεράμυνας της Ελλάδας, καθώς το ρωσικό λογισμικό τους δεν ταίριαζε με τις ΝΑΤΟϊκές προδιαγραφές που είχαν τα υπόλοιπα συστήματα. Παρ’ όλα αυτά, κρίθηκαν τόσο επιτυχημένοι, που αποφασίστηκε να γίνει και συμπληρωματική αγορά.  

Το ραντεβού στον «Αστέρα»  και η αυτοκτονία Καμπούρογλου

  Το 1997 ξεκίνησε ο διαγωνισμός (πλέον) για τα «νέα» αντιαεροπορικά συστήματα μικρού βεληνεκούς. Κάτι όχι και τόσο… παράλογο για τη συγκεκριμένη εποχή, κατά την οποία η Ελλάδα ψώνιζε σχεδόν τα πάντα. Πόσω μάλλον από τη στιγμή που τα OSA που είχαν μόλις αγοραστεί ήταν ήδη «παλιά». Η πλάστιγγα στον διαγωνισμό έδειξε να γέρνει υπέρ του αμερικανο-καναδικού ADATS. Ομως, το φθινόπωρο του 1998 τα πράγματα άλλαξαν. Ο Ρώσος υπουργός Αμυνας που επισκέφθηκε τη χώρα μας στο πλαίσιο της Εκθεσης Defendory κλείστηκε σε μια σουίτα του «Αστέρα» με τον Τσοχατζόπουλο και οι ισορροπίες άλλαξαν μέσα σε μερικά λεπτά.  Λίγες ημέρες αργότερα ανακοινωνόταν η αγορά των TOR, έστω κι αν πάλι οι πύραυλοι δεν κάλυπταν τις προϋποθέσεις του διαγωνισμού. Στην κρίσιμη εκείνη περίοδο σημαντικό ρόλο έπαιξε και η υπόθεση των S-300 της Κύπρου, που εξελισσόταν παράλληλα. Ωστόσο, αυτό ήταν κάτι που η κοινή γνώμη πληροφορήθηκε αρκετά χρόνια αργότερα...  Μαζί με την επικράτηση των TOR, ξαφνικά άλλαξε και ο αντιπρόσωπος του ρωσικού συστήματος. Ενώ μέχρι λίγες εβδομάδες πριν από την υπογραφή το σύστημα αντιπροσώπευε στην Ελλάδα η τότε κρατική εταιρεία εξαγωγών ρωσικών όπλων Rosvoorouzhenie, η αγορά ανατέθηκε στην Antey. Δηλαδή, απευθείας στο εργοστάσιο κατασκευής των πυραύλων. Ετσι άλλαξαν και τα πρόσωπα στην Ελλάδα. Ο επιχειρηματίας Βλάσσης Καμπούρογλου μπήκε (και αυτός ξαφνικά) στην «εικόνα», εμφανιζόμενος ως αντιπρόσωπος των TOR. Κανείς τότε δεν φανταζόταν ότι οι υπόγειοι δεσμοί του ρωσικού χρήματος, που ο ίδιος είχε διαχειριστεί, κάποτε θα αποκαλύπτονταν και ο Καμπούρογλου θα αναγκαζόταν -διωκόμενος από τις Αρχές- να δώσει τέλος στη ζωή του, σε ένα ξενοδοχείο της Τζακάρτα...  Ο Βλ. Καμπούρογλου ήταν το κεντρικό πρόσωπο στη δαιδαλώδη διαδρομή των 25 εκατομμυρίων δολαρίων που διακινήθηκαν «μαύρα» κατά την αγοραπωλησία των ρωσικών πυραύλων TOR-M1 μέσω της Drumilan International Hellas AE, της οποίας ήταν διευθύνων σύμβουλος. Ομως, πριν από την έρευνα της Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής, που ερευνούσε τις συμβάσεις των TOR-M1 από το 2004, συνέβη άλλο ένα περιστατικό, ειδικής σημασίας.  Μαζί με τα 31 αντιαεροπορικά TOR που τελικά αγοράστηκαν, χρειάστηκε να γίνει η διασύνδεσή τους με το ενοποιημένο σύστημα αεράμυνας. Οι Ρώσοι είχαν υποσχεθεί ότι αυτό μπορούσε να γίνει. Για να επιτευχθεί, όμως, αυτό η ρωσική πλευρά ζήτησε από την Ελλάδα τους «κωδικούς αναγνώρισης» των ελληνικών μαχητικών, προκειμένου τα ρωσικά αντιαεροπορικά να μπορούν να τα αναγνωρίζουν και να τα ξεχωρίζουν από τα εχθρικά. Το πρόβλημα είναι ότι οι Αμερικανοί κατασκευαστές των ελληνικών μαχητικών είχαν αντίθετη άποψη. Και η κίνηση της Ελλάδας να αποδεσμεύσει τους κωδικούς προκάλεσε την οργίλη αντίδραση των ΗΠΑ.  Η αμερικανική πρεσβεία φέρεται να χρέωσε την κίνηση προσωπικά στον Ακη Τσοχατζόπουλο και το 1999 η Ουάσινγκτον επέβαλε εμπάργκο όπλων στην Ελλάδα για έναν χρόνο, έστω κι αν την ίδια περίοδο οι μεγαλύτερες εταιρείες της προωθούσαν την αγορά των νέων μαχητικών!  Η υπόθεση των TOR φαίνεται τελικά πως στοίχισε ιδιαίτερα και στον Ακη Τσοχατζόπουλο, μια και από τότε άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για την αποχώρησή του από το υπουργείο Αμυνας μέχρι και τη σύλληψή του.  

Ο Γιάννος, ο Τραυλός  και τα… πλατύσκαλα  

Ο Γιάννος Παπαντωνίου, που ανέλαβε το υπουργείο Αμυνας μετά τον Ακη Τσοχατζόπουλο, αποφάσισε να ερευνήσει την υπόθεση TOR. Διαπιστώθηκε ότι τα αντισταθμιστικά των TOR, ύψους σχεδόν 890 εκατ. δολαρίων, «δεν προχωρούσαν», παρά μόνο σε ποσοστό 2% και πρακτικά είχαν «κάνει φτερά». Αυτό, άλλωστε, ήταν και το αντικείμενο της Εξεταστικής της Βουλής, που συγκροτήθηκε όταν η Ν.Δ. ανέλαβε την εξουσία. Ο Γιάννος, που το 2003 επισκέφθηκε τη Μόσχα, ανέθεσε την υπόθεση στον τότε διευθυντή Εξοπλισμών και έμπιστο συνεργάτη του, Σπύρο Τραυλό. Ωστόσο, λίγο πριν από την αναχώρησή του, πληροφορήθηκε ότι δύο κορυφαία στελέχη που ερευνούσαν την υπόθεση από ρωσικής πλευράς βρέθηκαν δολοφονημένα στο πλατύσκαλο του σπιτιού τους.  Ηταν ο Ιγκόρ Κλίμοφ, γενικός διευθυντής της εταιρείας Antey και συνεργάτης του προέδρου Πούτιν, και ο Σεργκέι Σίτκο. Αυτοί ήταν οι δύο άνθρωποι που είχαν αναλάβει να αποκαλύψουν τη διαφθορά στην εταιρεία. Ο γενικός διευθυντής της Antey διαβεβαίωνε το Κρεμλίνο ότι τα χρήματα-μίζες είχαν κατατεθεί από τον πρώην διευθυντή της εταιρείας (την περίοδο των υπογραφών του συμβολαίου) Βορομπιόφ σε τρεις τράπεζες: μία του Μαυροβουνίου, μια άλλη στη Μόσχα και την Chase Manhattan Bank, μέσω υπεράκτιων εταιρειών. Η Νέα Δημοκρατία, μέσω του υπεύθυνου του τομέα Αμυνας, Σπήλιου Σπηλιωτόπουλου, είχε «πεισθεί» πως ήταν μια εύκολη υπόθεση και αμέσως μόλις πήρε την εξουσία προχώρησε σε Εξεταστική για τα TOR. Στο «σήκωμα» της υπόθεσης σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε και ένας πολιτικής προέλευσης δίαυλος πληροφοριών από τη Μόσχα, τον οποίο στη Ν.Δ. θεώρησαν ασφαλή και αξιόπιστο. Μόνο που δεν είχαν υπολογίσει ότι οι Ρώσοι, εάν δεν έχουν αποφασίσει να προσφέρουν θύματα, ξέρουν να προστατεύουν καλά τα συμφέροντά τους... Πρόβλημα για το τότε κυβερνητικό στρατόπεδο ήταν η διαφορετική γραμμή που είχε από την αρχή ο γραμματέας Εξοπλισμών και πρώην εισαγγελέας Γιώργος Ζορμπάς, η οποία οδήγησε και σε διαφορετικά συμπεράσματα για το «πού» πρέπει να πάει η υπόθεση. Οι «λύσεις» που ήρθαν από τη Μόσχα μετά τη διαπραγμάτευση Ζορμπά και αυτές που ήρθαν από τον τότε υπουργό Σπηλιωτόπουλο, που ταξίδεψε στη ρωσική πρωτεύουσα τον Νοέμβριο του 2004, κατά τη διάρκεια των εργασιών της Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής, έδειχναν διαφορετικές. Ως συνέπεια, η Εξεταστική, που σχεδιάστηκε από τον Σπήλιο Σπηλιωτόπουλο για να φέρει μια άνετη νίκη και πολιτικούς πόντους στον Καραμανλή, έφερε με το ζόρι την ισοπαλία.   Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Επιτροπή του 2004 δεν έφτασε σε αποτέλεσμα, ενώ είχε στα χέρια της το ίδιο αντίγραφο εμβάσματος, ύψους 21.081.757 δολαρίων, με εντολέα την Antey και δικαιούχο την Drumilan, το οποίο βρέθηκε και κατασχέθηκε στο γραφείο του Τσοχατζόπουλου. Λεπτομέρειες με μεγάλη σημασία, μια και τελικά το συγκεκριμένο έγγραφο ήταν αυτό που στοιχειοθέτησε αρκετά χρόνια αργότερα τις κατηγορίες σε βάρος του πρώην υπουργού.