Του Δημήτρη Γιαννακόπουλου, εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ

Το ενδιαφέρον ανώτατων δικαστικών Αρχών κινεί η παλαιά δικογραφία της δολοφονίας του Παύλου Μπακογιάννη μετά τη δημοσιοποίηση μιας νέας μαρτυρίας σχετικά με τα όσα είχαν συμβεί το προηγούμενο βράδυ. Πρόκειται για απόσπασμα από το βιβλίο «Ο ηγέτης μετά τον ηγέτη» του επί σειράν ετών διευθυντή της Ν.Δ. και στενού συνεργάτη του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, Γιάννη Δημητροκάλλη, ο οποίος εκφράζει την απορία πώς οι εκτελεστές γνώριζαν ότι ο Π. Μπακογιάννης θα πήγαινε τόσο πρωί, στις 8, στο γραφείο του.

Εως σήμερα ο κ. Δημητροκάλλης δεν είχε μιλήσει ούτε και είχε κληθεί σε κάποιο στάδιο της προανακριτικής διαδικασίας, παρότι είχε συμμετάσχει στη συνάντηση του Π. Μπακογιάννη με στελέχη του ΣΥΝ και κατόπιν, λίγο πριν από τα μεσάνυχτα, τον είχε αφήσει στην είσοδο της Βουλής.
Στην ουσία, το έγκλημα της 26ης Σεπτεμβρίου 1989 παραμένει ανεξιχνίαστο, καθώς οι μάρτυρες αμφισβητήθηκαν στη διάρκεια των δύο δικών της «17Ν», ενώ η Ντόρα Μπακογιάννη στην κατάθεσή της αναφέρθηκε γενικώς στα όσα είχαν διαδραματιστεί τη νύχτα της 25ης Σεπτεμβρίου. Επίσης, στη σχετική προκήρυξη της «17Ν» και στο βιβλίο του Δ. Κουφοντίνα σημειώνεται ότι ο δολοφονηθείς συνοδευόταν από αστυνομικό που τον είχε αφήσει στην οδό Σόλωνος, λίγα μέτρα μακριά από το γραφείο της οδού Ομήρου, ενώ η οικογένειά του και οι αυτόπτες μάρτυρες υποστήριξαν ότι το μοιραίο εκείνο πρωινό δεν συνοδευόταν από κανέναν.

ΤΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ. Ο Γ. Δημητροκάλλης γράφει στο βιβλίο του: «Το βράδυ, στη συνάντηση στα γραφεία του Συνασπισμού, ήταν ο Πέτρος Κουναλάκης, νομίζω ο Π. Λαφαζάνης και ένα-δυο άλλα στελέχη, που δεν θυμάμαι τα ονόματά τους. Μετά από αρκετή συζήτηση συμφωνήθηκε να πάει ο Παύλος το πρωί πριν τις 08.00 στο γραφείο του, για να μιλήσει σε μια ραδιοφωνική εκπομπή ενός γνωστού τους δημοσιογράφου. Στόχος, να σχολιάσει την όλη κατάσταση και να ζητήσει ίση μεταχείριση. Φύγαμε κατά τις έντεκα και κατεβαίνοντας στην Πλατεία Ομονοίας, που ήταν τα γραφεία του Συνασπισμού, υπήρχε ένα “πηγαδάκι” με έντονη συζήτηση, το οποίο θέλησε ο Παύλος να πάμε να ακούσουμε». Οπως εξηγεί: «Τα “πηγαδάκια” αυτά ήταν ένα επικοινωνιακό εφεύρημα των κομμάτων, τα οποία έστελναν 2-3 στελέχη δικά τους για να πιάνουν φωναχτά πολιτική συζήτηση και πολλοί περαστικοί σταματούσαν και έπαιρναν μέρος, διαφωνούντες ή συμφωνούντες. Στο πηγαδάκι που ήθελε να πάμε ο Παύλος ήταν μαζεμένα 30 περίπου άτομα, στη γωνία Ομονοίας και Αθηνάς, με προφανώς όχι το καλύτερο ποιόν τέτοια ώρα, σ’ αυτήν τη θέση. Του είπα ότι δεν ήταν φρόνιμο να πάμε εκεί, αλλά εκείνος επέμενε. Αφού δεν μπόρεσα να τον πείσω, προφασίσθηκα ότι είχα κοιλιακή διαταραχή, διότι φοβόμουνα το όποιο επεισόδιο, μια και ήταν και αναγνωρίσιμος και χωρίς σωματοφύλακα. Με άφησε στο προαύλιο της Βουλής, που είχα το αυτοκίνητό μου, είπαμε καληνύχτα και μπήκε μέσα στο κτίριο της Βουλής για μια απλή επίσκεψη».

ΝΕΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ. Τα νέα στοιχεία είναι ότι ο Π. Μπακογιάννης συναντήθηκε με συγκεκριμένους πολιτικούς του ΣΥΝ και ότι μετά τη σύσκεψη πήγε στη Βουλή, χωρίς να είναι γνωστό πότε αναχώρησε και με ποιον. Ανήμερα της δολοφονίας του, εξεταζόταν το αίτημα της παραπομπής του Ανδρέα Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο και εκείνες τις ημέρες οι συζητήσεις μεταξύ βουλευτών διαρκούσαν έως τις πρώτες πρωινές ώρες στο περιστύλιο. Ο Γ. Δημητροκάλλης δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει με ποιους συνομίλησε εντός Βουλής ο Π. Μπακογιάννης. «Πάντα μου μένει η απορία», σημειώνει, «πώς ήξεραν οι δολοφόνοι ότι θα είναι τόσο πρωί στο γραφείο του. Ηταν απλή συγκυρία; Ξαφνικά όλα είχαν ανατραπεί. Πήγα αργά το απόγευμα στο σπίτι του, που έμπαινα για πρώτη φορά, για να συλλυπηθώ την οικογένειά του, δειλός και άτολμος, διότι τι λόγια να πω σε ένα τέτοιο τραγικό γεγονός».

Ο αείμνηστος πολιτικός λειτουργούσε ως συνδετικός κρίκος μεταξύ Ν.Δ. και των κομμάτων της οικουμενικής κυβέρνησης. Ιδίως δε με την Αριστερά οι σχέσεις του ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένες, σε ειλικρινές επίπεδο. Ο συγγραφέας εξιστορεί το εξής: «Στις 25 Σεπτεμβρίου 1989, στην καθημερινή πρωινή σύσκεψη με τον Πρόεδρο (σ.σ.: Κωνσταντίνο Μητσοτάκη), ετέθη έντονα, για μια ακόμη φορά, το θέμα του αποκλεισμού μας από τα κρατικά μέσα ενημέρωσης, τα οποία “Πασοκοκρατούνταν” ακόμη, παρά την κυβερνητική αλλαγή. Αποφασίσθηκε να γίνει μια συζήτηση με τον εταίρο μας στην κυβέρνηση, για κοινή αντιμετώπιση του προβλήματος. Την πρωτοβουλία ανέλαβε ο Παύλος Μπακογιάννης, ο οποίος λειτουργούσε και ως σύνδεσμος για τα επικοινωνιακά θέματα μεταξύ των δύο κομμάτων».

Πολλά αναπάντητα ερωτήματα

Το ενδιαφέρον της ακροαματικής διαδικασίας επικεντρώθηκε στους εκτελεστές του Μπακογιάννη και όχι στις συνθήκες μέχρι την τέλεση του εγκλήματος. Ο μάρτυρας ανέφερε ότι στο σημείο της επίθεσης είχε δει τον Σάββα Ξηρό και τον Ηρακλή Κωστάρη, ενώ κατονόμασε τον Δημήτρη Κουφοντίνα ως τον άνθρωπο που έδωσε τη χαριστική τέταρτη βολή στον Π. Μπακογιάννη με το 45άρι-σύμβολο της οργάνωσης. Με δεδομένο ότι το στήσιμο μιας τέτοιας ενέδρας στο κέντρο της Αθήνας απαιτεί προετοιμασία ωρών -σύμφωνα με αξιωματούχους της τότε Κρατικής Ασφάλειας-, οι τρομοκράτες έπρεπε να ακολουθούσαν τον Π. Μπακογιάννη κατά πόδας από την προηγουμένη. Το ενδεχόμενο να «στήθηκαν» την τελευταία στιγμή δεν αντέχει στη λογική. Και τούτο διότι η περιοχή φυλασσόταν επισταμένα από αστυνομικές δυνάμεις λόγω των πολλών εγκληματικών ενεργειών που είχαν τελεστεί την προηγούμενη διετία (δολοφονίες βιομηχάνων, δικαστικών κ.λπ.) και οι τρομοκράτες διέφευγαν πάντα προς τον περιφερειακό του Λυκαβηττού ή τα Εξάρχεια. Ο Π. Μπακογιάννης δεν συνήθιζε να πηγαίνει τόσο πρωί στο γραφείο του, πόσω μάλλον εκείνη την περίοδο, όταν ξενυχτούσε καθώς ήταν επιφορτισμένος με την ατζέντα της εθνικής συνεννόησης.