Η σύναψη μιας ερωτικής σχέσης και κατ' επέκταση το αγαθόν του συνευρίσκεστε σεξουαλικά με όποιο άτομο επιθυμείτε είναι προστατευόμενο, πλην όμως η ελευθερία αυτή δεν εκτείνεται και σε δικαίωμα του προσώπου να τυποποιεί νομικά τη σχέση του με άλλο πρόσωπο του ιδίου φύλου. Εν ολίγοις κάντε σχέσεις με άτομα του ίδιου φύλου, μη ζητάτε όμως και να σας παντρεύουμε, εκτός κι αν υπάρξει σαφής νομοθετική ρύθμιση.

Αυτό προκύπτει από ένα απόσπασμα, σε ελεύθερη μετάφραση, από το σκεπτικό του Αρεοπαγίτη που εισηγείται την απόρριψη αίτησης αναίρεσης -των δύο γυναικών που συνήψαν πολιτικό γάμο- κατά δικαστικής απόφασης με την οποία αυτός ο γάμος κρίθηκε άκυρος.

Αυτό σημαίνει ότι ο πολιτικός γάμος τους που τελέστηκε στην Τήλο το 2008 με τις ευλογίες του τότε Δημάρχου και προκάλεσε την παρέμβαση εισαγγελέα εξακολουθεί να μην ισχύει νομικά.

Η υπόθεση τους θα συζητηθεί στον Άρειο Πάγο τον ερχόμενο Νοέμβριο μετά από αναβολή που δόθηκε σήμερα για τυπικούς λόγους.

Ωστόσο ο εισηγητής της υπόθεσης, αρεοπαγίτης Χαράλαμπος Μαχαίρας, επικαλούμενος το ισχύον νομικό καθεστώς κρίνει ότι ο γάμος αυτός είναι ανυπόστατος και ανύπαρκτος, αφήνοντας βέβαια ένα ανοικτό "παράθυρο" μιλώντας για επερχόμενη σαφή νομοθετική ρύθμιση.

Προς το παρόν όμως εισηγείται την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης που κατατέθηκε στον Άρειο Πάγο από το ζευγάρι των γυναικών κατά της τελεσίδικης απόφασης του Εφετείου Δωδεκανήσου αλλά και του Εισαγγελέα Ρόδου που είχε ασκήσει αγωγή κατά της επίμαχης ένωσης στο Δημαρχείο Τήλου.

Σύμφωνα με τον εισηγητή αρεοπαγίτη «Κατά το παρ' ημίν κρατούν νομικό καθεστώς, δεν νοείται πολιτικός γάμος μεταξύ ομοφύλων, είναι δε γνωστή η επιστημονική συζήτηση που αναπτύσσεται στην ελληνική νομική κοινότητα και κοινωνία γενικότερα για την ανάγκη τέτοιας νομοθετικής ρυθμίσεως....».

Απ΄την πλευρά του ο Βασίλης Χειρδάρης, πληρεξούσιος δικηγόρος των δύο γυναικών, με αφορμή την επικείμενη συζήτηση στον Άρειο Πάγο δήλωσε :

«Η υπόθεση των γάμων των ομοφύλων που θα εκδικαστεί στον Άρειο Πάγο δίνει την ευκαιρία στον Ανώτατο Δικαστήριό μας να εγκαταλείψει την εσωστρέφεια στην νομολογία του και να προχωρήσει σε μια ερμηνεία της νομοθεσίας που θα είναι σύμφωνη με τα σύγχρονα δεδομένα και τις αλλαγές που έχουν επέλθει στα ήθη και στην κοινωνία. Οι καιροί έχουν αλλάξει και ήδη πάνω από 10 ευρωπαϊκά κράτη έχουν θεσμοθετήσει νομοθεσία για να μπορούν να συναφθούν γάμοι ομοφύλων και πολλά ανώτατα δικαστήρια σε όλο τον κόσμο δίνουν νομολογιακές λύσεις ακόμα και εναντίον απαγορευτικής νομοθεσίας. Ήδη το Υπουργείο Δικαιοσύνης ετοιμάζει νομοσχέδιο που επεκτείνει το σύμφωνο συμβίωσης και στα ομόφυλα ζευγάρια. Δεν αντιλαμβάνομαι γιατί η νομιμοποίηση μιας ερωτικής σχέσης μέσω του συμφώνου συμβίωσης να μην επεκταθεί και στην πιο ώριμη και σοβαρή μορφή της σχέσης, τον γάμο».

Το σκεπτικό της εισήγησης

Αναφέρει σε κάποιο σημείο στο σκεπτικό του ο εισηγητής :

«Ως προστατευόμενη επί μέρους εκδήλωση της προσωπικότητας θα μπορούσε να καταγραφεί και η σεξουαλική ελευθερία, δηλαδή το δικαίωμα του προσώπου να αναπτύσσει σεξουαλική δραστηριότητα εφόσον, καθόσον, όποτε, όπως και με όποιον θέλει (σε ό, τι αφορά την τελευταία αυτή διάσταση, με την προϋπόθεση, εννοείται,
ότι το άλλο πρόσωπο συναινεί). Αυτή δεν εκτείνεται πάντως και σε δικαίωμα του προσώπου να τυποποιεί νομικά τη σχέση του με άλλο πρόσωπο, κυρίως διότι εκεί που ο συντακτικός νομοθέτης θέλησε να καθιερώσει μια παρόμοια υποχρέωση του κοινού νομοθέτη το έπραξε ρητά».

Υποστηρίζει ακόμα ο αρεοπαγίτης στην αρνητική εισήγηση του :

«Εκ πρώτης όψεως είναι προφανές, ότι η γραμματική ερμηνεία της διάταξης δεν προσφέρει λύση στο ζήτημα, καθώς η λέξη «μελλόνυμφοι» δεν προσδιορίζει χαρακτηριστικό φύλου. Προ αυτού του κενού, είναι αναγκαία η προσφυγή στο σκοπό του νόμου και τη βούληση του νομοθέτη, όπου με τον όρο «νομοθέτης», δεν εννοείται φυσικά μόνον ο εθνικός νομοθέτης, δηλαδή οι κανόνες της εσωτερικής έννομης τάξης, αλλά και οι διεθνείς συνθήκες, οι οποίες κατά ρητή συνταγματική διάταξη (άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος) υπερισχύουν των κοινών νόμων. Με αφετηρία την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, κρίσιμη είναι η διάταξη του άρθρου 12 αυτής, σύμφωνα με την οποία «άμα τη συμπληρώσει ηλικίας γάμου, ο ανήρ και η γυνή έχουν το δικαίωμα να συνέρχωνται εις γάμον και ιδρύωσιν οικογένειαν συμφώνως προς τους διέποντας το δικαίωμα τούτο εθνικούς νόμους».

Όπως προκύπτει από την παραπάνω διάταξη, το δικαίωμα της σύναψης γάμου και της δημιουργίας οικογένειας αναγνωρίζεται και στα δύο φύλα, χωρίς να παρέχεται και εδώ άμεση λύση στο εάν εξυπονοείται ότι ο «ανήρ» και η «γυνή» μπορούν να τελούν
γάμο αποκλειστικά ο ένας με τον άλλο ή και μεταξύ τους. Είναι προφανές ότι η διάταξη παραπέμπει στην εκάστοτε εσωτερική έννομη τάξη, δηλαδή η σύμβαση αναγνωρίζει μεν το δικαίωμα σύναψης γάμου και στα δύο φύλα, ως προς τους όρους
και τις προϋποθέσεις τέλεσης του, όμως, παραπέμπει στον εθνικό νομοθέτη, αφήνοντας σε αυτόν την πρωτοβουλία και την αρμοδιότητα να ορίσει σχετικό. Εν συνεχεία, στο Διεθνές Σύμφωνο της Ν. Υόρκης, το οποίο κυρώθηκε με το Ν. 2462/1997, ανάλογη
είναι η διάταξη του άρθρου 23, η οποία ορίζει: «1. Η οικογένεια είναι φυσικό και θεμελιώδες στοιχείο της κοινωνίας, τα μέλη της δε απολαύουν την προστασία της κοινωνίας και του Κράτους, 2. Αναγνωρίζεται το δικαίωμα ανδρών και γυναικών σε
ηλικία γάμου να παντρεύονται και να δημιουργούν οικογένεια, 3. Κανείς γάμος δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς την ελεύθερη και πλήρη συναίνεση των μελλοντικών συζύγων και 4. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη στο παρόν Σύμφωνο
λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για την εξασφάλιση της ισότητας των δικαιωμάτων και των ευθυνών των συζύγων σε σχέση με το γάμο, κατά τον έγγαμο βίο και κατά τη λύση του γάμου». Και στην εν λόγω διάταξη δηλαδή, αφού θεσπίζεται η γενικότερη
προστασία της οικογένειας και του δικαιώματος σύναψης γάμου, αφενός, κατά όμοιο τρόπο με την προαναφερόμενη διάταξη της Ε.Σ.Δ.Α., δεν επιλύεται το ζήτημα του ενδεχόμενου γάμου μεταξύ ομοφύλων μελλονύμφων, και αφετέρου ανατίθεται στα
συμβαλλόμενα κράτη η αρμοδιότητα να λάβουν τα συγκεκριμένα μέτρα για την εξασφάλιση της ισότητας των δικαιωμάτων των συζύγων. Επομένως, αμφότερες οι προαναφερόμενες διατάξεις, αμέσως ή εμμέσως, παραπέμπουν στο εθνικό δίκαιο τον
καθορισμό των προϋποθέσεων ασκήσεως του δικαιώματος του γάμου. Ο ελληνικός αστικός κώδικας, δεν προσφέρει ασφαλή απάντηση στο ερώτημα. Ο προφανής λόγος είναι ότι κατά το χρόνο σύνταξης του εν λόγω νομοθετήματος, το ζήτημα της ομοφυλοφιλίας γενικότερα είχε πολύ πιο περιορισμένη διάσταση από ό,τι σήμερα, ενώ το ενδεχόμενο γάμου μεταξύ προσώπων του ιδίου φύλου δεν είχε απασχολήσει τους συντάκτες του, ως αυτονοήτως ανύπαρκτο. Έτσι, ως προς τον όρο «μελλόνυμφοι», αφετηρία των συγγραφέων, παλαιοτέρων και συγχρόνων, που προχώρησαν στην ερμηνεία του αστικού κώδικα, αποτελεί ο ορισμός του γάμου όπως δόθηκε από τον Ρωμαίο νομοδιδάσκαλο Μοδεστίνο, υπό την επιρροή της χριστιανικής θρησκείας, κατά τον οποίο «γάμος εστί ένωσις ανδρός και γυναικός και συγκλήρωσις του βίου παντός, θείου τε και ανθρωπίνου δικαίου κοινωνία». Με βάση τα παραπάνω, προκύπτει ότι υπό το ισχύον εθνικό νομοθετικό πλαίσιο δεν καταλείπεται η ευχέρεια τέλεσης γάμου μεταξύ ομοφύλων προσώπων, αφού η διαφορά του φύλου θεωρείται, σχεδόν καθολικά, προϋπόθεση του υποστατού του γάμου, όπως αντιλαμβάνεται το γάμο ο έλληνας νομοθέτης. Η βούληση δε του νομοθέτη ως προς την αντιμετώπιση
ανάλογης κατάστασης, ήτοι του μορφώματος της ελεύθερης συμβίωσης, αποτυπώθηκε εντελώς πρόσφατα στο ν. 3719/2008 περί «ελεύθερης συμβίωσης», στο πρώτο άρθρο του οποίου αναγράφεται ρητά ότι οι ρυθμίσεις του εν λόγω νόμου αφορούν αποκλειστικά ετερόφυλα ζευγάρια, γεγονός το οποίο, ανεξάρτητα από τον αντίλογο τον οποίο θα μπορούσε να παραθέσει κανείς, αποτελεί την έκφραση της βούλησης της εσωτερικής έννομης τάξης η οποία θεωρείται ότι αντανακλά τις ηθικές και κοινωνικές αξίες και παραδόσεις του ελληνικού λαού».

Συμπληρώνει βέβαια ο εισηγητής ότι «ο κοινός νομοθέτης, ή η κατ' εξουσιοδότηση θεσμοθετούσα διοίκηση μπορεί βέβαια να ρυθμίσει με ενιαίο ή με διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες πραγματικές ή προσωπικές καταστάσεις και σχέσεις, παίρνοντας υπόψη του τις υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματικές ή άλλες συνθήκες, που συνδέονται με καθεμιά από τις καταστάσεις ή σχέσεις αυτές, και στηριζόμενος πάνω σε γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, που βρίσκονται σε συνάφεια προς το αντικείμενο της ρύθμισης, για την οποία εκάστοτε πρόκειται. Πρέπει, όμως κατά την
επιλογή των διαφόρων τρόπων ρυθμίσεων να κινείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας και τα οποία αποκλείουν τόσο την έκδηλη άνιση μεταχείριση, είτε με τη μορφή της εισαγωγής ενός καθαρά χαριστικού μέτρου ή ενός προνομίου μη συνδεόμενου προς αξιολογικά κριτήρια, είτε με τη μορφή της
επιβολής μιας αδικαιολόγητης επιβάρυνσης ή της αφαίρεσης δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται ή παρέχονται από προϋφιστάμενο ή συγχρόνως τιθέμενο γενικότερο κανόνα, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που βρίσκονται κάτω από διαφορετικές συνθήκες, με βάση όλως τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια».

Και καταλήγει : «Λαμβανομένων εν προκειμένω υπόψη των υφισταμένων άνω κοινωνικών συνθηκών, η μη αναγνώριση της ευχέρειας τέλεσης γάμου μεταξύ ομοφύλων κρίνεται δικαιολογημένη, αφού πρόκειται για πρόσωπα που βρίσκονται κάτω από διαφορετικές συνθήκες, δηλαδή δεν είναι άνδρας και γυναίκα, αλλά άτομα του ιδίου φύλου».