ΣτΕ: Δίκη για την επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού στους δημοσίους υπαλλήλους
Έπειτα από αίτημα της ΑΔΕΔΥ
Η επαναφορά 13ου και 14ου μισθού στους δημοσίους υπαλλήλους τέθηκε ενώπιον της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, στο πλαίσιο της διαδικασίας της πρότυπης δίκης

Στο «μικροσκόπιο» της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας τέθηκε το ζήτημα της επαναφοράς του 13ου και 14ου μισθού στους δημοσίους υπαλλήλους. Το ζήτημα συζητήθηκε ενώπιον της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, στο πλαίσιο της διαδικασίας της πρότυπης δίκης, έπειτα από σχετικό αίτημα της ΑΔΕΔΥ. Συγκεκριμένα η ΑΔΕΔΥ άσκησε παρέμβαση υπέρ δημοσίου υπαλλήλου που προσέφυγε στη Δικαιοσύνη, ζητώντας να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του Δημοσίου να του καταβάλει αποζημίωση που αντιστοιχεί στα επιδόματα εορτών και αδείας ετών 2023 και 2024, λόγω της παράλειψης του νομοθέτη να επαναφέρει τα επιδόματα εορτών και αδείας στους δημοσίους υπαλλήλους στο ύψος που προβλεπόταν από τον ν. 3205/2003.
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης, ο εισηγητής της υπόθεσης Ιωάννης Μιχαλακόπουλος τόνισε πως θα πρέπει «να ελεγχθεί αν η περίοδος της αγωγής για τα Δώρα εμπίπτει εν όλω ή εν μέρει στην περίοδο μετά τη λήξη της προθεσμίας (15.11.2024) μεταφοράς της Οδηγίας, να ερμηνευθούν οι ορισμοί της Οδηγίας, αν θεσπίζουν και επιταγές για άνευ ετέρου εξομοίωση μισθών και μάλιστα μεταξύ των εργαζομένων στον ιδιωτικό και στον δημόσιο τομέα, αλλά κι αν η εξομοίωση αφορά κατωτάτους μόνο μισθούς, αν υφίσταται ενωσιακή έννοια τέτοιου κατωτάτου μισθού, πώς αυτή συγκροτείται και ποια τα περιθώρια των κρατών-μελών για άλλη, διαφορετική διάπλαση των μισθών (κατωτάτων ή μη) κατά κατηγορίες».
«Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι ο νομοθέτης του ν. 5045/2023 παρέλειψε να ενσωματώσει τα επίμαχα επιδόματα στις αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων κατά παράβαση σαφών ορισμών (άρ. 6 παρ. 1) της Οδηγίας αυτής, την οποία πλημμελώς μετέφερε κατ’ αυτόν ο ν. 5163/2024 και η οποία επιτάσσει ίση μεταχείριση των εργαζομένων σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα -και μάλιστα από την άποψη της (επιδιωκτέας, ισάξιας, εν όψει του εκάστοτε κόστους διαβίωσης) αγοραστικής δύναμης των κατωτάτων μισθών [άρ. 5 παρ. 2 (α) αυτής]. Έτσι, ο τρόπος καθορισμού (νομοθετικώς) του κατωτάτου μισθού στον δημόσιο τομέα καταλήγει στο αποδοκιμαζόμενο από την Οδηγία αποτέλεσμα να υφίστανται δυσμενή εις βάρος τους διάκριση οι μισθοδοτούμενοι βάσει του ν. 5045/2023 έναντι των εργαζομένων με σχέση εξηρτημένης εργασίας στον ιδιωτικό τομέα» ανέφερε, επίσης, μεταξύ άλλων.
Συμβούλιο της Επικρατείας: Η προσφυγή για παράλειψη επαναφοράς επιδομάτων εορτών και αδείας
Από την πλευρά του ο υπάλληλος του υπουργείου Παιδείας υποστήριζε στην προσφυγή του ότι η παράλειψη του νομοθέτη να επαναφέρει τα επιδόματα εορτών και αδείας αντίκειται στο Σύνταγμα και ειδικότερα στις αρχές της ανθρώπινης αξίας, της ισότητας, της ισότητας στα δημόσια βάρη και της αναλογικότητας, καθώς και σε διατάξεις του ενωσιακού δικαίου.
Η δικηγόρος της ΑΔΕΔΥ επισήμανε ότι τα επιδόματα νομοθετήθηκαν αρχικά το 1951 και το 2012 καταργήθηκαν, όμως τώρα δεν υπάρχουν οι οικονομικές συγκυρίες του 2012 και υπάρχει παράλειψη της Πολιτείας να τα επαναφέρει, προκειμένου οι δημόσιοι υπάλληλοι να εξασφαλίσουν ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, με αποτέλεσμα να παραβιάζεται η Ευρωπαϊκή νομοθεσία και η συνταγματική αρχή της ισότητας. Και ενώ υπάρχουν δημοσιονομικά πλεονάσματα, τα επιδόματα δεν επαναφέρονται.
Από την πλευρά του Δημοσίου υποστηρίχθηκε αντίθετα ότι η μη επαναφορά των επίμαχων παροχών δεν παραβιάζει συνταγματικές ή υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις, καθώς και ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι διέπονται ως προς τις απολαβές τους από ειδικά νομοθετήματα, στο πλαίσιο της ιδιαίτερης υπηρεσιακής τους κατάστασης, αποτελώντας διαφορετική κατηγορία από εκείνη των υπαλλήλων του ιδιωτικού τομέα. Μάλιστα, τονίστηκε ότι η ΑΔΕΔΥ ζητά στην ουσία να νομοθέτησει η Πολιτεία για να επανέλθουν τα δώρα και διατυπώθηκε το ερώτημα αν έχει αρμοδιότητα το ΣτΕ να κρίνει εάν μπορεί να ακυρώσει την άρνηση της Πολιτείας να νομοθετήσει. «Έχουν ξεπεραστεί τα όρια ελέγχου του ΣτΕ και εισέρχεται πλέον στο νομοθετικό πλαίσιο», σχολίασαν.
Η απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας αναμένεται το επόμενο διάστημα.