Η βαθιά πληγή του Δημογραφικού: Τα αγκάθια της "τρίτης ηλικίας" - Λιγοστεύει ο πληθυσμός της Ελλάδας
Μείωση του αριθμού των γεννήσεων
Αναλύσεις για τα στοιχεία του Δημογραφικού - Αύξηση του αριθμού των ηλικιωμένων έναντι του ποσοστού του νεανικού πληθυσμού

Δημογραφικό: Ο πληθυσµός της Ελλάδας µειώθηκε σχεδόν κατά 500.000 άτοµα µεταξύ 2011 και 2024
Η Ελλάδα έχει εισέλθει εδώ και χρόνια σε φάση δηµογραφικής καθίζησης. Σύµφωνα µε έρευνα που εκπονήθηκε από την οµάδα της επίκουρης καθηγήτριας και διευθύντριας του Εργαστηρίου ∆ηµογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του Πανεπιστηµίου Θεσσαλίας, ο πληθυσµός της Ελλάδας µειώθηκε σχεδόν κατά 500.000 άτοµα µεταξύ 2011 και 2024, δηλαδή µέσα σε µόλις 13 χρόνια. Αυτό που τροµάζει περισσότερο είναι ότι η φθίνουσα πορεία δεν είναι παροδική. Ο δείκτης γονιµότητας κυµαίνεται σήµερα µεταξύ 1,3 και 1,4 παιδιά ανά γυναίκα, δηλαδή υπολείπεται σηµαντικά του ορίου αναπαραγωγής, που είναι 2,07 παιδιά ανά γυναίκα. Τι σηµαίνει αυτό πρακτικά; Οτι δεν γεννιούνται αρκετά παιδιά για να αντικαταστήσουν τους ανθρώπους που φεύγουν από τη ζωή.
Και καθώς οι γεννήσεις µειώνονται, αυξάνεται σταθερά και το ποσοστό των ηλικιωµένων. Το 2023, σχεδόν το 23% του πληθυσµού ήταν άνω των 65 ετών, ενώ οι ηλικιωµένοι ήταν περίπου 1 εκατοµµύριο περισσότεροι από τα παιδιά ηλικίας 0-14 ετών.
Αυτή η εικόνα κατατάσσει την Ελλάδα ανάµεσα στις πιο γερασµένες κοινωνίες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, µε ένα από τα χαµηλότερα ποσοστά νεανικού πληθυσµού. Η πρόβλεψη για τις επόµενες τρεις δεκαετίες είναι ακόµα πιο ανησυχητική: γήρανση, συρρίκνωση και εξάντληση των παραγωγικών ηλικιών.
Η γήρανση όµως δεν είναι απλώς αριθµητική. Σηµαίνει αύξηση στις ανάγκες υγείας, φροντίδας, κοινωνικής στήριξης, αλλά και ένα αίσθηµα ότι η κοινω[1]νία παύει να έχει «µέλλον», να ανανεώνεται, να προχωρά.
Μάριος Κυριαζής: Πολλοί ηλικιωμένοι βρίσκουν παρηγοριά σε διαδικτυακές κοινότητες
Πίσω από τα στατιστικά βρίσκονται άνθρωποι που παλεύουν καθηµερινά να επιβιώσουν και να ζήσουν µε αξιοπρέπεια. Μιλώντας στα «Π», ο γιατρός και γεροντολόγος Μάριος Κυριαζής MD, DSc (Specialty Chief Editor, Frontiers in Geriatric Medicine, Director, National Gerontology Centre, Cyprus) αναφέρεται στα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ηλικιωμένοι στην Ελλάδα: τη μοναξιά, τις οικονομικές δυσκολίες, καθώς και το άγχος που προκύπτει από την υπερ-ενασχόληση με την υγεία τους.
«Οταν κάποιος αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα και μοναξιά, συχνά βιώνει άγχος, αϋπνίες, κατάθλιψη, ενώ παράλληλα συγκεντρώνεται πολύ στα προβλήματα της υγείας του και ανησυχεί για το παραμικρό. Ετσι, το άγχος διογκώνεται», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Πράγματι, η μοναξιά είναι το πιο αθόρυβο, αλλά και τοξικό βάρος για έναν ηλικιωμένο. Σύμφωνα με τον ΠΟΥ, η κοινωνική απομόνωση αυξάνει την πιθανότητα πρόωρου θανάτου σχεδόν όσο το κάπνισμα.
Ο κ. Κυριαζής επισημαίνει ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν παίξει ρόλο στην ανακούφιση από τη μοναξιά που χαρακτηρίζει την «τρίτη ηλικία». Πολλοί ηλικιωμένοι βρίσκουν παρηγοριά σε διαδικτυακές κοινότητες, σε βιντεοκλήσεις, σε online μαθήματα ή και σε εφαρμογές ψυχαγωγίας.
Ομως η τεχνολογία δεν μπορεί να αντικαταστήσει την ανθρώπινη παρουσία. Η πιο μεγάλη ανάγκη είναι η ένταξη και όχι απλώς η «παρακολούθηση» της κοινωνικής ζωής από απόσταση. Η επιστήμη είναι ξεκάθαρη: η ενεργή συμμετοχή των ηλικιωμένων στην κοινωνία βελτιώνει τη σωματική και ψυχική υγεία τους, περιορίζει την κατάθλιψη και αυξάνει τη διάρκεια ζωής.
«Το σημαντικό είναι να ξεκινήσουν από κάτι που ήδη γνωρίζουν. Π.χ., ένας συνταξιούχος δάσκαλος να κάνει εθελοντική εργασία με μαθητές ή μια συνταξιούχος νοσηλεύτρια να κάνει εθελοντική εργασία με φροντιστές κ.λπ.», λέει ο κ. Κυριαζής.
"Η Ελλάδα χρειάζεται μια βαθιά αλλαγή νοοτροπίας απέναντι στην τρίτη ηλικία"
Αυτό που τονίζει ο κ. Κυριαζής είναι ότι, πέρα από την ανάπτυξη υποδομών, που είναι επιβεβλημένη, η Ελλάδα χρειάζεται μια βαθιά αλλαγή νοοτροπίας απέναντι στην «τρίτη ηλικία». «Δεν αρκεί να φτιάξουμε δομές φροντίδας, αν δεν αλλάξουμε τον τρόπο που βλέπουμε τους ηλικιωμένους. Ο ηλικιακός ρατσισμός είναι πιο διαδεδομένος απ’ ό,τι φανταζόμαστε. Και δεν πρόκειται μόνο για τον αρνητικό ηλικιακό ρατσισμό (“παλιόγερος”, “γριά”, “έχει άνοια”, “να μην οδηγεί σε μεγάλη ηλικία” κ.λπ.), αλλά και τον θετικό ηλικιακό ρατσισμό, που είναι πιο δύσκολο να ανιχνευτεί. Πρώτα-πρώτα, γιατί να στηρίζουμε τους “ηλικιωμένους”; Ποιος είναι “ηλικιωμένος”; 60 χρόνων ή 85; Αν κάποιος είναι 80 χρόνων, αλλά υγιής, γιατί να χρειάζεται κάποια στήριξη ή βοήθεια; Αν δούμε κάποιον, π.χ., άνδρα μεγάλης ηλικίας στο λεωφορείο, που φαίνεται απόλυτα υγιής και δυνατός, γιατί να του προσφέρω τη θέση μου; Αυτά είναι παραδείγματα λανθασμένης νοοτροπίας, που προβάλλουν ότι η ηλικία από μόνη της σημαίνει και αδυναμία ή αρρώστια. Καλύτερα είναι να μιλούμε για άτομα που χρειάζονται στήριξη, οποιασδήποτε ηλικίας. Ισως ο όρος “ηλικιωμένος” να χρειάζεται καλύτερη ερμηνεία».
Η γέφυρα ανάμεσα στις γενιές είναι το πιο πολύτιμο εργαλείο που έχουμε. Οι νέοι μπορούν να κάνουν τη διαφορά όχι μόνο με υλική βοήθεια, αλλά και με σεβασμό, χρόνο και ουσιαστική επικοινωνία. Αντί να θεωρούμε την «τρίτη ηλικία» «βάρος» ή «πρόβλημα», ας τη δούμε ως μια πηγή σοφίας, εμπειριών και ανθρώπινης ζεστασιάς. Ας μάθουμε να αναγνωρίζουμε τον ηλικιακό ρατσισμό και να τον απορρίπτουμε. Να ενθαρρύνουμε τη συμμετοχή, τον εθελοντισμό, τη διαγενεακή αλληλεγγύη.
Σε κάθε περίπτωση, η υπογεννητικότητα και η γήρανση πληθυσμού αποτελούν τεράστιες προκλήσεις για την Ελλάδα, με επιπτώσεις στην οικονομία, το κοινωνικό κράτος και την καθημερινότητα.
Όμως, μέσα στην κρίση αυτή κρύβεται και μια ευκαιρία - να ξανασκεφτούμε τον τρόπο που φροντίζουμε τους ανθρώπους όλων των ηλικιών, να σπάσουμε τα στερεότυπα και να χτίσουμε μια κοινωνία πιο αλληλέγγυα, ενεργή και ανθρώπινη.
Άρθρο του Βύρωνα Κοτζαμάνη: "Ελλάδα, οικογένεια, γονιµότητα και γεννήσεις"
Στη χώρα µας η µείωση των γεννήσεων ξεκίνησε πριν από πέντε δεκαετίες (1980=148 χιλ., 1999=100 χιλ.), ανακόπηκε προσωρινά τη δεκαετία του 2000, κατά την οποία καταγράφηκε µια µικρή αύξηση, και συνεχίστηκε µε µικρές αυξοµειώσεις µετά το 2011, µε αποτέλεσµα, ενώ τη χρονιά αυτή είχαµε 106 χιλ., να καταγραφούν λιγότερες από 68 χιλ. το 2025.
Η συρρίκνωση αυτή οφείλεται κυρίως στη µείωση της γονιµότητας των διαδοχικών γενεών που τεκνοποίησαν στη χώρα µας, καθώς οι 1.000 γυναίκες που γεννήθηκαν το 1935 απέκτησαν κατά µέσο όρο 2.200 παιδιά, αυ τές που γεννήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ’60 1.950 και όσες γεννήθηκαν γύρω από το 1980 ακόµα λιγότερα -µόλις 1.500-, ενώ ταυτόχρονα διευρύνεται και το χάσµα ανάµεσα στον αριθµό των παιδιών που επιθυµούµε και σε αυτόν που αποκτούµε.
Στην πτώση των γεννήσεων την τελευταία δεκαπενταετία συνέβαλε όµως και η συρρίκνωση του αριθµού των γυναικών σε ηλικία απόκτησης παιδιών, καθώς το πλήθος των 20-24 ετών µειώθηκε κατά 30% ανάµεσα στο 2009 και το 2025. Στην Ελλάδα, όπως και στις άλλες ανεπτυγµένες χώρες φυσικά, το περιβάλλον µεταπολεµικά για τη δηµιουργία οικογένειας και παιδιού έχει αλλάξει ριζικά.
Παντού καταγράφονται -αν και µε διαφοροποιηµένους ρυθµούς- κοινές τάσεις, όπως έξαρση του ατοµικισµού, ταχύτα τη αστικοποίηση και συρρίκνωση του αγροτικού πληθυσµού, µαζική είσοδος της γυναίκας στην αγορά εργασίας, χει ραφέτησή της και οικονοµική ανεξαρτη τοποίησή της, αύξηση του χρόνου παραµονής στο εκπαιδευτικό σύστηµα, αυξηµένα εµπόδια για έναν ικανοποιητικό συνδυασµό οικογενειακής ζωής και επαγγελµατικής σταδιοδροµίας, έµφυλες διακρίσεις, αύξηση του κόστους µε γαλώµατος ενός παιδιού...
Κάποιες χώρες έλαβαν έγκαιρα υπόψητις προαναφερθείσες αλλαγές και ανέ πτυξαν και πολιτικές -εκτός των άλλων- για την άρση των έμφυλων διακρίσεων και των ασυμβατοτήτων ανάμεσα στην οικογενειακή και την επαγγελματική ζωή, καθώς και για τη μείωση του κόστους με γαλώματος των παιδιών.
Στην Ελλάδα οι αλλαγές που αναφέραμε δεν συνοδεύτηκαν από την υιοθέτηση τέτοιων πολιτικών, η τελευταία δε δεκαπενταετής περίοδος, με την αύξηση της ανεργίας, τη μείωση των εισοδημάτων, την αύξηση των δυσκολιών σταθερής ένταξης στην αγορά εργασίας έως και αυτήν του κόστους στέγασης και της ανασφάλειας, ενίσχυσε τις προϋπάρχουσες δυσκολίες για τη δημιουργία οικογένειας και την απόκτηση παιδιού/ών από τις νεότερες γενεές.
Η αναστροφή στη χώρα μας της τάσης μείωσης των γεννήσεων προϋποθέτει τη δημιουργία ενός εξαιρετικά ευνοϊκού περιβάλλοντος, που θα επιτρέψει στους νέους μας να αποκτήσουν τον αριθμό των παιδιών που επιθυμούν (γύρω στα δύο), στον χρόνο που το επιθυμούν.
Η επιβράδυνση ειδικότερα της μείωσης των γεννήσεων, η σταθεροποίησή τους και, στη συνέχεια, η ανόρθωσή τους δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί αν δεν ληφθούν αποτελεσματικά μέτρα, που θα στοχεύουν κυρίως:
α) στη μείωση του (άμεσου ή έμμεσου) κόστους που προκύπτει από τη γέννηση και το μεγάλω μα ενός παιδιού,
β) στην εναρμόνιση της οικογενειακής με την επαγγελματική ζωή,
γ) στην άρση των έμφυλων διακρίσεων στον δημόσιο και τον ιδιωτικό βίο,
δ) στην άμβλυνση του οξύτατου στεγαστικού προβλήματος των νέων μας, μέσω ενός εκτεταμένου προγράμματος κοινωνικής κατοικίας,
ε) στην αύξηση των διαθέσιμων εισοδημάτων τους,
στ) στην άρση του κλίματος αβεβαιότη τας/μη εμπιστοσύνης (trust) στο μέλλον και
ζ) στη μερική προστασία από κινδύνους που ενδεχομένως να αντιμετωπίσουν στο μέλλον.
*Καθηγητή Δημογραφίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Διευθυντή του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών (ΙΔΕΜ)
*Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά