«Το κράτος δικαίου είμαστε εμείς» υπογράμμισε ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας Μιχάλης Πικραμένος κατά την ομιλία του στο συνέδριο της ΚΕΔΕ στην Αλεξανδρούπολη. Ο κ. Πικραμένος τόνισε ότι το Σύνταγμα κατοχυρώνει την οικονομική και διοικητική αυτοτέλεια των ΟΤΑ, ωστόσο αυτή η αυτοτέλεια δεν μπορεί να νοηθεί έξω από ένα πλαίσιο θεσμικού ελέγχου. «Σε μια δημοκρατία δεν υπάρχουν θεσμοί που δεν ελέγχονται», επισήμανε, εξηγώντας ότι οι δήμοι λογοδοτούν διπλά: πολιτικά, απέναντι στους πολίτες μέσω των εκλογών, και νομικά, μέσω της εποπτείας του κράτους. Σύμφωνα με τον ίδιο, η ενίσχυση της αυτοδιοίκησης σε αρμοδιότητες, πόρους και ανθρώπινο δυναμικό πρέπει να προχωρά παράλληλα με την ενίσχυση της εποπτείας, ως προϋπόθεση διαφάνειας και δημοκρατικής ευθύνης.

«Εκείνο το οποίο λειτουργεί ως ομπρέλα σε όλο το ελληνικό Σύνταγμα και σε όλο το διοικητικό σύστημα, είναι η αρχή του κράτους δικαίου, ειδικότερη εκδήλωση της οποίας, είναι η αρχή της νομιμότητας, στην οποία είμαστε υποχρεωμένοι όλοι να υπακούμε» είπε ο κ. Πικράμενος και πρόσθεσε:

«Είτε είμαστε αιρετοί, είτε δεν είμαστε αιρετοί και είμαστε δημόσιοι λειτουργοί υπό άλλες ιδιότητες... Πρέπει να σημειώσω ότι όλοι οι θεσμοί έχουμε προβλήματα. Και εμείς στο Συμβούλιο Επικρατείας είμαστε 170 δικαστές με 100 υπαλλήλους. Είμαστε από τις χειρότερες αναλογίες δικαστών υπαλλήλων πανευρωπαϊκά. Παρόλα αυτά δεν μας πτοεί αυτό. Συνεχίζουμε να κάνουμε αυτό που μας αναλογεί. Το κράτος δικαίου είμαστε εμείς, κυρίες και κύριοι. Δεν είναι κάποιος από έναν άλλο πλανήτη. Και είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι και συνυπόλογοι γι' αυτό. Και θα έλεγα ότι εγώ πάντοτε στις ομιλίες μου ξεκινάω κάνοντας την κριτική για το χώρο μου. Όπως εμείς καθυστερούμε στην έκδοση των αποφάσεων, όπως εμείς δεν ανταποκρινόμαστε όπως πρέπει στο ατομικό δικαίωμα δικαστικής προστασίας, έτσι και οι δήμοι δεν ανταποκρίνονται σε ορισμένα θέματα απέναντι στους πολίτες με τον τρόπο που πρέπει».

Πικραμένος: "Η αρχή του κράτους δικαίου και η αρχή της νομιμότητας δεσμεύει όλους μας"

Ο κ. Πικράμενος στάθηκε ιδιαίτερα στο ζήτημα της νομιμότητας και της εφαρμογής της, τονίζοντας: «Η αρχή του κράτους δικαίου και η αρχή της νομιμότητας δεσμεύει όλους μας, αιρετούς και μη. Δεν είναι επιλογή, είναι θεμέλιο της δημοκρατίας μας».

Σύμφωνα με τον κ. Πικραμένο, ένα από τα πιο σοβαρά προβλήματα στην Τοπική Αυτοδιοίκηση αφορά τη μη συμμόρφωση στις δικαστικές αποφάσεις, ειδικά στις περιπτώσεις όπου οι δήμοι οφείλουν να εκδώσουν νέες διοικητικές πράξεις μετά από ακύρωση προηγούμενων αποφάσεων.

Η αδυναμία ή απροθυμία συμμόρφωσης, όπως τόνισε, έχει οδηγήσει την Ελλάδα σε καταδικαστικές αποφάσεις από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο του Στρασβούργου και καθιστά το υφιστάμενο σύστημα αναποτελεσματικό.

Παράλληλα, αναφέρθηκε στη διαδικασία διαβούλευσης για τις πολεοδομικές μελέτες, η οποία σύμφωνα με την εμπειρία του Συμβουλίου της Επικρατείας παραμένει «πτωχή», με αποτέλεσμα να περιορίζεται ο συμμετοχικός χαρακτήρας του σχεδιασμού και να υποβαθμίζεται η ποιότητα των αποφάσεων. Εξίσου κρίσιμο χαρακτήρισε το ζήτημα των απαλλοτριώσεων, καλώντας τους δήμους να προχωρούν σε ρεαλιστικό σχεδιασμό, με εξασφαλισμένα χρηματοδοτικά εργαλεία, πριν δεσμεύσουν ιδιωτικές περιουσίες επί χρόνια.

Ο κ. Πικραμένος έκανε ιδιαίτερη μνεία και στην ανάγκη προστασίας του περιβάλλοντος και των δημόσιων χώρων, επισημαίνοντας ότι οι δήμαρχοι δεν είναι μόνο πολιτικοί εκπρόσωποι, αλλά και διοικητικοί ηγέτες, με ευθύνη εφαρμογής του νόμου ακόμα και όταν αυτό έρχεται σε σύγκρουση με επιμέρους συμφέροντα. «Το δημόσιο συμφέρον προηγείται του ατομικού», ανέφερε, προσθέτοντας ότι η ευθύνη των αιρετών δεν αφορά μόνο τις επόμενες εκλογές, αλλά και τις επόμενες γενιές.

Ιδιαίτερα αιχμηρή ήταν η αναφορά του σε νοοτροπίες που αντιμετωπίζουν τη νομιμότητα ως εμπόδιο, φέρνοντας ως παράδειγμα πρώην αιρετό, ο οποίος είχε πει κάποτε ότι «η νομιμότητα είναι γραφειοκρατία, η επέκταση είναι δημιουργία». Ο κ. Πικραμένος στηλίτευσε τέτοιες στάσεις, λέγοντας:

«Όταν το άκουσα αυτό από έναν πρώην αιρετό, να σας πω την αλήθεια τρόμαξα. Δεν είναι γραφειοκρατία η νομιμότητα, η νομιμότητα είναι το προϊόν της λαϊκής θέλησης. Οι νόμοι ψηφίζονται από κυβερνήσεις και από βουλές που εκφράζουν τη λαϊκή θέληση. Εάν θέλουμε τους νόμους αυτούς να τους αλλάξουμε, τους κάνουμε με ένα συγκροτημένο τρόπο, με ένα θεσμικό τρόπο, όχι για να ικανοποιήσουν ατομικά, ή συλλογικά συμφέροντα, αλλά προκειμένου να ικανοποιήσουν το δημόσιο συμφέρον. Αυτή είναι η έννοια του νόμου, μετά από στάθμιση έννομων αγαθών».