Η Ελλάδα έχει επισωρεύσει μεγάλα χρέη προς διεθνείς φαρμακευτικές βιομηχανίες και πλέον οφείλει συνολικά στον κλάδο αυτό πάνω από 1,1 δισεκ. ευρώ, δήλωσε εχθές κορυφαίο στέλεχος ευρωπαϊκού κλαδικού φορέα. Το ποσό, που αυξάνεται, αντανακλά τις δυσκολίες για τη χώρα και ταυτόχρονα θέτει ένα σοβαρό ηθικό δίλημμα για τις φαρμακευτικές επιχειρήσεις, που πιέζονται να μην σταματήσουν τις παραδόσεις σκευασμάτων τα οποία σώζουν ζωές.

Ο Ρίτσαρντ Μπεργκστρόμ, γενικός διευθυντής της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Ενώσεων Φαρμακευτικών Βιομηχανιών (European Federation of Pharmaceutical Industries and Associations, EFPIA) δήλωσε στο πρακτορείο ειδήσεων Reuters ότι τα μέλη της δεν έχουν λάβει χρήματα από την Ελλάδα μετά τον Δεκέμβριο του 2014. Τους οφείλονται χρήματα τόσο από νοσοκομεία, όσο και από τον ΕΟΠΥΥ, τον κρατικό οργανισμό παροχής υπηρεσιών υγείας.

Οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις και αξιωματούχοι της ΕΕ συζητούν τώρα επιλογές για το ενδεχόμενο η Ελλάδα να κηρύξει αθέτηση πληρωμών ή να εγκαταλείψει την ευρωζώνη με αποτέλεσμα να υπάρξουν σοβαρά προσκόμματα στις εισαγωγές ειδών πρώτης ανάγκης, συμπεριλαμβανομένων και των φαρμάκων, αναφέρει το Reuters.

"Έχουμε ξεκινήσει μια συζήτηση στις Βρυξέλλες με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Θέλουμε η Επιτροπή να γνωρίζει ότι οι εταιρείες μας έχουν δεσμευτεί μακροπρόθεσμα, έχουν δεσμευτεί στην Ελλάδα".

Υπάρχει ένα ιστορικό προηγούμενο στο οποίο η φαρμακευτική βιομηχανία είχε συνεχίσει κατ' εξαίρεση τις παραδόσεις φαρμάκων κατά τη διάρκεια μιας οικονομικής κρίσης. Αυτό συνέβη στην Αργεντινή το 2002, όταν ορισμένες εταιρείες συμφώνησαν να συνεχίσουν τον εφοδιασμό της χώρας με φάρμακα χωρίς να πληρώνονται για μια ορισμένη περίοδο.

Όμως η κατάσταση είναι πολύ πιο περίπλοκη στην Ευρώπη, δοθέντων των κανόνων της ΕΕ για τον ανταγωνισμό. Οι κανόνες αυτοί σημαίνουν πως θα πρέπει να είναι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή που θα χρειαστεί να αναλάβει την πρωτοβουλία και να εγκρίνει το όποιο ειδικό καθεστώς.

Οι φαρμακευτικές εταιρείες επιδιώκουν το όποιο ενδεχόμενο πρόγραμμα αντιμετώπισης μιας έκτακτης κατάστασης να περιλαμβάνει μέτρα για τον μετριασμό των συνεπειών σε άλλες αγορές, όπως για παράδειγμα να απαγορευθεί η επανεξαγωγή φαρμάκων από την Ελλάδα και να αποτραπεί το ενδεχόμενο άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να επικαλούνται τις ειδικές τιμές που θα οριστούν για την Ελλάδα όταν καθορίζουν τη δική τους τιμολογιακή πολιτική για τον τομέα του φαρμάκου.

Αν και η Ελλάδα δεν αντιπροσωπεύει παρά λιγότερο από το 1% των παγκόσμιων πωλήσεων φαρμάκων, ένα τέτοιο σενάριο θα είχε πολύ ευρύτερες συνέπειες, καθώς θα μπορούσε να επηρεάσει ακριβώς τις τιμές αναφοράς διαφόρων σκευασμάτων. Οι διαφορές θα είναι δραματικές εάν η χώρα βγει από την ευρωζώνη καθώς οι τιμές εκπεφρασμένες σε ευρώ θα μειωθούν δραματικά.

Ορισμένα από τα φάρμακα τα οποία εισάγονται στην Ελλάδα εξάγονται κατόπιν σε άλλες χώρες της ΕΕ, βάσει των κανόνων για την ελεύθερη διακίνηση των αγαθών.

Η Ελλάδα είχε επίσης μεγάλα χρέη προς τις φαρμακευτικές εταιρίες την περίοδο 2010-12, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων έκτοτε αποπληρώθηκε. Ορισμένες εταιρείες ωστόσο πληρώθηκαν σε κρατικά αξιόγραφα, η αξία των οποίων απομειώθηκε στη συνέχεια.

Η διακοπή των προμηθειών δεν είναι στην πραγματικότητα επιλογή για τη βιομηχανία, κάτι που είχε ανακαλύψει η Novo Nordisk στην απαρχή της ελληνικής κρίσης, πριν από πέντε χρόνια-όταν προκάλεσε θύελλα διαμαρτυριών το σχέδιό της να αναστείλει μέρος των παραδόσεων ινσουλίνης.

Η Ελλάδα εισάγει σχεδόν όλα τα φάρμακα που καταναλώνει. Ιστορικά χρησιμοποιεί ένα συγκριτικά υψηλό ποσοστό επωνύμων φαρμάκων, αλλά η οικονομική κρίση είχε αποτέλεσμα να αυξηθεί σε μεγάλο βαθμό η χρήση πολύ φθηνότερων, γενόσημων προϊόντων.