Προθεσμία δύο μηνών στην κυβέρνηση για τους μισθούς των στρατιωτικών
Από το Συμβούλιο της Επικρατείας
Του Λεωνίδα Σ. Μπλαβέρη
Δύο μήνες προθεσμία για να υλοποιήσει την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), που έκρινε ως αντισυνταγματικές τις αναδρομικές περικοπές των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, αποφάσισε η Τριμελής Επιτροπή Συμμορφώσεως του ΣτΕ. Πάντως στην περίπτωση που η κυβέρνηση δεν αποδειχθεί και πάλι συνεπής στην υλοποίηση της αποφάσεως του ΣτΕ, η Τριμελής Επιτροπή Συμμόρφωσης θα συνεδριάσει εκ νέου στις 28 Νοεμβρίου 2014 για να αποφασίσει τελικώς.
Πιο συγκεκριμένα. Δίμηνης διάρκειας προθεσμία δίνει το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) στο δημόσιο και το Υπουργείο Οικονομικών προκειμένου αυτό να συμμορφωθεί με τη δικαστική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποκαθιστώντας μισθολογικά τα στελέχη των ΕΔ και των ΣΑ, όπως είχε αποφασίσει τελεσιδίκως. Αυτό αποφάσισε η Τριμελής Επιτροπή Συμμορφώσεως του ΣτΕ, μετά από διάσκεψη κεκλεισμένων των θυρών με σύνθεση ανωτάτου επιπέδου, υπό τον πρόεδρο του Σώματος κ. Ρίζο. Σημειώνεται, ότι τον περασμένο Ιανουάριο, η Ολομέλεια του ΣτΕ έκρινε ομοφώνως ότι οι περικοπές των αποδοχών των στελεχών των ΕΔ και των ΣΑ, που έγιναν αναδρομικώς από 1ης Αυγούστου 2012, είναι αντισυνταγματικές, υποχρεώνοντας την Κυβέρνηση να καταβάλει τις διαφορές των αποδοχών τους.
Στο σκεπτικό της προσφάτου αποφάσεως της Τριμελούς Επιτροπής Συμμορφώσεως, αναφέρεται ότι «η διοίκηση θα έπρεπε να έχει ήδη εκκινήσει τη διαδικασία αυτή και να έχει, τουλάχιστον, καταλήξει σε συγκεκριμένες εκτιμήσεις ως προς τις δημοσιονομικές συνέπειες της αποφάσεως και τον τρόπο αντιμετωπίσεώς τους, να έχει δε δρομολογήσει τη διαδικασία επιστροφής των αποδοχών που οι υπάλληλοι της Ελληνικής Αστυνομίας υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν λόγω της αναδρομικής εφαρμογής του ν. 4093/2012 και εν συνεχεία την αποκατάσταση του μισθολογίου τους».
Σε άλλο σημείο της αποφάσεως, οι δικαστές υποστηρίζουν ότι «δεν συνιστά συμμόρφωση της διοικήσεως η αόριστη αναφορά περί αποτιμήσεως του εν γένει δημοσιονομικού κόστους που συνεπάγεται η εφαρμογή της, ούτε, άλλωστε, η εκδήλωση της σαφούς προθέσεώς της για εφαρμογή της επίμαχης δικαστικής αποφάσεως και η αδιάστικτη αναγνώριση της αντίστοιχης υποχρεώσεώς της. Εξ άλλου τα αναφερόμενα στις απόψεις της Διοικήσεως, με τα οποία επιχειρείται σύνδεση του ζητήματος της συμμορφώσεως προς τις προβλέψεις διαφόρων νομοθετημάτων ή τη διαπραγμάτευση του ίδιου ζητήματος με την λεγόμενη Τρόικα, δεν συνιστούν νόμιμα εμπόδια για την αιτούμενη συμμόρφωση ούτε δικαιολογούν προσωρινή αποχή από αυτήν, ως μη βασιζόμενα σε κάποια συνταγματική διάταξη ή αρχή».