Αναζητώντας καλύτερη μέρα στα σκοτάδια
<p>Η εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ προσπάθησε να περάσει από την Ελλάδα στα Σκόπια μαζί με τους μετανάστες - Βήμα προς βήμα η περιπέτεια και το άδοξο τέλος της</p>
Της Ανθής Βούλγαρη- εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ
Εμπόλεμη ζώνη θυμίζει η συνοριακή γραμμή Ελλάδας - Σκοπίων. Στρατός, Αστυνομία, χιλιάδες ταλαιπωρημένοι πρόσφυγες, κρεμασμένοι από το συρματόπλεγμα που χωρίζει τις δύο χώρες, δεκάδες εθελοντές από ανθρωπιστικές οργανώσεις, σκηνές, σκόνη και δάκρυα συνθέτουν την εικόνα που επικρατεί στην περιοχή.
Η Ευρώπη έρχεται αντιμέτωπη με το φλέγον ζήτημα των μεταναστών, ενώ τα Βαλκάνια γίνονται πέρασμα προς μια νέα ζωή. Κάποιοι θα τα καταφέρουν, άλλοι όχι. Οσοι φτάνουν στην Ελλάδα είναι αυτοί που κατορθώνουν να περάσουν τη θάλασσα σώοι και αβλαβείς. Βέβαια, όπως μας είπαν, αρκετοί είναι εκείνοι που έχασαν τους δικούς τους κάπου στη διαδρομή και τώρα απλώς ελπίζουν να είναι ζωντανοί.
Πριν από μερικές ημέρες βρεθήκαμε στα σύνορα για ένα ολόκληρο 24ωρο και απαθανατίσαμε καρέ-καρέ τη διαδρομή των προσφύγων μέσα από τα χωράφια, τον τρόπο με τον οποίο γίνεται σταδιακά η μεταφορά τους από το ελληνικό έδαφος προς το σκοπιανό, ενώ καταγράψαμε και το πώς αντέδρασε η σκοπιανή περίπολος όταν προσπαθήσαμε να περάσουμε παράνομα τα σύνορα πηδώντας από το αγκαθωτό συρματόπλεγμα. Πραγματικά, είναι διαφορετικό το συναίσθημα όταν βλέπεις από κοντά τι συμβαίνει και διαφορετικό όταν το παρακολουθείς από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Καραβάνια προσφύγων, ανθρώπων που μέχρι πρόσφατα είχαν το νοικοκυριό τους στη χώρα τους, προσπαθούν να βρουν διέξοδο προς τη σωτηρία.
Το ρολόι δείχνει μία το μεσημέρι. Μόλις έχουμε προσγειωθεί στο αεροδρόμιο «Μακεδονία» και κατευθυνόμαστε προς την Ειδομένη, ένα χωριουδάκι μέσα στο πράσινο και σε απόσταση αναπνοής από τα σύνορα. Εκεί οι λιγοστοί κάτοικοι «φυλάσσουν Θερμοπύλες», αφού μόλις λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω είναι η Γευγελή. Τον τελευταίο καιρό, το χωριουδάκι αυτό έχει γίνει σημείο αναφοράς για τους χιλιάδες πρόσφυγες που αποβιβάζονται στο λιμάνι του Πειραιά, ερχόμενοι από τα νησιά, αφού είναι το σημείο από όπου μπορούν να περάσουν στα Σκόπια και από εκεί να συνεχίσουν το ταξίδι τους προς την πόλη όπου θέλουν να πάνε.
Σαράντα πέντε λεπτά μετά την αναχώρησή μας από τη Θεσσαλονίκη, βρισκόμαστε ανακατεμένοι με το πλήθος των χιλιάδων προσφύγων που περιμένουν υπομονετικά κάτω από τον καυτό ήλιο να περάσουν στα Σκόπια. Αντρες, γυναίκες με μαντήλες, μικρά παιδιά, νέοι, γέροι, όλοι προσπαθούν να πάρουν σειρά για να βγουν από το ελληνικό έδαφος.
ΛΙΓΟΙ-ΛΙΓΟΙ
Από τη μια πλευρά, οι άνδρες της Ελληνικής Αστυνομίας προσπαθούν να βάλουν σε μια τάξη το πλήθος και, από την άλλη μεριά του συρματοπλέγματος, οι Σκοπιανοί στρατιωτικοί βάζουν στη χώρα τους λίγους-λίγους τους πρόσφυγες, οι οποίοι στη συνέχεια θα φτάσουν περπατώντας μέχρι τον σταθμό της Γευγελής και από εκεί θα προσπαθήσουν να σκορπιστούν, άλλοι προς τη Γερμανία, άλλοι προς τη Σουηδία και άλλοι προς την Αυστρία.
Οσο περνάει η ώρα, η υπομονή των χιλιάδων Συρίων και Αφγανών εξαντλείται. Οι περισσότεροι έχουν φτάσει με πούλμαν από τον Πειραιά και ήδη είναι κουρασμένοι από το ταξίδι. «Πονάει το κεφάλι μου και η κοιλιά μου. Είμαι εδώ από χθες το πρωί. Δεν αντέχω άλλο», λέει ο Ζαμίρ, ο οποίος μοιάζει να έχει εξαγριωθεί. «Πίσω, πίσω!», φωνάζουν οι άνδρες της Αστυνομίας, προκειμένου να τους αναγκάσουν να μπουν σε μια σειρά, ενώ οι στρατιώτες της άλλης χώρας, φορώντας μάσκες για να προφυλαχθούν από τυχόν μικρόβια, σπρώχνουν όσους προσπαθούν να περάσουν χωρίς να τους έχουν δώσει άδεια. Οσοι καταφέρνουν να περάσουν προσεύχονται στον δικό τους θεό και κρατώντας τα μωρά παιδιά τους παίρνουν τον δρόμο που θα τους οδηγήσει ένα βήμα πιο κοντά στη χώρα όπου θέλουν να φτάσουν. Για την ακρίβεια, δύο χιλιόμετρα πιο πάνω, η σκοπιανή κυβέρνηση έχει στήσει ένα κέντρο υποδοχής, από όπου οι μετανάστες διοχετεύονται στα τρένα, με προορισμό κυρίως τη Γερμανία.
Η κούραση είναι ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους, ενώ τα παιδιά μοιάζουν να έχουν χάσει την ανεμελιά της ηλικίας τους. Αλλωστε, η ζωή φρόντισε ώστε αυτά να γνωρίσουν το σκληρό πρόσωπό της από πολύ μικρά.
«Τα παιδάκια υποφέρουν από πόνους στα στομαχάκια τους, διάρροιες, αλλά και παιδικές ασθένειες, όπως ιλαρά», μας λένε εθελόντριες του Ερυθρού Σταυρού, οι οποίες βρίσκονται στο σημείο από τις αρχές του καλοκαιριού και περιγράφουν: «Αλλοι είναι Σύριοι, άλλοι Αφγανοί. Είναι χωρισμένοι στις δικές τους ομάδες και πολλές φορές καυγαδίζουν μεταξύ τους. Εχουν μεταφέρει και εδώ τις διαφορές που είχαν στη χώρα τους. Για αυτό και έχουμε συχνά φασαρίες. Οι Σύριοι είναι πιο ήρεμοι». Την ίδια στιγμή, μια παρέα Αφγανών πίνει γάλα και τρώει φρυγανιές, ενώ πιο κάτω μια άλλη παρέα προσπαθεί να πιει λίγο νερό από αυτό που έχουν διαθέσει προς κοινή χρήση οι Γιατροί χωρίς Σύνορα.
Στο συρματόπλεγμα της οργής μαζί με τους λαθρομετανάστες
Στα σύνορα, κάποιοι ανυπόμονοι μετανάστες παίρνουν την πρωτοβουλία να περάσουν μόνοι τους στα Σκόπια πηδώντας από το συρματόπλεγμα. Απομακρύνονται από το πλήθος και προσπαθούν να βρουν διέξοδο από ένα σημείο που δεν φυλάσσεται. Κάπως έτσι προσπαθούμε να περάσουμε και εμείς, αλλά γινόμαστε γρήγορα αντιληπτοί από τη σκοπιανή περίπολο. Οι πρόσφυγες καταφέρνουν να περάσουν χωρίς να τους δει κανείς. Αυτοί άλλωστε είναι μαθημένοι στο να ξεπερνούν εμπόδια.
Και ενώ βλέπουμε τους μετανάστες να τρέχουν μέσα στα χωράφια και να κρύβονται ανάμεσα στα χόρτα, βρισκόμαστε με το ένα πόδι στα Σκόπια στην κυριολεξία, αφού το άλλο πατά ακόμη σε ελληνικό έδαφος, ωστόσο πιανόμαστε στο συρματόπλεγμα. Σε πολύ μικρό διάστημα, οι Σκοπιανοί στρατιώτες μάς αντιλαμβάνονται. «Go back! Now!», ακούγεται μια αυστηρή φωνή και αμέσως μας περικυκλώνουν πέντε γεροδεμένοι άνδρες, που μας σημαδεύουν με τα όπλα τους. «Γρήγορα πίσω!», μας λένε επιτακτικά και, αφού τους εξηγούμε πως είμαστε ρεπόρτερ -κάτι που τους μαλακώνει λίγο-, μας βοηθούν να απεγκλωβιστούμε από το συρματόπλεγμα και μας διατάσσουν να γυρίσουμε στο ελληνικό έδαφος. «Δεν μπορείτε να περάσετε πέρα από αυτό το σημείο. Εδώ είναι Macedonia. Η χώρα σας είναι από εκεί. Μην το επιχειρήσετε ξανά», μας προστάζει ο ανώτερος της περιπολίας. «Σκόπια εννοείτε», του απαντάμε και, αφού μας αγριοκοιτάζει, αναγκαζόμαστε να υπακούσουμε στις εντολές του. Εν τω μεταξύ, χρειαζόμαστε λίγο οινόπνευμα και αντιτετανικό ορό, αφού τραυματιστήκαμε από τα σύρματα στην προσπάθειά μας να απεγκλωβιστούμε. Οι εθελοντές που βρίσκονται εκεί μας βοηθούν αμέσως, όπως κάνουν και με τους δεκάδες πρόσφυγες, οι οποίοι παραπονούνται για πονοκεφάλους και πόνους στην κοιλιά.
Στην ίδια σκηνή όπου ο νοσηλευτής των Γιατρών του Κόσμου μας κάνει αντιτετανικό ορό μπαίνει και η Καϊντέν, μητέρα ενός μωρού, η οποία υποφέρει από πόνους στα χέρια της. «Στη χώρα μου ήμουν δασκάλα, αλλά δεν γινόταν να μείνουμε άλλο εκεί. Καταφέραμε να φτάσουμε έως εδώ. Να ξεφύγουμε από τον πόλεμο. Εδώ είναι πιο καλά. Τώρα πρέπει να προσπαθήσουμε να πάμε στη Γερμανία. Πρέπει να τα καταφέρω για το παιδί μου», λέει και κοιτάζοντας τα μελαγχολικά μαύρα μάτια της αναρωτιέμαι: «Αλήθεια, πού είναι η Ευρώπη; Πού είναι όλοι αυτοί οι οργανισμοί που έχουν για παντιέρα τους τα ανθρώπινα δικαιώματα; Παγκοσμιοποίηση τελικά σημαίνει μόνο μνημόνια ή ίσες ευκαιρίες και δικαιώματα για όλους τους ανθρώπους;».