Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ 
 

«Βόμβα» μεγατόνων στη Δικαιοσύνη μετά τις αποκαλύψεις των «Παραπολιτικών» τον Ιούλιο για τα έργα και τις ημέρες του ομίλου Αλαφούζου. Ο Νίκος Παρασκευόπουλος, ως υπουργός Δικαιοσύνης, στις 19 Αυγούστου παρήγγειλε στον προϊστάμενο της Επιθεώρησης Δικαστηρίων πειθαρχική έρευνα «προς διερεύνηση τυχόν ύπαρξης ευθυνών καθυστέρησης απονομής της δικαιοσύνης», καθώς είχε διαπιστώσει ότι εκκρεμούσαν από τον Αύγουστο του 2008 στο Πρωτοδικείο Αθηνών δικογραφίες για τις συνθήκες αγοραπωλησίας της τηλεοπτικής συχνότητας του Seven X, μέσω της οποίας εκπέμπει ο ΣΚΑΪ. 

Επί επτά χρόνια, δηλαδή, οι ανακριτές κρατούν ανοιχτή μια δικογραφία με κακουργηματικές απάτες επιχειρηματία-καναλάρχη που έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης. 

Αυτό προκύπτει από την απάντηση του υπουργείου Δικαιοσύνης σε ερώτηση του πρώην κοινοβουλευτικού εκπροσώπου των ΑΝ.ΕΛ., Νίκου Νικολόπουλου, που κατατέθηκε μετά το δημοσίευμα των «Π» της 25ης Ιουλίου και αφορούσε «στην παράνομη λειτουργία του ΣΚΑΪ και την προκλητική διαπλοκή του ιδιοκτήτη Γιάννη Αλαφούζου με το κράτος και το τραπεζικό σύστημα, σε βαθμό που του επέτρεψαν να καταλάβει αυθαίρετα και χαριστικά την ενεχυριασμένη στην ΑΤΕ και ανακληθείσα από το ΕΣΡ συχνότητα πανελλαδικής εμβέλειας του Seven X, χωρίς μάλιστα να αναλάβει τα χρέη του». 

Σύμφωνα, λοιπόν, με το απαντητικό έγγραφο του υπ. Δικαιοσύνης (20/8/2015, αρ. πρωτ. 307), διενεργήθηκε έρευνα από την οποία προέκυψαν τα εξής συγκλονιστικά στοιχεία, που αναδίδουν -αν μη τι άλλο- οσμή ενός νέου παραδικαστικού κυκλώματος. 

Τον Ιούνιο του 2004, έπειτα από καταγγελία, σχηματίστηκε δικογραφία και ασκήθηκε ποινική δίωξη για απάτη από κοινού, κατ’ εξακολούθηση, κατά συρροή, κατ’ επάγγελμα ή συνήθεια, η οποία διαβιβάστηκε τέσσερα χρόνια αργότερα, στις 6 Φεβρουαρίου 2008, στον 23ο τακτικό ανακριτή για τη διενέργεια της κύριας ανακρίσεως (ΑΒΜ ΣΤ 2005/2008). 
Εκτοτε, «η δικογραφία τελεί υπό επεξεργασία»! Αυτή την απάντηση έδωσε στον προϊστάμενο του Πρωτοδικείου Αθηνών ο ανακριτής του 23ου τμήματος, ότι δηλαδή επτά χρόνια εκκρεμεί η ολοκλήρωση μιας ήδη ώριμης δικογραφίας, με αποτέλεσμα οι οικονομικοί εισαγγελείς να μην μπορούν να ελέγξουν τα «αλισβερίσια» του ομίλου Αλαφούζου με την Αγροτική Τράπεζα κατά την εξεταζόμενη από αυτούς περίοδο (2000-2010), μέχρι δηλαδή την πώληση του υγιούς χαρτοφυλακίου της ΑΤΕ. 

«Σύμφωνα με τα έγγραφα (13949/4-8-2015 και 1143/7-8-2015) του γραφείου του εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος και του γραφείου του εισαγγελέα κατά της διαφθοράς, στις εν λόγω υπηρεσίες δεν έχουν σχηματισθεί και συνεπώς δεν εκκρεμούν δικογραφίες που να αφορούν στον τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΪ», ενημέρωσε τον κ. Νικολόπουλο το υπουργείο Δικαιοσύνης. Και πώς θα μπορούσε να συμβεί, άλλωστε, αυτό, όταν η βασική δικογραφία παρέμενε στον ανακριτή τόσα χρόνια;

Κατόπιν τούτων, ο υπουργός Δικαιοσύνης στις 19 Αυγούστου παρήγγειλε στον πρόεδρο του Συμβουλίου Επιθεώρησης Δικαστηρίων τη διενέργεια πειθαρχικής προκαταρκτικής εξέτασης προς διερεύνηση τυχόν ύπαρξης ευθυνών για την καθυστέρηση στην απονομή δικαιοσύνης για την τελούσα υπό επεξεργασία δικογραφία από 6 Φεβρουαρίου 2008.

ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ. Στο πλαίσιο της πειθαρχικής έρευνας που διεξάγεται εκλήθησαν ήδη από τον προϊστάμενο της Επιθεώρησης Δικαστηρίων, αρεοπαγίτη Νικόλαο Λεοντή, τέσσερις ανακριτές, με επικεφαλής τον ανακριτή του 23ου τμήματος. Κατά τις ίδιες πηγές, η έρευνα εστιάζεται σε έναν-δύο εξ αυτών, με… παρελθόν σε ανάλογες καθυστερήσεις. Η παραγγελία του κ. Παρασκευόπουλου έχει τον χαρακτήρα του κατεπείγοντος για τρεις λόγους, λόγω: α) της σοβαρότητας του κατηγορητηρίου, β) της εν εξελίξει έρευνας για τα σκάνδαλα και τα θαλασσοδάνεια της ΑΤΕ και γ) της υποψίας για ανάπτυξη νέου δυσώδους παραδικαστικού, πολύ μεγαλύτερου από το προηγούμενο του 2005. 

ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ. Τα ερωτήματα που ανακύπτουν είναι πολλά, κυρίως προς την εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη, τη μέχρι πρότινος πρόεδρο του Αρείου Πάγου και νυν υπηρεσιακή πρωθυπουργό, Βασιλική Θάνου, και τον προϊστάμενο της Επιθεώρησης Δικαστηρίων, Ν. Λεοντή.

Πώς και από ποιον αξιολογείται η κρισιμότητα των υπό διερεύνηση καταγγελιών και δικογραφιών και ποιος ελέγχει ανακριτές και εισαγγελείς; Πώς και από ποιον αξιολογούνται οι αιτήσεις επισπεύσεως που υποβάλλονται από τους θιγόμενους για εκκρεμείς δικογραφίες, με αποδεικτικά στοιχεία για αξιόποινες πράξεις που υπάρχει ο κίνδυνος να παραγραφούν, αν δεν λάβουν σύντομα δικάσιμο; Γνώριζαν ή όχι οι ως άνω τις χρόνιες δικαστικές περιπέτειες του κ. Αλαφούζου με την τηλεοπτική συχνότητα, από τη στιγμή μάλιστα που στο Πρωτοδικείο Αθηνών υπάρχει αρμόδιος εισαγγελέας αξιολόγησης δημοσιευμάτων, ο οποίος αναλόγως εισηγείται προς τον προϊστάμενο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών τη διενέργεια προκαταρκτικών εξετάσεων (σ.σ.: τα γραφεία τους ευρίσκονται το ένα δίπλα στο άλλο, στον δεύτερο όροφο του κτιρίου 16 της πρώην Σχολής Ευελπίδων). Γιατί τόσο καιρό δεν παρενέβησαν, από τη στιγμή που α) η έρευνα για τα σκάνδαλα στην Αγροτική Τράπεζα ξεκίνησε το 2010, αμέσως μόλις πωλήθηκε το «υγιές κομμάτι» της και το Δημόσιο ανέλαβε τα «βάρη» της αμαρτωλής Αγροτικής, β) ο πρώην ιδιοκτήτης της συχνότητας του Seven X, Γ. Μπατατούδης, είναι έως σήμερα καταζητούμενος για πλήθος οικονομικών υποθέσεων, γ) στο ιδιοκτησιακό καθεστώς του ΣΚΑΪ συμμετέχουν δύο καταζητούμενοι για το σκάνδαλο της Proton Bank; 

ΣΙΓΗ ΑΠΟ ΤΟ 2009. Η χρονολογική σειρά των γεγονότων οδηγεί σε περίεργους συνειρμούς. Δηλαδή, ενώ η Δικαιοσύνη προχωρούσε στην περίπτωση του ΣΚΑΪ με κανονικούς ρυθμούς έως το 2009, μόλις ανέλαβε την ηγεσία της Ν.Δ. ο Αντώνης Σαμαράς οι έρευνες σταμάτησαν. Πόσω μάλλον την περίοδο της πρωθυπουργίας του, 2012-2015, οπότε κυριολεκτικά επικράτησε σιγή ασυρμάτου σε όλα τα κλιμάκια της Δικαιοσύνης, από το Πρωτοδικείο έως την Επιθεώρηση του Αρείου Πάγου. Κι όχι μόνον για τον κ. Αλαφούζο, αλλά και για τα θαλασσοδάνεια της Αγροτικής Τράπεζας και, φυσικά, για τον μικρομέτοχο του ΟΠΑΠ, Δημήτρη Μελισσανίδη, όπως με συνεχή δημοσιεύματά τους έχουν αποκαλύψει τα «Π». Ερωτήματα, επίσης, ανακύπτουν και για τον πρώην υπουργό Δικαιοσύνης Χ. Αθανασίου, καθώς το συγκεκριμένο θέμα παρέμεινε στα συρτάρια επί κυβερνήσεως Σαμαρά.

Το colpo grosso με το 25% του ΣΚΑΪ 


Ο ΣΚΑΪ βγήκε στον αέρα τον Απρίλιο του 2006 από άλλη συχνότητα σε σχέση με την περιφερειακή του Smart TV από την οποία επρόκειτο να βγει. Συγκεκριμένα, και µε βάση το υπ’ αριθµόν 21111 συμβόλαιο, που συντάχθηκε στις 6 Απριλίου 2006 από τη συμβολαιογράφο κ. Μαριάνθη Ασηµακοπούλου-Ζερβού, προκύπτει ότι ο κ. Αλαφούζος εξασφάλισε μια ολόκληρη τηλεοπτική συχνότητα, αυτή που κατέχει σήµερα ο ΣΚΑΪ, έναντι του εξευτελιστικού τιμήματος των 400.000 ευρώ, από τον πολυσυζητημένο επιχειρηματία Γιώργο Μπατατούδη. Με απλά λόγια, ο καναλάρχης, που εμφανίζεται ως εγγυητής της ραδιοτηλεοπτικής νομιμότητας και τάξης, πήρε συχνότητα πανελλήνιας εμβέλειας έναντι τιμήματος με το οποίο ούτε περιφερειακό σταθμό τρίτης κατηγορίας δεν αγοράζει κανείς. Από την όλη διαδικασία ο κ. Αλαφούζος εξήλθε εκτεθειμένος, αφού, όπως προκύπτει από μια σειρά γεγονότων, πριν φτάσει στη συμφωνία για την εξαγορά του Seven X, ασκούσε «πιέσεις» μέσα από την εφημερίδα «Καθηµερινή» τόσο προς τη διοίκηση της Αγροτικής Τράπεζας, η οποία κατείχε το 35% της εταιρείας του κ. Μπατατούδη, όσο και προς την πλευρά του ΕΣΡ και του ιδιοκτήτη του Seven X. Από την εξέλιξη των πραγμάτων αποδεικνύεται ότι στόχος των συγκεκριμένων δημοσιευμάτων ήταν να φέρουν πιο κοντά τον κ. Αλαφούζο στην εξαγορά του τηλεοπτικού σταθμού ιδιοκτησίας Μπατατούδη.

Δηλαδή, ο κ. Αλαφούζος επέλεξε να ακολουθήσει μια τακτική που ίδιος συχνά-πυκνά καταγγέλλει μέσα από τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα που διαθέτει. Ενάµιση χρόνο πριν αγοράσει το Seven X είχε αρχίσει να προετοιμάζει µέσω «καταγγελτικών» δημοσιευμάτων το έδαφος. Ωστόσο, ακόμα και σήμερα θα είχε εξαιρετικά μεγάλο ενδιαφέρον να έδινε μια ετεροχρονισμένη εξήγηση ο κ. Αλαφούζος σχετικά µε το αν θεωρεί ότι τα δημοσιεύματα της «Καθηµερινής» απηχούσαν πραγµατικά γεγονότα ή ήταν δημοσιογραφικές υπερβολές. Οπως επίσης θα είχε ενδιαφέρον η άποψη του κ. Αλαφούζου για τον κ. Μπατατούδη, µε τον οποίο εμφανίζεται να υπογράφει το συμβόλαιο εξαγοράς του Seven. Ο χορός των αποκαλύψεων για τον κ. Γιάννη Αλαφούζο δεν σταματά στο τίμημα της εξαγοράς του σταθμού. Οπως αποδεικνύεται από έγγραφο που βρίσκεται στη διάθεση των «Π», ο ιδιοκτήτης του ΣΚΑΪ, έναν χρόνο αφού απέκτησε έναντι 400.000 ευρώ το Seven X, προχώρησε στην πώληση του 25% του μετεξελιγµένου καναλιού, έναντι 7,5 εκατ. ευρώ. Από την ενέργεια αυτή ο κ. Αλαφούζος βγήκε εκτεθειµένος, αφού εμμέσως αναγνώρισε ότι πήρε «τζάμπα» ένα κανάλι πανελλήνιας εμβέλειας. Το τίμημα των 7,5 εκατ. ευρώ συμπεριλάμβανε το 25% των μετοχών των ραδιοφωνικών σταθμών ΣΚΑΪ, RED και Freedom. 

Ο Μπατατούδης, ο Μηλιάκος και η μεταβίβαση μετοχών


Ο Βορειοελλαδίτης Γ. Μπατατούδης, παρά τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε από τις κατασκευαστικές δραστηριότητές του και έχοντας ως «βιτρίνα» την ποδοσφαιρική ομάδα του ΠΑΟΚ, εξακολουθούσε να λειτουργεί τον Seven X, λαμβάνοντας μάλιστα και δάνειο 7,34 εκατ. ευρώ από την Αγροτική στα τέλη του 2000. Τρία χρόνια μετά το «οικοδόμημά» του κατέρρευσε. Ο Δ. Μηλιάκος, που διαδέχτηκε τον Π. Λάμπρου στην Αγροτική, «αποδέσμευσε» τον Seven X από τον Γ. Μπατατούδη, λέγοντας ότι τα υπέρογκα χρέη στην τράπεζα δεν προέρχονταν από την τηλεοπτική επιχείρηση, αλλά από τον ίδιο τον επιχειρηματία. Πέτυχε έτσι, λοιπόν, να κρατήσει τον τίτλο ως ενέχυρο και να τον μεταβιβάσει αργότερα στην οικογένεια Αλαφούζου.

Το εκπληκτικό σε όλη αυτή την υπόθεση είναι ότι η Αγροτική και ο κ. Μηλιάκος δεν δέχθηκαν να εξασφαλίσουν το σύνολο του δανείου που είχε λάβει ο Seven, αλλά, αντίθετα, δέχθηκαν την εξαγορά σε χαµηλότερο τίµηµα, και συγκεκριμένα στα 2,2 εκατ. ευρώ, που αφορούσαν δηλαδή το ενέχυρο του 35% των μετοχών του σταθμού προς την τράπεζα. Μάλιστα, η αποτίμηση του ποσοστού του Seven, που ήταν ενεχυριασµένο στην ΑΤΕ, έγινε µε βάση ξένο οίκο, που είχε προσληφθεί από τον Γ. Αλαφούζο, και όχι σύμφωνα με την έκθεση που είχε συντάξει η Grant Thornton για λογαριασμό της Αγροτικής. Βάσει της έκθεσης της Deloitte Touche, κατά παραγγελία του Γ. Αλαφούζου, το προς ενεχυριασµό ποσοστό του Seven υπολογίστηκε λίγο πάνω από τα 2 εκατ. ευρώ, όσο δηλαδή προσέφερε αρχικώς η πλευρά του ενδιαφερόμενου αγοραστή. Υπενθυμίζουμε ότι η αποτίμηση του οίκου Grant Thornton, που είχε προσληφθεί το 2003 από την Αγροτική, για το 35% του καναλιού ανέφερε το ποσό των 19,1 εκατ. ευρώ.