Τα ελληνικά νοικοκυριά είναι τα φτωχότερα στη Δυτική Ευρώπη
<p>Η θέση της χώρας μας στην ετήσια έκθεση για τον παγκόσμιο πλούτο</p>
Τα ελληνικά νοικοκυριά ήταν πέρυσι τα φτωχότερα στη Δυτική Ευρώπη σε περιουσιακά στοιχεία - τραπεζικές καταθέσεις, χρηματοπιστωτικά ή ασφαλιστικά προϊόντα -, όπως προκύπτει από την ετήσια έκθεση για τον Παγκόσμιο Πλούτο της ασφαλιστικής εταιρίας Allianz.
Βάσει των ευρημάτων της έρευνας, αν αφαιρεθούν τα χρέη που τους βαρύνουν, τα κατά κεφαλήν καθαρά περιουσιακά στοιχεία των Ελλήνων ανήλθαν το 2014 στα 11.645 ευρώ, με τη χώρα να καταλαμβάνει την τελευταία θέση ανάμεσα στις 15 χώρες της Δυτικής Ευρώπης και στην 26η θέση από τις 53 χώρες της κατάταξης.
Στην πρώτη θέση της λίστας τόσο στη Δυτική Ευρώπη όσο και στον κόσμο βρίσκεται η Ελβετία, με κάθε κάτοικο να έχει καθαρά περιουσιακά στοιχεία 157.446 ευρώ.
Στην παγκόσμια κατάταξη ακολουθούν οι ΗΠΑ, με 138.714 ευρώ ανά κάτοικο και η Βρετανία με 86.233 ευρώ. Αντίθετα, στην τελευταία θέση βρίσκεται το Καζακστάν, όπου τα περιουσιακά στοιχεία κάθε κάτοικου ανέρχονται στα 406 ευρώ.
Σε ό,τι αφορά τις κατά κεφαλήν οφειλές, κάθε Έλληνας χρωστά 11.105 ευρώ – το χαμηλότερο χρέος στη Δυτική Ευρώπη – με του Ελβετούς να βρίσκονται και εδώ και στην πρώτη θέση, καθώς οφείλουν ο καθένας 80.860 ευρώ.
Σύμφωνα με την έκθεση, που βάζει στο μικροσκόπιο τα περιουσιακά στοιχεία και το χρέος των νοικοκυριών σε 53 χώρες του κόσμου, η ακαθάριστη περιουσία των νοικοκυριών σε όλο τον κόσμο αυξήθηκαν κατά 7,1% το 2014, στο νέο επίπεδο ρεκόρ των 136 τρισ. ευρώ – υψηλότερα από την αξία όλων των εισηγμένων εταιριών του κόσμου και όλου του κρατικού χρέους.
Το παθητικό των νοικοκυριών παγκοσμίως αυξήθηκε κατά 4,3% στα 35 τρισ. ευρώ πέρυσι, με το ρυθμό αύξησης του χρέους παγκοσμίως να διαμορφώνεται στα υψηλότερα επίπεδα από το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Αν αφαιρέσουμε το χρέος από τα ακαθάριστα περιουσιακά στοιχεία, τότε η καθαρή περιουσία των νοικοκυριών ανέρχεται σε νέα επίπεδα ρεκόρ, ξεπερνώντας τα 100 τρισεκατομμύρια ευρώ στο τέλος του 2014, μια αύξηση της τάξης του 8,1% συγκριτικά με ένα χρόνο νωρίτερα.