Ανοιχτός τις εργάσιμες ημέρες, Δευτέρα έως Παρασκευή, από τις 8.00 έως τις 15:00, είναι ο αρχαιολογικός χώρος του ναού του Επικούρειου Απόλλωνα στις Βάσσες Φιγαλείας, που βρίσκεται στο κέντρο της Πελοποννήσου, εκεί όπου συναντιούνται η Ηλεία, η Αρκαδία και η Μεσσηνία. 

Ωστόσο, το πρώτο ελληνικό μνημείο που εντάχθηκε στον κατάλογο των μνημείων παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO, παραμένει κλειστό τα Σαββατοκύριακα, καθώς το προσωπικό που διατέθηκε για τη φύλαξή του δεν δικαιούται αμοιβής για τα Σαββατοκύριακα. 

Το πρόβλημα ανέκυψε πρόσφατα μετά τη συνταξιοδότηση του τελευταίου μόνιμου αρχαιοφύλακα του χώρου, ο οποίος εδώ και χρόνια εργαζόταν με αυταπάρνηση, χωρίς να παίρνει άδειες και ρεπό.

Το θέμα γνωστοποίησε χτες με ανακοίνωσή της η Πανελλήνια Ένωση Υπαλλήλων Φυλάξεως Αρχαιοτήτων (ΠΕΥΦΑ), η οποία έκανε λόγο για «εξαιρετικά αρνητική εξέλιξη», «με συνέπειες τόσο για το ίδιο το υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού όσο και για την τοπική κοινωνία», ενώ, όπως ανέφεραν οι αρχαιοφύλακες, μεγάλο είναι και το πρόβλημα που δημιουργείται στην ασφάλεια του μνημείου.

«Η λύση πρέπει να είναι μόνιμη, καθώς ο ναός του Επικούριου Απόλλωνα είναι ένα μνημείο απομακρυσμένο, με πολλές ιδιαιτερότητες, οπότε για να λειτουργήσει σωστά και με ασφάλεια χρειάζεται τουλάχιστον έναν μόνιμο φύλακα», ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ηλείας, Ερωφίλη-Ίριδα Κόλλια. Η Εφορεία έχει ήδη γνωστοποιήσει το πρόβλημα στην κεντρική υπηρεσία, η οποία, σύμφωνα με πληροφορίες, έχει ξεκινήσει ενέργειες για την αύξηση του προσωπικού. Στο μεταξύ, για να μην υπάρχει πρόβλημα με τη λειτουργία του χώρου, το κενό καλύφθηκε με μόνιμο προσωπικό άλλων ειδικοτήτων, που εκτελεί χρέη φύλακα. Οι συγκεκριμένοι εργαζόμενοι ωστόσο δεν έχουν δικαίωμα να δουλέψουν Σαββατοκύριακο, καθώς δεν καλύπτονται νομικά και ασφαλιστικά, αλλά ούτε και πρακτικά, καθώς δεν μπορούν να πληρωθούν.

Ο ναός του Επικούριου Απόλλωνα του 5ου αι. π. Χ. ανεγέρθηκε σε θέση που είχε κατασκευαστεί παλαιότερος ναός, του 7ου αι. π. Χ., ενώ ακολούθησαν άλλες δυο οικοδομικές φάσεις γύρω στο 600 π.Χ. και στο 500 π. Χ., από τις οποίες και σώζονται πολλά αρχιτεκτονικά μέλη. Είναι από τους σημαντικότερους και επιβλητικότερους ναούς της αρχαιότητας, μοναδικός στην ιστορία της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, καθώς χαρακτηρίζεται από πλήθος πρωτοτυπιών τόσο στην εξωτερική όσο και στην εσωτερική του διαρρύθμιση. 

Είναι ο μοναδικός ναός που συνδυάζει στοιχεία και από τους τρεις αρχιτεκτονικούς ρυθμούς της αρχαιότητας (δωρικός, ιωνικός, κορινθιακός), ενώ στο εσωτερικό του τμήμα, στον σηκό, υπήρχε κίονας που έφερε το αρχαιότερο γνωστό κορινθιακό κιονόκρανο, θραύσματα του οποίου φυλάσσονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.

Σύμφωνα με μία άποψη, ο κίονας αυτός αποτελούσε ανεικονική παράσταση θεότητας, ενώ κατά άλλους κορινθιακοί ήταν και οι δύο διαγώνιοι ημικίονες, που βρίσκονταν εκατέρωθεν του κεντρικού. Πίσω από αυτόν τον κεντρικό κίονα βρισκόταν το άδυτο, πιθανότατα με το λατρευτικό άγαλμα του Απόλλωνα.

Τα τμήματα της ιωνικής ζωφόρου του σηκού, που απεικονίζουν την Αμαζονομαχία και την Κενταυρομαχία, βρέθηκαν τον 19ο αιώνα σκεπασμένα από αρχιτεκτονικά μέλη και μεταφέρθηκαν στο Βρετανικό Μουσείο, όπου και εκτίθενται.