«Eσύ, Βασιλάκη, δεν θα γίνεις καλόγηρος, θα γίνεις καλός άνθρωπος...». Καλός άνθρωπος δεν ξέρω αν έγινα, εκείνο που ξέρω είναι ότι είχα την τύχη να γνωρίσω από κοντά, να κοιμηθώ στο ίδιο κελί με τον Γέροντα Παΐσιο, να μιλήσω μαζί του. Ήμουν παιδί έξι χρόνων όταν για πρώτη φορά, μαζί με άλλα παιδιά από την Κόνιτσα, πήγα στο μοναστήρι στο Στόμιο, για να περάσω τις καλοκαιρινές διακοπές. Τότε ο γέροντας συνήθιζε να φιλοξενεί παιδιά στο μοναστήρι όπου ζούσε μόνος του, να τα συμβουλεύει, αλλά και να τα ταΐζει, γιατί εκείνα τα χρόνια υπήρχε πολλή φτώχεια!

Εκεί, στο μοναστήρι, στάθηκα διπλά τυχερός, αφού ο γέροντας μου έδειξε μεγάλη εκτίμηση, με άφηνε να κοιμάμαι στο κελί του και ήταν αυτός που σκάρωσε την πιο ωραία σκανδαλιά του κόσμου: Μια χρονιά ερχόταν Πάσχα. Εγώ, τότε, του λέω πως θέλω να έρθει το Πάσχα. Γιατί; Ο γείτονάς μου στην Κόνιτσα είχε φραγκόκοτες και τα αυγά που έκαναν αυτές ήταν πολύ γερά και δεν έσπαγαν. Εμείς αυγά δεν είχαμε πολλά, οπότε δεν θα έμεναν για μένα για να τσουγκρίσω. Ο Παΐσιος, που ήταν άριστος ξυλουργός, μου έφτιαξε ένα ξύλινο αυγό. «Γέροντα, τον ρώτησα, αυτό δεν είναι αμαρτία;». «Όταν δίνεις χαρά σε ένα παιδί χωρίς να βλάπτεις κανέναν, δεν είναι», μου απάντησε. Μου είχε κάνει εντύπωση εκείνη η «σκανδαλιά», αλλά καταλάβαινα ότι ο γέροντας, που ήταν τόσο δίκαιος, απλώς ήθελε να μου δώσει λίγη χαρά την οποία δεν έπαιρνα από τα άλλα παιδιά, αφού αυτά είχαν περισσότερα αυγά από μένα.

Διαβάστε ολόκληρο το θέμα στο ikivotos.gr