Ενας αληθινός έρωτας στα χρόνια του πολέμου
<p>Ερωτικές επιστολές του '40</p>
Ενας αληθινός έρωτας, η συγκινητική ιστορία δύο νέων που γνωρίστηκαν και ερωτεύτηκαν λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος του '40, και κατάφεραν να κρατήσουν τη φλόγα της αγάπης τους ζωντανή για 9 ολόκληρα χρόνια, παρουσιάζεται μέσα από την αλληλογραφία τους.
Το 1939, η 16χρονη τότε Τιτίκα, γνώρισε και ερωτεύτηκε τον Γιάννη Χαλκουτσάκη.
Ο έρωτας βρήκε τους δύο νέους λίγο πριν τον πόλεμο και έμεινε ζωντανός κατά τη διάρκειά του.
Ενας έρωτας που τροφοδοτήθηκε μέσω της αλληλογραφίας τους και όχι μόνο έμεινε ζωντανός, αλλά ολοκληρώθηκε με έναν ευτυχισμένο γάμο, και μια υπέροχη οικογένεια.
Σήμερα, ο Γιάννης και η Τιτίκα δεν ζουν πια, όμως είναι «αθάνατοι» μέσα από τα υπέροχα γράμματά τους, τα οποία περιγράφουν πώς η αγάπη και ο έρωτας τους λύτρωσαν ακόμα και σε συνθήκες μεγάλης συμφοράς.
Αυτή την ιδιαίτερη ιστορία αγάπης στα χρόνια της... χολέρας, αποκάλυψε η κόρη του ζευγαριού, Ελένη Χαλκουτσάκη, η οποία είναι αρχιτέκτονας και ζει σε Αθήνα και Τήνο.
Είχε την τύχη να είναι καρπός του έρωτα αυτού του υπέροχου ζευγαριού, και ετοιμάζει βιβλίο με την ιστορία των γονιών της.
Η Ελένη η οποία ανακάλυψε τυχαία τα ερωτικά γράμματα των γονιών της ενώ αρχειοθετούσε την αλληλογραφία τους, είπε στο ΑΠΕότι ο έρωτας βοήθησε τους γονείς της να μην νιώσουν τη σκληρότητα του πολέμου, αφού ζούσαν σε έναν κόσμο δικό τους, μόνο οι δυο τους, αφήνοντας τη δίνη του πολέμου μακριά τους.
Ο πατέρας της είχε την επικίνδυνη μυστική αποστολή να διαβιβάζει πληροφορίες για τις γερμανικές οχυρώσεις και τις πολεμικές κινήσεις των Ναζί στη Μήλο.
Η μητέρα της ήταν μόλις 16 ετών όταν γνώρισε και ερωτεύτηκε τον πατέρα της, αλλά τον έχασε λίγο αργότερα, λόγω του πολέμου. Ο έρωτάς τους τροφοδοτήθηκε μέσω της αλληλογραφίας για 9 ολόκληρα χρόνια και όχι μόνο έμεινε ζωντανός, αλλά ολοκληρώθηκε με έναν ευτυχισμένο γάμο, παιδιά και εγγόνια.
Ενας έρωτας που άνθισε σε στιγμές απελπισίας, θλίψης και απραξίας
Η Τιτίκα έγραφε:
«Θα ανοίξω το πρωί το παράθυρο κι όπως θα μου μυρίσει το μικρό δεντράκι της αυλής, θα φέρω μπροστά μου την εικόνα σου, γλυκιά μου αγάπη και θα πω πως η άνοιξη για μας ξαναγύρισε. Καληνύχτα αγαπημένε μου...».
Στις 22 Νοεμβρίου του 1942, σε στιγμές απελπισίας, θλίψης και αθέλητης απραξίας ο Γιάννης συνέχιζε να γράφει ερωτικά γράμματα στην αγαπημένη του Τιτίκα:
"...εν τω μεταξύ βράδιαζε. Άναψα το τζάκι (τώρα τελευταία έκαμα και τζάκι στο σπιτάκι ΜΑΣ) ξάπλωσα σε μια πολυθρόνα και σου αφιέρωσα δυοολόκληρες ώρες σκέψης και προσήλωσης. Κρατούσα τη φωτογραφία σου, σε κυτούσα και σου μιλούσα. Δεν είναι δυνατόν, κάτι θάνοιωσες χθες Σάββατο 6-9 το βράδυ. Κάποιο ψυχικό φαινόμενο θα σούφερε τον παλμό της αγάπης μου. Μέσα από το παίξιμο της φλόγας, όπως την κυτούσα, σχημάτισα την μορφή σου. Δυό μάτια, τα μάτια σου, πότε-πότε με κύταζαν γλυκά και παραπονεμένα. Το παράπονο του χωρισμού. Το ξέρω, Τιτίκα μου, το έχω χορτάσει πιό αυτό το πικρό παράπονο. Δεν είναι η πρώτη φορά. Ούτε και η δεύτερη. Είναι όμως η τελευταία. Λίγος καιρός ακόμη μας μένει, λίγοι μήνες. Και έπειτα πιά θα ενωθούμε για πάντα. Προετοιμάζω ψυχικά τον εαυτό μου για την ανύψωση. Νοιώθω την αγιότητα της στιγμής που δυό υπάρξεις πλασμένες για να ζήσουν μαζί θα ανεβούν στον Παράδεισο της αγάπης των. Θάναι μεγάλη, Τιτίκα μου, απέραντα μεγάλη η στιγμή εκείνη, η αγία που τίποτα δεν μπορεί να την περιγράψει. Όσα κι' άν διάβασα, και διαβάζω πολύ τώρα τελευταία, σε κανένα στίχο, σελίδα ή βιβλίο δεν βρήκα την περιγραφή που της αξίζει...»
Οι δύσκολες στιγμές
«...Περιφέρω τον αηδηασμένο εαυτό μου χωρίς κανένα ενδιαφέρον εδώ και εκεί. Μόνο στα Βούρλα (σ.σ. στο περιβόλι) αναπνέω. Χωρίς να κάνω τίποτα απλώς να γυρίζω και να μιλώ με τα δέντρα και τα λουλούδια ξεσπώ. Μιλούμε μιά πολύ παράξενη γλώσσα. Ένας που αδιάκριτα θα με παρακολουθούσε δεν θάξερε τι κάνω. Πηγαίνω κοντά σ' ένα δένδρο, απλώνω το χέρι και το χαϊδεύω. Εκείνο νοιώθει, νοιώθω κάτω από τη σκληρή του φλούδα να κυλούνε οι χυμοί του τώρα που χειμωνιάζει αργά-αργά. Την άνοιξι νοιώθω και τη ζέστη ακόμη της ζωής που ξαναγύρισε. Τους μιλώ και μου μιλούνε και όμως τίποτα δεν ακούγεται. Είναι παράξενη πολύ αυτή η κουβέντα μας. Όταν πιάνω το κλαδευτήρι να τους κόψω κανένα ξερόκλαδο τα νοιώθω να μου λένε σαν τον άρωστο που παρακαλεί τον γιατρό να μην τον πονέσει...».
Παντρεύτηκαν αλλά ο Εμφύλιος τους ξαναχώρισε
«Τον Οκτώβρη του 1945, μετά την απελευθέρωση, ο Γιάννης και η Τιτίκα παντρεύτηκαν, μετά από πολλές αντιδράσεις των στρατιωτικών αρχών (που δεν τους έδιναν άδεια γάμου, λόγω της αντιστασιακής δράσης συγγενών της μητέρας μου, αλλά και της ίδιας)» αφηγείται η Ελένη Χαλκουτσάκη.
Ενα χρόνο μετά τον γάμο τους, απέκτησαν ένα κοριτσάκι (την Ελένη) αλλά ο Εμφύλιος τους χώρισε ξανά
.Τότε η Τιτίκα έγραφε:
«Θα ανοίξω το πρωί το παράθυρο κι όπως θα μου μυρίση το μικρό δεντράκι της αυλής, θα φέρω μπροστά μου την εικόνα σου, γλυκειά μου αγάπη και θα πω πως η άνοιξη για μας ξαναγύρισε. Καληνύχτα αγαπημένε μου ...".
Ο Γιάννης ήθελε να την καθησυχάσει
Στις 17 Απριλίου του '48 ο Γιάννης έγραφε για τη ζωή του πάνω στα βουνά της κεντρικής Ελλάδας, ωραιοποιημένη και ειδυλλιακή, για να μην ανησυχεί η αγαπημένη του γυναίκα...
«Σήμερα θα σου περιγράψω τη ζωή μου στο χωριουδάκι. Έχω ευτυχώς από προχθές ένα καλό σπιτάκι που μένω μαζί με έναν αξιωματικό. Έχει και τζάκι, αλλά δυστυχώς δεν κάνει κρύο για να το ανάψω. Σε 100 μέτρα περνά ένα ποταμάκι, μέσα στα λιβάδια που είναι τώρα όλα λουλουδιασμένα. Το ποταμάκι αυτό έχει νερό κατακάθαρο και έτσι από προχθές κάνω το μπάνιο μου κάθε μεσημέρι.
Έχει και μπόλικα ψάρια και σκαλίζω το μυαλό μου πως να τα πιάσω, γιατί είναι καλά και μεγαλούτσικα. Μαζί με τα ψάρια έχει και βατράχια που καμία φορά όπως κολυμπώ μπερδεύονται στα πόδια μου και κάνω χχχχ σαν και σένα. Έπειτα από το μπάνιο στρώνω μια κουβέρτα στο γρασίδι και κάνω ηλιοθεραπεία. Όπως βλέπεις περνώ περίφημα. Μόνο δεν έχω τηλέφωνο να μπορώ να σε πέρνω. Θα ειδοποιώ τον... (σ.σ. αδελφικό φίλο) κάθε τόσο...»
Πηγή:thetoc.gr