Απορριπτική ήταν η απάντηση του Δ' τμήματος του ΣτΕ στην αίτηση του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος που ζητούσε να ακυρωθεί υπουργική απόφαση με την οποία καθορίστηκαν οι διαδικασίες και ο τρόπος απόδοσης του ποσού «επιστροφής» και «πρόσθετης κλιμακούμενης επιστροφής» (rebate).

Με το μέτρο αυτό προβλέφθηκε ότι βαρύνει αποκλειστικά τις φαρμακευτικές επιχειρήσεις ποσοστό 9% επί της τιμής παραγωγού ή εισαγωγέα για κάθε φάρμακο που συνταγογραφείται από γιατρό και καλύπτεται από ασφαλιστικούς φορείς με συνέπεια να υποχρεώνονται οι επιχειρήσεις να επιστρέφουν το ποσό αυτό στους ασφαλιστικούς οργανισμούς τον ΕΟΠΥ και τον Οίκο Ναύτου. Αντίστοιχη επιβάρυνση προβλέφθηκε ανάλογα και με συνολικό όγκο πωλήσεων σε τριμηνιαία βάση.

Το ΣτΕ υποστήριξε ότι δεν παραβιάζονται οι συνταγματικές διατάξεις που κατοχυρώνουν την οικονομική ελευθερία, την αναλογικότητα και την μέριμνα του κράτους για την φαρμακευτική περίθαλψη και την υγεία, καθώς για την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος εν όψει της σοβαρής δημοσιονομικής κρίσης είναι συνταγματικά επιτρεπτός ο περιορισμός της δημόσιας δαπάνης με αντίστοιχο περιορισμό χρηματικών απαιτήσεων που απορρέουν από εξωνοσοκομειακές πωλήσεις φαρμάκων με κάλυψη της δαπάνης από φορείς κοινωνικής ασφάλισης.

Μειοψηφία δυο δικαστών δέχθηκε αντίθετα ότι οι συνταγματικές αυτές αρχές παραβιάζονται γιατί τα μέτρα έχουν ως συνέπεια να διατίθεται μεγάλο ποσοστό φαρμάκων σε τιμές κάτω του κόστους.